Ποιος πληρώνει τους «ειδικούς» της αμερικανικής TV
Του SEBASTIAN JONES * Σε περίπτωση πολέμου, κρίσης ή πολιτικής αλλαγής, η πιο απλή (και οικονομική) επιλογή για τα τηλεοπτικά δίκτυα είναι η πρόσκληση «ειδικών».
Συγκαλούνται στα τηλεοπτικά πλατό, όπου πετούν με περισσή σοφία αναλύσεις και συμβουλές. Κατά τα φαινόμενα ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, στην πραγματικότητα συχνά αμείβονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, υπερασπίζοντας σφόδρα τις προτιμήσεις τους.
ΑΝΤΑ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σε επίσκεψή του στο Αλενταουν της Πενσιλβανίας, την 4η Δεκεμβρίου του 2009, ο κ. Μπαράκ Ομπάμα συνάντησε κάποιους εργάτες και ξεκίνησε μια συζήτηση για την οικονομική κρίση. Το ίδιο βράδυ, επωφελούμενος της επικαιρότητας του προεδρικού ταξιδιού, ο πρώην κυβερνήτης της πολιτείας κ. Τομ Ριτζ αποκάλυπτε το δικό του οικονομικό πρόγραμμα στην εκπομπή «Hardball with Chris Matthews» στο δίκτυο συνεχούς ενημέρωσης MSNBC, αντίπαλο του CNN και του Fox News. Εν ονόματι των «μικρών πραγμάτων» που ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αναθερμάνει την οικονομία, ο κ. Ριτζ συνιστούσε μείωση φόρων και πιο γενναία δάνεια στις μικρές επιχειρήσεις. Κατόπιν επέμεινε σε μια ακόμη πιο πρωτότυπη πρόταση: ο πρόεδρος «να πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ» τα οικολογικά μέτρα του και να κατασκευάσει «εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας». Συνδυασμένο με την εξόρυξη άνθρακα και την άντληση φυσικού αερίου, ένα πρόγραμμα τόσο «καινοτόμο» αναμφίβολα θα ωφελούσε «την απασχόληση και τις εξαγωγές».
Καθώς πρόσφερε αυτές τις καλές συμβουλές, ο πρώην κυβερνήτης διέθετε το παρουσιαστικό ενός αμερόληπτου σχολιαστή. Εκείνο όμως που αγνοούσαν οι τηλεθεατές -λάθος του παρουσιαστή, ο οποίος θα έπρεπε να τους έχει προειδοποιήσει- είναι πως ο κ. Ριτζ είχε αποκομίσει 530.659 δολάρια με την ιδιότητά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Exelon, της πιο σημαντικής εταιρείας παραγωγής πυρηνικής ενέργειας της χώρας.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, στο ίδιο κανάλι, ο απόστρατος στρατηγός Μπάρι ΜακΚάφρεΐ, «στρατιωτικός σύμβουλος του NBC», τόνιζε εμφατικά πως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν απαιτούσε «μια επιπρόσθετη προσπάθεια τριών έως δέκα χρόνων», όπως και «πολλά χρήματα». Και εκεί, επίσης, ο τηλεθεατής δεν είχε ενημερωθεί πως ο εμπειρογνώμονας στην πραγματικότητα ανήκε στην DynCorp, μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες της χώρας, η οποία του είχε καταβάλει 182.309 δολάρια μόνο για το 2009. Τη στιγμή που ο στρατηγός συνηγορούσε υπέρ της παράτασης του πολέμου, ο εργοδότης του είχε μόλις κερδίσει ένα κολοσσιαίο συμβόλαιο υποστήριξης των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων στο Αφγανιστάν, διάρκειας πέντε ετών και με συνολική αξία που υπολογίζεται στα 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι προμηθευτές
Μέσα σε διάστημα μιας ώρας, δύο «ειδικοί» εμπλεγμένοι σε κατάφωρη σύγκρουση συμφερόντων ήταν καλεσμένοι στο MSNBC. Σύμπτωση; Οχι ακριβώς. Το 2003, το εβδομαδιαίο περιοδικό «The Nation» είχε ήδη αποκαλύψει τους στενούς δεσμούς που ενώνουν τον στρατηγό ΜακΚάφρεϊ με προμηθευτές του στρατού, στους οποίους εξασφαλίζει διαφήμιση σε πολλά καλωδιακά δίκτυα. Το 2008, ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μπάρστοου δημοσίευσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» μια σειρά άρθρων η οποία βραβεύθηκε με Πούλιτζερ, όπου καταδείκνυε πώς το Πεντάγωνο χρησιμοποιεί τους αξιωματικούς του για να πουν τον καλό τους λόγο στην τηλεόραση. Το 2009, κάποιοι μπλόγκερ αποδείκνυαν πως ο κ. Ρίτσαρντ Γουλφ, παλαιός δημοσιογράφος του «Newsweek», που στρατολογήθηκε από την εκπομπή του MSNBC «Countdown with Keith Olbermann», παράλληλα εργαζόταν για μια εταιρεία δημόσιων σχέσεων ειδική στις «στρατηγικές επικοινωνίας των επιχειρήσεων».
Η έρευνα επαληθεύει πως παρόμοιες συγκρούσεις συμφερόντων είναι κοινός τόπος σε έναν κόσμο των μίντια όλο και πιο διαπερατό από τις επιθέσεις των επιχειρηματικών κύκλων. Από το 2007, τουλάχιστον εβδομήντα πέντε λομπίστες, εκπρόσωποι ή ιθύνοντες επιχειρήσεων -αμειβόμενοι για να προασπίσουν την εικόνα καθώς και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των εργοδοτών τους- εναλλάσσονται στα δίκτυα MSNBC, Fox News, CNN, CNBC και Fox Business Network, χωρίς ποτέ να μνημονεύονται στον αέρα οι προσοδοφόρες δραστηριότητές τους. Συχνά γυρνούν εκ περιτροπής σε πολλά κανάλια ταυτόχρονα, κάνοντας συνολικά δεκάδες -ακόμη και εκατοντάδες- εμφανίσεις στα πλέον σημαντικά ΜΜΕ των ΗΠΑ.
Σε αυτούς τους εκπροσώπους τύπου των πολυεθνικών, η από τηλεοράσεως καθιέρωση επιτρέπει όχι μόνο να αγγίξουν ένα ευρύτατο κοινό, αλλά επίσης και να τραβήξουν την προσοχή και την εύνοια των πολιτικών υπευθύνων, τόσο Δημοκρατικών όσο και Ρεπουμπλικανών. Οσο για τα καλωδιακά δίκτυα, που ανησυχούν πώς να γεμίσουν τον τηλεοπτικό χρόνο τους και να μη δυσαρεστήσουν τις ελίτ, μετά προθυμίας εξευτελίζουν τον ίδιο τους τον δεοντολογικό κώδικα.
Προφανώς, τα φερέφωνα της εργοδοσίας πάντοτε ήταν λαίμαργα με τα μικρόφωνα. Ομως η έναρξη λειτουργίας του Fox News και του MSNBC το 1996 όρισε το πλαίσιο στο οποίο έκτοτε ευδοκιμούν. Αφότου ο κρουνός των «πολιτικών αναλύσεων» είναι ανοιχτός είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, οι εμπειρογνώμονες-μισθοφόροι του ιδιωτικού τομέα πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό στα καλωδιακά κανάλια. Για να πεισθούμε, αρκεί να εξετάσουμε τις σχετικές με την οικονομική κρίση και τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας τηλεοπτικές εμφανίσεις τους, δύο ζητήματα που συζητήθηκαν ευρύτατα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.
Στα τέλη του 2008, ενώ ένα κύμα οικονομικής ύφεσης βυθίζει τη χώρα και η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δεσμεύσει δισεκατομμύρια προκειμένου να κρατήσει όρθιες τις τράπεζες, μια ορδή από λομπίστες και υπεύθυνους επικοινωνίας, μασκαρεμένοι σε αμερόληπτους σχολιαστές, καταλαμβάνει δι' εφόδου τη μικρή οθόνη. Ανάμεσά τους ο κ. Μπέρναρντ Γουίτμαν, πρόεδρος της Whitman Insight Strategies. Η εταιρεία αυτή προσφέρει στους πελάτες της υπηρεσίες ως «οδηγός για αποτελεσματικό λόμπινγκ και στοχευμένες καμπάνιες επικοινωνίας και πληροφόρησης σύμφωνα με τους δοθέντες στόχους». Η πελατεία της περιλαμβάνει γραφεία λόμπι και δημόσιων σχέσεων όπως οι Ogilvy & Mather, οι οποίοι με τη σειρά τους συμμορφώνονται στις εντολές πολυάριθμων πολυεθνικών, ειδικότερα με σκοπό να κατευθύνουν την ομοσπονδιακή πολιτική. Ωστόσο, κάθε φορά που ο κ. Γουίτμαν, βετεράνος της εποχής Κλίντον, εκφράζει τις απόψεις του στην τηλεόραση, το κάνει ως ειδικευμένος συγγραφέας, μολονότι τα δημοσιευμένα έργα του χρονολογούνται από δέκα χρόνια και πάνω.
Σύμφωνα με τη σελίδα της στο Διαδίκτυο, η Whitman Insight Strategies βοηθάει τον ασφαλιστικό γίγαντα American Insurance Group (AIG) «να αναπτύξει, να ελέγξει, να προωθήσει και να βελτιώσει το εμπορικό σήμα της στο ευρύ κοινό» καθώς και «να προσαρμοστεί στις εξελίξεις της αγοράς». Η εταιρεία ανέβασε στο YouTube καμιά εκατοστή βίντεο, υπενθυμίζοντας τις καλύτερες τηλεοπτικές εμφανίσεις του αφεντικού της. Η παρακολούθησή τους επιβεβαιώνει πως ο κ. Γουίτμαν δίνεται ολόψυχα στην υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών του. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, καλεσμένος στο Fox News για να ανταπαντήσει στη Σάρα Πάλιν, επιτίθεται φαρμακερά στον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Τζον ΜακΚέιν, κατηγορώντας τον ως ένοχο επειδή ήθελε «να εγκαταλείψει την AIG στην τύχη της» και άρα επειδή «δεν καταλαβαίνει τίποτα για τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία».
Τα μπόνους της AIG
Ο Γουίτμαν επανέρχεται στο Fox News στις 25 Μαρτίου 2009, αυτή τη φορά με την ευκαιρία του σκανδάλου των μπόνους της AIG: η ασφαλιστική εταιρεία πρόσφερε πριμ 450 εκατομμυρίων δολαρίων στους ιθύνοντές της, παρ' όλο που μόλις είχε καταφέρει να διασωθεί από το ναυάγιο χάρη στους αμερικανούς φορολογούμενους. Η όντως λεπτή αποστολή του σχολιαστή συνίσταται στην εμφύσηση λίγης λογικής στα πνεύματα που έχουν αρχίσει να εξάπτονται. «Ο αμερικανικός λαός είναι οργισμένος, είναι κατανοητό» παραδέχεται. Ομως, «από τη στιγμή που ειπώθηκε αυτό, πρέπει να ξεπεράσουμε τις αντιδράσεις οργής, απογοήτευσης και υστερίας και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους κανόνες της οικονομίας». Σε κανένα σημείο δεν διευκρινίστηκε πως ο κ. Γουίτμαν δουλεύει για λογαριασμό της AIG.
Ανάμεσα στους υπηρέτες της εταιρείας φιγουράρει και κάποιος Ρον Κρίστι. Από το 2006 έως τον Σεπτέμβριο του 2008, ενώ εργαζόταν για την DC Navigators (σήμερα Navigators Global), μια εταιρεία συμβούλων μάνατζμεντ και δημόσιων σχέσεων που πρόσκειται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο κ. Κρίστι καταχωρίστηκε ως λομπίστας για την AIG. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε 590.000 δολάρια στην DC Navigators. Ισχυροποιημένος από αυτή την επιτυχία, ο Κρίστι έκτοτε δημιούργησε το δικό του γραφείο συμβούλων.
Αρα, δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη που τον ξαναβρίσκουμε, στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, στην εκπομπή «Hardball» του MSNBC. Ο παρουσιαστής κ. Κρις Μάθιους συστήνει τον κ. Κρίστι ως «Ρεπουμπλικανό αναλυτή». Κατόπιν, θυμίζοντας με ειρωνικό ύφος τη συνέντευξη τύπου που μόλις είχε δώσει ο πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους σχετικά με την οικονομική κρίση, διακόπτεται από τον καλεσμένο του: ο κ. Μπους «είχε δίκιο να προσφύγει σε έναν πρώην της Goldman-Sachs, έναν πολύ ευφυή άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη λειτουργία των αγορών και της ρευστότητας». Ο κ. Κρίστι αναφερόταν στον Χένρι Πόλσον, υπουργό Οικονομικών επί διακυβέρνησης Μπους και πρώην πρόεδρο και γενικό διευθυντή της Goldman-Sachs, που μόλις είχε παίξει έναν ρόλο-κλειδί στο σχέδιο διάσωσης της AIG, της οποίας η πτώχευση θα συνεπαγόταν εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την Goldman-Sachs (1). Η είσοδος του κ. Πόλσον στην κυβέρνηση «δεν είναι πολιτικό κόλπο», επιχειρηματολογεί ο λομπίστας της ασφαλιστικής εταιρείας: ο πρόεδρος «απλώς επέλεξε το καλύτερο πρόσωπο για να διαχειριστεί την κρίση».
Ομως η AIG είχε υιοθετηθεί από παράγοντες με ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στους πολιτικούς κύκλους. Στα τέλη του 2008, λίγο αφού είχε καταβροχθίσει μια πρώτη φουρνιά δημόσιων κεφαλαίων, η ασφαλιστική εταιρεία εμπιστεύεται τη «διαχείριση ευαίσθητων ζητημάτων» στην Burson-Marsteller, το πιο περιζήτητο γραφείο δημόσιων σχέσεων, το οποίο, τον Απρίλιο του 2009, με τη σειρά του καλεί την πρώην εκπρόσωπο τύπου του Λευκού Οίκου επί διακυβέρνησης Τζορτζ Γ. Μπους, κ. Ντάνα Περίνο. Εναν μήνα αργότερα, η θαμώνας αυτή των τηλεοπτικών πλατό ενώνεται με την ομάδα του Fox News, όπου θα αφιερωθεί σε πραγματικά «ευαίσθητα» ζητήματα.
Ετσι, τον Ιούλιο του 2009, η κ. Περίνο ενθρονίζεται στο πλατό του «Money for Breakfast», της πρωινής εκπομπής του Fox Business Network. Ο παρουσιαστής υπενθυμίζει σύντομα τη συνεργασία της με το γραφείο Burson-Marsteller, παραλείπει όμως να αναφέρει τους δεσμούς της με την AIG. Οταν ένας καλεσμένος υποστηρίζει πως ο ασφαλιστικός γίγαντας ήταν το αντικείμενο μιας «περιορισμένης κανονιστικής ρύθμισης» πριν από την κρίση, η κ. Περίνο δράττεται αμέσως της ευκαιρίας: η βούληση που επιδεικνύει η παρούσα κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποκαλύπτει «την τάση της Ουάσιγκτον να αντιδρά υπερβολικά στην κρίση». Ομως, όταν ο Γκάρι Κάλμαν, της ένωσης καταναλωτών «U.S. PIRG», παρατηρεί πως οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί στην πραγματικότητα έχουν οπισθοδρομήσει εδώ και δεκαετίες, η σχολιάστρια αγανακτεί: «Δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί επιχειρηματίες που να συμμερίζονται αυτή την άποψη (2)».
Η σύγχυση των ορίων μεταξύ δημοσιογραφίας και λόμπι εκδηλώθηκε ξανά με τη δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας. Ο κ. Τέρι Χολτ, ένας από τους εκπροσώπους τύπου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και του κ. Τζον Μπέινερ, προέδρου της ρεπουμπλικανικής ομάδας της Βουλής των Αντιπροσώπων, διακρίνεται από το 2003 ως εκπρόσωπος της ομάδας ασφαλιστικών εταιρειών υγείας America's Health Insurance Plans (ΑΗΙΡ). Οταν το 2007 ιδρύει το γραφείο επικοινωνίας και λόμπινγκ HDMK μαζί με τρία ακόμη στελέχη των Ρεπουμπλικανών, η ΑΗΙΡ φυσικά συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους του πελάτες.
Στις 5 Μαρτίου 2009, ο κ. Χολτ εμφανίζεται στο πλατό του MSNBC. Απευθυνόμενος στον παρουσιαστή Ντέιβιντ Σούστερ, ο οποίος τον σύστησε απλώς ως «Ρεπουμπλικανό», ο εκπρόσωπος των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών κατηγορεί την κυβέρνηση Ομπάμα πως θέλει να «καταργήσει την κάλυψη του Medicare (3) σε κάπου έντεκα εκατομμύρια συνταξιούχους προκειμένου να βάλει μπροστά τη μεγάλη του μεταρρύθμιση της υγείας» -ένας τρόπος τουλάχιστον παραπλανητικός για να συνοψίσεις τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Επτά μήνες αργότερα, η ΑΗΙΡ λανσάρει στον τύπο πολλών αμερικανικών πολιτειών μια δηλητηριώδη καμπάνια, που περιέχει αυτό το μήνυμα: «Είναι σωστό να ζητάμε από δέκα εκατομμύρια ηλικιωμένους με κάλυψη Medicare να δώσουν περισσότερα από αυτά που παίρνουν;»
Ασφαλιστικές εταιρείες
Μέσα στο πλαίσιο της καμπάνιας αντι-Ομπάμα, ο κ. Χολτ εμφανίζεται πολλές φορές στο CNN, το οποίο, αφού μία φορά στις τόσες κακό δεν κάνει, μνημονεύει τους δεσμούς του με τις ασφαλιστικές εταιρείες -εκτός από τις 14 Σεπτεμβρίου 2009, κατά την εμφάνισή του στο τοκ-σόου «The Situation Room». Μερικές ημέρες αργότερα, το δίκτυο συνεχούς ενημέρωσης πέφτει πάνω σε ένα μίνι σκάνδαλο: ο μπλόγκερ Γκρεγκ Σάρτζεντ αποκαλύπτει πως ο πολιτικός αναλυτής Αλεξ Καστεγιάνος, τακτικότατος καλεσμένος στα πλατό του CNN, είχε ενεργό ανάμειξη στις καμπάνιες της ΑΗΙΡ στον τύπο, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που σκόπευε να τρομάξει «δέκα εκατομμύρια ηλικιωμένους». Ομως, κάθε φορά που καυτηρίαζε τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, ο Καστεγιάνος εμφανιζόταν στην οθόνη με τον τίτλο του «Ρεπουμπλικανού παρατηρητή».
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Χολτ ξεκαθαρίζει πως το CNN δεν παρέλειψε παρά μόνο μία φορά να αναφέρει τη σχέση του με την ΑΗΙΡ. Στη συνέχεια επικοινώνησε μαζί του ένας παραγωγός του καναλιού για να συζητήσει μαζί του τη δουλειά του στις ασφαλιστικές εταιρείες. Ο κ. Χολτ ορκίζεται με το χέρι στην καρδιά πως οι εμφανίσεις στα καλωδιακά δίκτυα «είναι πιο αποτελεσματικές αν συνοδεύονται από τη μέγιστη διαφάνεια». «Οταν απευθύνεσαι στο κοινό», υπογραμμίζει, «δικαιολογημένα πρέπει να γνωρίζει ποιος είσαι και από πού έρχεσαι. Θεωρώ καθήκον μου να γνωστοποιώ το προφίλ μου στα ΜΜΕ που με προσκαλούν και να τα αφήνω να κρίνουν μόνα τους».
Είναι αλήθεια πως οι «κριτές» σπανίως επιδεικνύουν μεγάλη αυστηρότητα. Αρκετοί Δημοκρατικοί λομπίστες έχουν επίσης εμφανιστεί στην τηλεόραση χωρίς την ελάχιστη αναφορά στην πελατεία τους, που αποτελείται από ασφαλιστικές εταιρείες ή φαρμακοβιομηχανίες. Δύο περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, δεδομένου του μείζονος ρόλου που έπαιξαν τα εν λόγω πρόσωπα στην αμερικανική πολιτική, οι κ.κ. Ρίτσαρντ Γκέπχαρντ και Τόμας Ντάσλι. Ο πρώτος προέδρευσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των Δημοκρατικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν υποψήφιος για το χρίσμα του κόμματός του κατά τις προεδρικές εκλογές του 1988 και ωφελήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του από την ενθουσιώδη στήριξη των συνδικάτων. Ο δεύτερος προήδρευσε στη Δημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα της Γερουσίας. Καθώς και ο ένας και ο άλλος είναι ταυτόχρονα πολύ γνωστοί στο κοινό και γενικώς συνδεδεμένοι με την αριστερή πτέρυγα του κόμματός τους, η επίδραση όποιας άποψης εκφράσουν μειώνεται δραματικά όταν αυτή τους οδηγεί στην υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, ο κ. Γκέπχαρντ φιγουράρει ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του «Morning Meeting» στο MSNBC. Χαρακτηρίζει «μη απαραίτητη» την ιδέα να δημιουργηθεί ένας δημόσιος ασφαλιστικός φορέας, την οποία υπερασπίζει με νύχια και με δόντια η πλειονότητα των εκλεγμένων Δημοκρατικών εκπροσώπων. Ο παρουσιαστής είναι τυπικός μαζί του: ο αντιτιθέμενος στη μεταρρύθμιση εκφράζει άποψη ως πρώην μέλος του Κογκρέσου, μάρτυρας της παραίτησης του κ. Γουίλιαμ Κλίντον από την προσπάθεια να επιβάλει ένα παρόμοιο πρόγραμμα το 1993. Ούτε λέξη για τα καθήκοντά του ως συμβούλου σε ασφαλιστικές εταιρείες και φαρμακευτικά εργαστήρια, τα οποία ασκεί μέσω της δικής του επιχείρησης Gephardt Government Affairs. Ούτε και καμία μνεία για τη δουλειά του ως λομπίστα για λογαριασμό του ομίλου NBC Universal.
Ο γερουσιαστής
Ο κ. Ντάσλι με τη σειρά του κάνει τρεις απανωτές τηλεοπτικές εμφανίσεις μέσα σε τέσσερις μήνες, όλες αφιερωμένες στη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας -στις 12 Μαΐου και στις 2 Ιουλίου 2009 στο MSNBC και στις 16 Αυγούστου στο NBC, στην εκπομπή «Meet the Press». Σε κάθε περίπτωση, ο πρώην γερουσιαστής των Δημοκρατικών επιτίθεται με μανία στη μεταρρύθμιση χωρίς το κοινό να είναι ενήμερο για τούτη τη μικρή λεπτομέρεια: είναι υπάλληλος της Alston & Bird, μιας εταιρείας που κάνει λόμπι για λογαριασμό του ασφαλιστικού ομίλου United Health Group. Επρεπε να περιμένουμε την 8η Δεκεμβρίου 2009, ημέρα της πρόσκλησής του στο «Dr Nancy» του MSNBC, ώστε ο κ. Ντάσλι -μετά από άπειρες προφυλάξεις- να έρθει αντιμέτωπος με τη διπλή ιδιότητά του ως πολιτικού και λομπίστα. «Φυσικά και είμαι ευαίσθητος για τον τρόπο με τον οποίο με αντιλαμβάνεστε, γι' αυτό λοιπόν θα είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός» διακηρύσσει. Η προσοχή του θα ήταν μικρής διάρκειας: έναν μήνα αργότερα, δίνοντας ακόμη μία φορά συνέντευξη στο ίδιο κανάλι, ο πρώην εκπρόσωπος της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία μπορεί να κακολογήσει όσο νομίζει τη μεταρρύθμιση χωρίς να διακινδυνεύει την παραμικρή αδιακρισία περί των παρόντων καθηκόντων του.
Ασφαλώς, οι ύβρεις ενός Τόμας Ντάσλι δεν εξηγούν από μόνες τους τα μαρτύρια στα οποία υποβλήθηκε η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας πριν καν αυτή υιοθετηθεί, με τον ίδιο τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε αποκλειστικά σε μια Ντάνα Περίνο το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το σχέδιο δημιουργίας μιας Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Χρηματοπιστωτικής Προστασίας του Καταναλωτή (4). Υπολείπονται δεκάδες πανταχού παρόντες, μη αναγνωρίσιμοι λομπίστες, οι οποίοι δύσκολα αφήνουν ανεπηρέαστους δημοσιογράφους και ευρύ κοινό.
Οπως υπογραμμίζει η ανθρωπολόγος Τζανίν Γουέντελ, συγγραφέας του βιβλίου Shadow Elite («Η σκιώδης ελίτ»), «όταν μια πλειάδα προκρίτων των μέσων δίνει απανωτά χτυπήματα με την ίδια δημηγορία την ίδια στιγμή, αυτό παράγει μια σωρευτική επίδραση που ωθεί την κοινή γνώμη να συνταχθεί με τη δική τους ατζέντα (5)».
Μικρή σημασία έχουν όμως η συχνότητα και η ευφυΐα με τις οποίες οι εκπρόσωποι τύπου εκμεταλλεύονται την τηλεόραση προς όφελος των εργοδοτών τους: εν τέλει, δεν είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική των δικτύων στα οποία συνωθούνται. Οι περισσότεροι άλλωστε δεν κρύβουν την εξάρτησή τους από τις πολυεθνικές.
Σύγχυση ορίων
Αρα η ευθύνη για αυτή τη σύγχυση των ορίων πέφτει στους ώμους των εκπομπών που καλούν λομπίστες χωρίς να τους συστήνουν ως τέτοιους. Ο κ. Ααρον Μπράουν, εκδιωχθείς το 2005 από το CNN όπου παρουσίαζε επί τέσσερα χρόνια το «News Night», σήμερα διδάσκει δημοσιογραφία στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Αριζόνας. Στα δικά του μάτια, οι συγκρούσεις συμφερόντων απορρέουν όχι εξαιτίας μιας εσκεμμένης πρόθεσης των παραγωγών, αλλά εκ των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι τελευταίοι εξασκούν το επάγγελμά τους. «Οι βοηθοί παραγωγής είναι συχνά νέοι άνθρωποι, ελάχιστα δοκιμασμένοι στη δουλειά, οι οποίοι υπόκεινται σε κάθε είδους πιέσεις» λέει. «Αμελούν να ενημερωθούν σωστά για τους καλεσμένους τους».
Για τον κ. Μπράουν, η ανεκτικότητα αυτή απεικονίζει μια γενικότερη μάστιγα, χαρακτηριστική της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας: τη μανία να βασίζεται στους «ειδικούς» και στους σχολιαστές για να γεμίζει με ελάχιστο κόστος ο τηλεοπτικός χρόνος της πληροφόρησης. «Κάτι τέτοιο κοστίζει πολύ λιγότερο από την αποστολή ενός ανταποκριτή στο Αφγανιστάν», παρατηρεί. «Δεν έχουμε όμως να κάνουμε με μια ετοιμοθάνατη εφημερίδα που αναζητεί φτηνά δημοσιογραφικά υποκατάστατα. Τα δίκτυα για τα οποία μιλάμε είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις οι οποίες φέρνουν πολύ χρήμα στις πολυεθνικές που τα γέννησαν».
Μια εξέλιξη μοιάζει ωστόσο να σχεδιάζεται εδώ και μερικούς μήνες. Το CNN αρχίζει να προσδιορίζει την ταυτότητα των βιομηχανιών που έχουν σχέση με μερικούς από τους αναλυτές του. Από την πλευρά του, το Fox News εδώ και καιρό προσδιορίζει τις εταιρείες λόμπι ή δημόσιων σχέσεων κάποιων καλεσμένων του -αν και όχι όλων- παρ' όλο που δεν πληροφορεί τους τηλεθεατές τι είδους πελάτες εκπροσωπούν οι εταιρείες αυτές (6).
Μένει η περίπτωση του MSNBC, του πιο φιλόξενου καλωδιακού δικτύου απέναντι στα φερέφωνα των πολυεθνικών. Τον Ιανουάριο του 2010, σε επικοινωνία μας, η διοίκησή του διακήρυσσε με κάθε τρόπο την απόφασή της να ρυθμίσει το πρόβλημα. Ο διαμεσολαβητής του NBC News κ. Ντέιβιντ ΜακΚόρμικ, «υπεύθυνος δεοντολογίας» και για το MSNBC -τα δύο δίκτυα ανήκουν στον ίδιο όμιλο και συμμορφώνονται με τον ίδιο κώδικα δεοντολογίας- μας διαβεβαίωσε πως τα ζητήματα σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων τον απασχολούν επί μακρόν. Το δίκτυο δεσμεύεται, λέει, να έρθει σε επαφή με τους τακτικούς καλεσμένους του προκειμένου να τους ενημερώσει για τους κανόνες διαφάνειάς του, παρά το γεγονός ότι «η εμπιστοσύνη είναι ένα στοιχείο-κλειδί του συστήματός μας» και ότι είναι στην ευθύνη των ίδιων των προσκεκλημένων «να μας γνωρίζουν τα ενδεχόμενα συγκρουόμενα συμφέροντά τους». «Εδώ και χρόνια», προσθέτει, «επαναλαμβάνουμε στους συνεργάτες μας πόσο σημαντική είναι η διαφάνεια και πως δεν πρέπει να κρύβουμε τίποτε από το κοινό σχετικά με το προφίλ των προσκεκλημένων μας, είτε αυτοί είναι τακτικοί συνεργάτες είτε μη αμειβόμενοι ειδικοί. Εχουμε καταφέρει να είμαστε άμεμπτοι μέχρι εδώ; Οχι».
Στην πραγματικότητα, είναι πάνω από δέκα χρόνια που το δίκτυο ισχυρίζεται πως ασχολείται με το πρόβλημα. Ηδη τον Οκτώβριο του 1998, ο εσωτερικός κανονισμός του NBC αφιέρωνε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην πλαισίωση του προγράμματος από «καλεσμένους/αναλυτές/ειδήμονες/συνηγόρους». Απόσπασμα: «Είναι επιτακτική ανάγκη οι τηλεθεατές να αντιλαμβάνονται την προοπτική μέσα από την οποία τοποθετούνται οι καλεσμένοι (...) που εμφανίζονται στα προγράμματά μας. (...) Το κοινό μας πρέπει να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα σχετικά με το αντικείμενο που διαπραγματευόμαστε. Δεν αρκεί να λέμε "Κύριος Δείνα, του ιδρύματος ΧΨ". (...) Ομοίως, δεν αρκεί να υποδεικνύουμε "Κυρία Δείνα, σύμβουλος του NBC". (...) Η ταυτότητα μπορεί να δηλώνεται προφορικά ή οπτικά, πάντοτε όμως με ξεκάθαρο τρόπο».
Προφανώς, η επιτακτική ανάγκη για «ξεκάθαρο τρόπο» δεν είναι ασύμβατη με την έγνοια για διακριτικότητα. Αν και ο κ. ΜακΚόρμικ αναγνωρίζει πως τα οικονομικά συμφέροντα «ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα ιδεολογικά και τα πολιτικά συμφέροντα», εκτιμά πως ο εκτοπισμός των βιογραφικών σημειωμάτων των καλεσμένων στην ιντερνετική σελίδα του τηλεοπτικού δικτύου αρκεί για να απομακρύνει κάθε κίνδυνο σύγχυσης.
Διαμεσολαβητής
Στις 22 Ιανουαρίου, μερικές ημέρες μετά τη συνάντησή μας με τον διαμεσολαβητή, το MSNBC επιδείκνυε ακόμη μία φορά πόσο σοβαρά έπαιρνε υπ' όψη τη «διαφάνεια». Καλεσμένος στην εκπομπή «Morning Joe» για να επικρίνει έντονα τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, κάποιος Μαρκ Πεν παρουσιάστηκε ως «στρατηγικός σύμβουλος των Δημοκρατικών» και «πρώην υπεύθυνος δημοσκοπήσεων επί προεδρίας Κλίντον». Ούτε μία λέξη που θα επισήμαινε πως ο ικανότατος αυτός άνθρωπος είναι επίσης πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Burson-Marsteller, ενός από τα μεγαλύτερα γραφεία λόμπι της χώρας, το οποίο διαθέτει ένα ολόκληρο τμήμα αφιερωμένο σε ζητήματα υγείας, προκειμένου να επιτρέπει σε φαρμακευτικούς γίγαντες όπως η Pfizer ή η Eli Lilly «να εγκαθιδρύσουν και να συντηρήσουν μια ευνοϊκή εικόνα η οποία αποφέρει θετικά επιχειρηματικά αποτελέσματα».
Εν τέλει, όλα συμβαίνουν λες και το ιερατείο των λόμπι συνιστά ένα φαινόμενο βεβαιότατα ατυχές, πλην όμως αναπόφευκτο, μια παράπλευρη απώλεια ενός πολιτικού και μιντιακού συστήματος όπου τα σύνορα μεταξύ δημόσιου συμφέροντος και ιδιωτικών συμφερόντων δεν έχουν πλέον λόγο να υφίστανται. Χωρίς ίχνος αμφιβολίας, οι πιέσεις που ασκούνται στα δίκτυα ώστε να θέσουν ένα τέλος σε αυτό το θόλωμα των ορίων δεν επέφεραν αξιοσημείωτες αλλαγές. «Προκαλεί κατάπληξη όταν βλέπεις πως ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα δεν τραβά την προσοχή εκείνων τους οποίους αφορά πρωτίστως· είναι σαν να έχεις να κάνεις με μια μαύρη τρύπα» εκφράζει τη λύπη του ο κ. Αντι Σοτς, πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας της Ενωσης Επαγγελματιών Δημοσιογράφων.
Ετσι κι αλλιώς, οι συγκρούσεις συμφερόντων δεν αντιπροσωπεύουν παρά την ορατή πλευρά του προβλήματος. Ο κ. Τζέι Ρόζεν, κριτικός των ΜΜΕ και καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναρωτιέται: «Εννοείται πως είμαι υπέρ της μεγαλύτερης διαφάνειας. Πριν απ' όλα όμως, ποιος ο λόγος να βρίσκονται στην τηλεόραση αυτοί οι άνθρωποι; Μπορούν να χειραγωγήσουν ανά πάσα στιγμή τις απόψεις σε οποιοδήποτε θέμα θελήσουν».
(1) Την ίδια στιγμή, ο κ. Πόλσον επέλεγε να μην διασώσει τις ενταγμένες στη Wall Street εταιρείες Bear Stearns και Merril Lynch, κυριότερες ανταγωνίστριες της AIG.
(2) Ο συντάκτης του άρθρου επικοινώνησε με τους Μπέρναρντ Γουίτμαν, Ρον Κρίστι και Ντάνα Περίνο, αλλά αρνήθηκαν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο.
(3) (Στμ).: Σύστημα δημόσιας ασφάλισης που απευθύνεται στους άνευ άλλων ασφαλιστικών πόρων ηλικιωμένους.
(4) (Στε): Η δημιουργία αυτής της υπηρεσίας περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο για την ευρύτερη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο τον περασμένο Ιούλιο.R
(5) Janine R. Wedel, «Shadow Elite: How the World's New Power Brokers Undermine Democracy, Government and the Free Market» («Η σκιώδης ελίτ: Πώς οι καινούριοι ισχυροί της εξουσίας υπονομεύουν τη δημοκρατία, την κυβέρνηση και την ελεύθερη αγορά»), Basic Books, Νέα Υόρκη, 2009.
(6) Ο συντάκτης του άρθρου ήρθε σε επαφή με το CNN και το Fox News, αλλά δεν απάντησαν στις ερωτήσεις του.
* Δημοσιογράφος. Μια εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο αμερικανικό περιοδικό «The Nation» της Νέας Υόρκης την 1η Μαρτίου 2010.
ENET.GR
Συγκαλούνται στα τηλεοπτικά πλατό, όπου πετούν με περισσή σοφία αναλύσεις και συμβουλές. Κατά τα φαινόμενα ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, στην πραγματικότητα συχνά αμείβονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, υπερασπίζοντας σφόδρα τις προτιμήσεις τους.
ΑΝΤΑ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σε επίσκεψή του στο Αλενταουν της Πενσιλβανίας, την 4η Δεκεμβρίου του 2009, ο κ. Μπαράκ Ομπάμα συνάντησε κάποιους εργάτες και ξεκίνησε μια συζήτηση για την οικονομική κρίση. Το ίδιο βράδυ, επωφελούμενος της επικαιρότητας του προεδρικού ταξιδιού, ο πρώην κυβερνήτης της πολιτείας κ. Τομ Ριτζ αποκάλυπτε το δικό του οικονομικό πρόγραμμα στην εκπομπή «Hardball with Chris Matthews» στο δίκτυο συνεχούς ενημέρωσης MSNBC, αντίπαλο του CNN και του Fox News. Εν ονόματι των «μικρών πραγμάτων» που ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αναθερμάνει την οικονομία, ο κ. Ριτζ συνιστούσε μείωση φόρων και πιο γενναία δάνεια στις μικρές επιχειρήσεις. Κατόπιν επέμεινε σε μια ακόμη πιο πρωτότυπη πρόταση: ο πρόεδρος «να πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ» τα οικολογικά μέτρα του και να κατασκευάσει «εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας». Συνδυασμένο με την εξόρυξη άνθρακα και την άντληση φυσικού αερίου, ένα πρόγραμμα τόσο «καινοτόμο» αναμφίβολα θα ωφελούσε «την απασχόληση και τις εξαγωγές».
Καθώς πρόσφερε αυτές τις καλές συμβουλές, ο πρώην κυβερνήτης διέθετε το παρουσιαστικό ενός αμερόληπτου σχολιαστή. Εκείνο όμως που αγνοούσαν οι τηλεθεατές -λάθος του παρουσιαστή, ο οποίος θα έπρεπε να τους έχει προειδοποιήσει- είναι πως ο κ. Ριτζ είχε αποκομίσει 530.659 δολάρια με την ιδιότητά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Exelon, της πιο σημαντικής εταιρείας παραγωγής πυρηνικής ενέργειας της χώρας.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, στο ίδιο κανάλι, ο απόστρατος στρατηγός Μπάρι ΜακΚάφρεΐ, «στρατιωτικός σύμβουλος του NBC», τόνιζε εμφατικά πως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν απαιτούσε «μια επιπρόσθετη προσπάθεια τριών έως δέκα χρόνων», όπως και «πολλά χρήματα». Και εκεί, επίσης, ο τηλεθεατής δεν είχε ενημερωθεί πως ο εμπειρογνώμονας στην πραγματικότητα ανήκε στην DynCorp, μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες της χώρας, η οποία του είχε καταβάλει 182.309 δολάρια μόνο για το 2009. Τη στιγμή που ο στρατηγός συνηγορούσε υπέρ της παράτασης του πολέμου, ο εργοδότης του είχε μόλις κερδίσει ένα κολοσσιαίο συμβόλαιο υποστήριξης των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων στο Αφγανιστάν, διάρκειας πέντε ετών και με συνολική αξία που υπολογίζεται στα 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι προμηθευτές
Μέσα σε διάστημα μιας ώρας, δύο «ειδικοί» εμπλεγμένοι σε κατάφωρη σύγκρουση συμφερόντων ήταν καλεσμένοι στο MSNBC. Σύμπτωση; Οχι ακριβώς. Το 2003, το εβδομαδιαίο περιοδικό «The Nation» είχε ήδη αποκαλύψει τους στενούς δεσμούς που ενώνουν τον στρατηγό ΜακΚάφρεϊ με προμηθευτές του στρατού, στους οποίους εξασφαλίζει διαφήμιση σε πολλά καλωδιακά δίκτυα. Το 2008, ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μπάρστοου δημοσίευσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» μια σειρά άρθρων η οποία βραβεύθηκε με Πούλιτζερ, όπου καταδείκνυε πώς το Πεντάγωνο χρησιμοποιεί τους αξιωματικούς του για να πουν τον καλό τους λόγο στην τηλεόραση. Το 2009, κάποιοι μπλόγκερ αποδείκνυαν πως ο κ. Ρίτσαρντ Γουλφ, παλαιός δημοσιογράφος του «Newsweek», που στρατολογήθηκε από την εκπομπή του MSNBC «Countdown with Keith Olbermann», παράλληλα εργαζόταν για μια εταιρεία δημόσιων σχέσεων ειδική στις «στρατηγικές επικοινωνίας των επιχειρήσεων».
Η έρευνα επαληθεύει πως παρόμοιες συγκρούσεις συμφερόντων είναι κοινός τόπος σε έναν κόσμο των μίντια όλο και πιο διαπερατό από τις επιθέσεις των επιχειρηματικών κύκλων. Από το 2007, τουλάχιστον εβδομήντα πέντε λομπίστες, εκπρόσωποι ή ιθύνοντες επιχειρήσεων -αμειβόμενοι για να προασπίσουν την εικόνα καθώς και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των εργοδοτών τους- εναλλάσσονται στα δίκτυα MSNBC, Fox News, CNN, CNBC και Fox Business Network, χωρίς ποτέ να μνημονεύονται στον αέρα οι προσοδοφόρες δραστηριότητές τους. Συχνά γυρνούν εκ περιτροπής σε πολλά κανάλια ταυτόχρονα, κάνοντας συνολικά δεκάδες -ακόμη και εκατοντάδες- εμφανίσεις στα πλέον σημαντικά ΜΜΕ των ΗΠΑ.
Σε αυτούς τους εκπροσώπους τύπου των πολυεθνικών, η από τηλεοράσεως καθιέρωση επιτρέπει όχι μόνο να αγγίξουν ένα ευρύτατο κοινό, αλλά επίσης και να τραβήξουν την προσοχή και την εύνοια των πολιτικών υπευθύνων, τόσο Δημοκρατικών όσο και Ρεπουμπλικανών. Οσο για τα καλωδιακά δίκτυα, που ανησυχούν πώς να γεμίσουν τον τηλεοπτικό χρόνο τους και να μη δυσαρεστήσουν τις ελίτ, μετά προθυμίας εξευτελίζουν τον ίδιο τους τον δεοντολογικό κώδικα.
Προφανώς, τα φερέφωνα της εργοδοσίας πάντοτε ήταν λαίμαργα με τα μικρόφωνα. Ομως η έναρξη λειτουργίας του Fox News και του MSNBC το 1996 όρισε το πλαίσιο στο οποίο έκτοτε ευδοκιμούν. Αφότου ο κρουνός των «πολιτικών αναλύσεων» είναι ανοιχτός είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, οι εμπειρογνώμονες-μισθοφόροι του ιδιωτικού τομέα πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό στα καλωδιακά κανάλια. Για να πεισθούμε, αρκεί να εξετάσουμε τις σχετικές με την οικονομική κρίση και τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας τηλεοπτικές εμφανίσεις τους, δύο ζητήματα που συζητήθηκαν ευρύτατα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.
Στα τέλη του 2008, ενώ ένα κύμα οικονομικής ύφεσης βυθίζει τη χώρα και η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δεσμεύσει δισεκατομμύρια προκειμένου να κρατήσει όρθιες τις τράπεζες, μια ορδή από λομπίστες και υπεύθυνους επικοινωνίας, μασκαρεμένοι σε αμερόληπτους σχολιαστές, καταλαμβάνει δι' εφόδου τη μικρή οθόνη. Ανάμεσά τους ο κ. Μπέρναρντ Γουίτμαν, πρόεδρος της Whitman Insight Strategies. Η εταιρεία αυτή προσφέρει στους πελάτες της υπηρεσίες ως «οδηγός για αποτελεσματικό λόμπινγκ και στοχευμένες καμπάνιες επικοινωνίας και πληροφόρησης σύμφωνα με τους δοθέντες στόχους». Η πελατεία της περιλαμβάνει γραφεία λόμπι και δημόσιων σχέσεων όπως οι Ogilvy & Mather, οι οποίοι με τη σειρά τους συμμορφώνονται στις εντολές πολυάριθμων πολυεθνικών, ειδικότερα με σκοπό να κατευθύνουν την ομοσπονδιακή πολιτική. Ωστόσο, κάθε φορά που ο κ. Γουίτμαν, βετεράνος της εποχής Κλίντον, εκφράζει τις απόψεις του στην τηλεόραση, το κάνει ως ειδικευμένος συγγραφέας, μολονότι τα δημοσιευμένα έργα του χρονολογούνται από δέκα χρόνια και πάνω.
Σύμφωνα με τη σελίδα της στο Διαδίκτυο, η Whitman Insight Strategies βοηθάει τον ασφαλιστικό γίγαντα American Insurance Group (AIG) «να αναπτύξει, να ελέγξει, να προωθήσει και να βελτιώσει το εμπορικό σήμα της στο ευρύ κοινό» καθώς και «να προσαρμοστεί στις εξελίξεις της αγοράς». Η εταιρεία ανέβασε στο YouTube καμιά εκατοστή βίντεο, υπενθυμίζοντας τις καλύτερες τηλεοπτικές εμφανίσεις του αφεντικού της. Η παρακολούθησή τους επιβεβαιώνει πως ο κ. Γουίτμαν δίνεται ολόψυχα στην υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών του. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, καλεσμένος στο Fox News για να ανταπαντήσει στη Σάρα Πάλιν, επιτίθεται φαρμακερά στον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Τζον ΜακΚέιν, κατηγορώντας τον ως ένοχο επειδή ήθελε «να εγκαταλείψει την AIG στην τύχη της» και άρα επειδή «δεν καταλαβαίνει τίποτα για τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία».
Τα μπόνους της AIG
Ο Γουίτμαν επανέρχεται στο Fox News στις 25 Μαρτίου 2009, αυτή τη φορά με την ευκαιρία του σκανδάλου των μπόνους της AIG: η ασφαλιστική εταιρεία πρόσφερε πριμ 450 εκατομμυρίων δολαρίων στους ιθύνοντές της, παρ' όλο που μόλις είχε καταφέρει να διασωθεί από το ναυάγιο χάρη στους αμερικανούς φορολογούμενους. Η όντως λεπτή αποστολή του σχολιαστή συνίσταται στην εμφύσηση λίγης λογικής στα πνεύματα που έχουν αρχίσει να εξάπτονται. «Ο αμερικανικός λαός είναι οργισμένος, είναι κατανοητό» παραδέχεται. Ομως, «από τη στιγμή που ειπώθηκε αυτό, πρέπει να ξεπεράσουμε τις αντιδράσεις οργής, απογοήτευσης και υστερίας και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους κανόνες της οικονομίας». Σε κανένα σημείο δεν διευκρινίστηκε πως ο κ. Γουίτμαν δουλεύει για λογαριασμό της AIG.
Ανάμεσα στους υπηρέτες της εταιρείας φιγουράρει και κάποιος Ρον Κρίστι. Από το 2006 έως τον Σεπτέμβριο του 2008, ενώ εργαζόταν για την DC Navigators (σήμερα Navigators Global), μια εταιρεία συμβούλων μάνατζμεντ και δημόσιων σχέσεων που πρόσκειται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο κ. Κρίστι καταχωρίστηκε ως λομπίστας για την AIG. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε 590.000 δολάρια στην DC Navigators. Ισχυροποιημένος από αυτή την επιτυχία, ο Κρίστι έκτοτε δημιούργησε το δικό του γραφείο συμβούλων.
Αρα, δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη που τον ξαναβρίσκουμε, στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, στην εκπομπή «Hardball» του MSNBC. Ο παρουσιαστής κ. Κρις Μάθιους συστήνει τον κ. Κρίστι ως «Ρεπουμπλικανό αναλυτή». Κατόπιν, θυμίζοντας με ειρωνικό ύφος τη συνέντευξη τύπου που μόλις είχε δώσει ο πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους σχετικά με την οικονομική κρίση, διακόπτεται από τον καλεσμένο του: ο κ. Μπους «είχε δίκιο να προσφύγει σε έναν πρώην της Goldman-Sachs, έναν πολύ ευφυή άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη λειτουργία των αγορών και της ρευστότητας». Ο κ. Κρίστι αναφερόταν στον Χένρι Πόλσον, υπουργό Οικονομικών επί διακυβέρνησης Μπους και πρώην πρόεδρο και γενικό διευθυντή της Goldman-Sachs, που μόλις είχε παίξει έναν ρόλο-κλειδί στο σχέδιο διάσωσης της AIG, της οποίας η πτώχευση θα συνεπαγόταν εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την Goldman-Sachs (1). Η είσοδος του κ. Πόλσον στην κυβέρνηση «δεν είναι πολιτικό κόλπο», επιχειρηματολογεί ο λομπίστας της ασφαλιστικής εταιρείας: ο πρόεδρος «απλώς επέλεξε το καλύτερο πρόσωπο για να διαχειριστεί την κρίση».
Ομως η AIG είχε υιοθετηθεί από παράγοντες με ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στους πολιτικούς κύκλους. Στα τέλη του 2008, λίγο αφού είχε καταβροχθίσει μια πρώτη φουρνιά δημόσιων κεφαλαίων, η ασφαλιστική εταιρεία εμπιστεύεται τη «διαχείριση ευαίσθητων ζητημάτων» στην Burson-Marsteller, το πιο περιζήτητο γραφείο δημόσιων σχέσεων, το οποίο, τον Απρίλιο του 2009, με τη σειρά του καλεί την πρώην εκπρόσωπο τύπου του Λευκού Οίκου επί διακυβέρνησης Τζορτζ Γ. Μπους, κ. Ντάνα Περίνο. Εναν μήνα αργότερα, η θαμώνας αυτή των τηλεοπτικών πλατό ενώνεται με την ομάδα του Fox News, όπου θα αφιερωθεί σε πραγματικά «ευαίσθητα» ζητήματα.
Ετσι, τον Ιούλιο του 2009, η κ. Περίνο ενθρονίζεται στο πλατό του «Money for Breakfast», της πρωινής εκπομπής του Fox Business Network. Ο παρουσιαστής υπενθυμίζει σύντομα τη συνεργασία της με το γραφείο Burson-Marsteller, παραλείπει όμως να αναφέρει τους δεσμούς της με την AIG. Οταν ένας καλεσμένος υποστηρίζει πως ο ασφαλιστικός γίγαντας ήταν το αντικείμενο μιας «περιορισμένης κανονιστικής ρύθμισης» πριν από την κρίση, η κ. Περίνο δράττεται αμέσως της ευκαιρίας: η βούληση που επιδεικνύει η παρούσα κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποκαλύπτει «την τάση της Ουάσιγκτον να αντιδρά υπερβολικά στην κρίση». Ομως, όταν ο Γκάρι Κάλμαν, της ένωσης καταναλωτών «U.S. PIRG», παρατηρεί πως οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί στην πραγματικότητα έχουν οπισθοδρομήσει εδώ και δεκαετίες, η σχολιάστρια αγανακτεί: «Δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί επιχειρηματίες που να συμμερίζονται αυτή την άποψη (2)».
Η σύγχυση των ορίων μεταξύ δημοσιογραφίας και λόμπι εκδηλώθηκε ξανά με τη δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας. Ο κ. Τέρι Χολτ, ένας από τους εκπροσώπους τύπου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και του κ. Τζον Μπέινερ, προέδρου της ρεπουμπλικανικής ομάδας της Βουλής των Αντιπροσώπων, διακρίνεται από το 2003 ως εκπρόσωπος της ομάδας ασφαλιστικών εταιρειών υγείας America's Health Insurance Plans (ΑΗΙΡ). Οταν το 2007 ιδρύει το γραφείο επικοινωνίας και λόμπινγκ HDMK μαζί με τρία ακόμη στελέχη των Ρεπουμπλικανών, η ΑΗΙΡ φυσικά συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους του πελάτες.
Στις 5 Μαρτίου 2009, ο κ. Χολτ εμφανίζεται στο πλατό του MSNBC. Απευθυνόμενος στον παρουσιαστή Ντέιβιντ Σούστερ, ο οποίος τον σύστησε απλώς ως «Ρεπουμπλικανό», ο εκπρόσωπος των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών κατηγορεί την κυβέρνηση Ομπάμα πως θέλει να «καταργήσει την κάλυψη του Medicare (3) σε κάπου έντεκα εκατομμύρια συνταξιούχους προκειμένου να βάλει μπροστά τη μεγάλη του μεταρρύθμιση της υγείας» -ένας τρόπος τουλάχιστον παραπλανητικός για να συνοψίσεις τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Επτά μήνες αργότερα, η ΑΗΙΡ λανσάρει στον τύπο πολλών αμερικανικών πολιτειών μια δηλητηριώδη καμπάνια, που περιέχει αυτό το μήνυμα: «Είναι σωστό να ζητάμε από δέκα εκατομμύρια ηλικιωμένους με κάλυψη Medicare να δώσουν περισσότερα από αυτά που παίρνουν;»
Ασφαλιστικές εταιρείες
Μέσα στο πλαίσιο της καμπάνιας αντι-Ομπάμα, ο κ. Χολτ εμφανίζεται πολλές φορές στο CNN, το οποίο, αφού μία φορά στις τόσες κακό δεν κάνει, μνημονεύει τους δεσμούς του με τις ασφαλιστικές εταιρείες -εκτός από τις 14 Σεπτεμβρίου 2009, κατά την εμφάνισή του στο τοκ-σόου «The Situation Room». Μερικές ημέρες αργότερα, το δίκτυο συνεχούς ενημέρωσης πέφτει πάνω σε ένα μίνι σκάνδαλο: ο μπλόγκερ Γκρεγκ Σάρτζεντ αποκαλύπτει πως ο πολιτικός αναλυτής Αλεξ Καστεγιάνος, τακτικότατος καλεσμένος στα πλατό του CNN, είχε ενεργό ανάμειξη στις καμπάνιες της ΑΗΙΡ στον τύπο, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που σκόπευε να τρομάξει «δέκα εκατομμύρια ηλικιωμένους». Ομως, κάθε φορά που καυτηρίαζε τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, ο Καστεγιάνος εμφανιζόταν στην οθόνη με τον τίτλο του «Ρεπουμπλικανού παρατηρητή».
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Χολτ ξεκαθαρίζει πως το CNN δεν παρέλειψε παρά μόνο μία φορά να αναφέρει τη σχέση του με την ΑΗΙΡ. Στη συνέχεια επικοινώνησε μαζί του ένας παραγωγός του καναλιού για να συζητήσει μαζί του τη δουλειά του στις ασφαλιστικές εταιρείες. Ο κ. Χολτ ορκίζεται με το χέρι στην καρδιά πως οι εμφανίσεις στα καλωδιακά δίκτυα «είναι πιο αποτελεσματικές αν συνοδεύονται από τη μέγιστη διαφάνεια». «Οταν απευθύνεσαι στο κοινό», υπογραμμίζει, «δικαιολογημένα πρέπει να γνωρίζει ποιος είσαι και από πού έρχεσαι. Θεωρώ καθήκον μου να γνωστοποιώ το προφίλ μου στα ΜΜΕ που με προσκαλούν και να τα αφήνω να κρίνουν μόνα τους».
Είναι αλήθεια πως οι «κριτές» σπανίως επιδεικνύουν μεγάλη αυστηρότητα. Αρκετοί Δημοκρατικοί λομπίστες έχουν επίσης εμφανιστεί στην τηλεόραση χωρίς την ελάχιστη αναφορά στην πελατεία τους, που αποτελείται από ασφαλιστικές εταιρείες ή φαρμακοβιομηχανίες. Δύο περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, δεδομένου του μείζονος ρόλου που έπαιξαν τα εν λόγω πρόσωπα στην αμερικανική πολιτική, οι κ.κ. Ρίτσαρντ Γκέπχαρντ και Τόμας Ντάσλι. Ο πρώτος προέδρευσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των Δημοκρατικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν υποψήφιος για το χρίσμα του κόμματός του κατά τις προεδρικές εκλογές του 1988 και ωφελήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του από την ενθουσιώδη στήριξη των συνδικάτων. Ο δεύτερος προήδρευσε στη Δημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα της Γερουσίας. Καθώς και ο ένας και ο άλλος είναι ταυτόχρονα πολύ γνωστοί στο κοινό και γενικώς συνδεδεμένοι με την αριστερή πτέρυγα του κόμματός τους, η επίδραση όποιας άποψης εκφράσουν μειώνεται δραματικά όταν αυτή τους οδηγεί στην υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, ο κ. Γκέπχαρντ φιγουράρει ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του «Morning Meeting» στο MSNBC. Χαρακτηρίζει «μη απαραίτητη» την ιδέα να δημιουργηθεί ένας δημόσιος ασφαλιστικός φορέας, την οποία υπερασπίζει με νύχια και με δόντια η πλειονότητα των εκλεγμένων Δημοκρατικών εκπροσώπων. Ο παρουσιαστής είναι τυπικός μαζί του: ο αντιτιθέμενος στη μεταρρύθμιση εκφράζει άποψη ως πρώην μέλος του Κογκρέσου, μάρτυρας της παραίτησης του κ. Γουίλιαμ Κλίντον από την προσπάθεια να επιβάλει ένα παρόμοιο πρόγραμμα το 1993. Ούτε λέξη για τα καθήκοντά του ως συμβούλου σε ασφαλιστικές εταιρείες και φαρμακευτικά εργαστήρια, τα οποία ασκεί μέσω της δικής του επιχείρησης Gephardt Government Affairs. Ούτε και καμία μνεία για τη δουλειά του ως λομπίστα για λογαριασμό του ομίλου NBC Universal.
Ο γερουσιαστής
Ο κ. Ντάσλι με τη σειρά του κάνει τρεις απανωτές τηλεοπτικές εμφανίσεις μέσα σε τέσσερις μήνες, όλες αφιερωμένες στη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας -στις 12 Μαΐου και στις 2 Ιουλίου 2009 στο MSNBC και στις 16 Αυγούστου στο NBC, στην εκπομπή «Meet the Press». Σε κάθε περίπτωση, ο πρώην γερουσιαστής των Δημοκρατικών επιτίθεται με μανία στη μεταρρύθμιση χωρίς το κοινό να είναι ενήμερο για τούτη τη μικρή λεπτομέρεια: είναι υπάλληλος της Alston & Bird, μιας εταιρείας που κάνει λόμπι για λογαριασμό του ασφαλιστικού ομίλου United Health Group. Επρεπε να περιμένουμε την 8η Δεκεμβρίου 2009, ημέρα της πρόσκλησής του στο «Dr Nancy» του MSNBC, ώστε ο κ. Ντάσλι -μετά από άπειρες προφυλάξεις- να έρθει αντιμέτωπος με τη διπλή ιδιότητά του ως πολιτικού και λομπίστα. «Φυσικά και είμαι ευαίσθητος για τον τρόπο με τον οποίο με αντιλαμβάνεστε, γι' αυτό λοιπόν θα είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός» διακηρύσσει. Η προσοχή του θα ήταν μικρής διάρκειας: έναν μήνα αργότερα, δίνοντας ακόμη μία φορά συνέντευξη στο ίδιο κανάλι, ο πρώην εκπρόσωπος της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία μπορεί να κακολογήσει όσο νομίζει τη μεταρρύθμιση χωρίς να διακινδυνεύει την παραμικρή αδιακρισία περί των παρόντων καθηκόντων του.
Ασφαλώς, οι ύβρεις ενός Τόμας Ντάσλι δεν εξηγούν από μόνες τους τα μαρτύρια στα οποία υποβλήθηκε η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας πριν καν αυτή υιοθετηθεί, με τον ίδιο τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε αποκλειστικά σε μια Ντάνα Περίνο το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το σχέδιο δημιουργίας μιας Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Χρηματοπιστωτικής Προστασίας του Καταναλωτή (4). Υπολείπονται δεκάδες πανταχού παρόντες, μη αναγνωρίσιμοι λομπίστες, οι οποίοι δύσκολα αφήνουν ανεπηρέαστους δημοσιογράφους και ευρύ κοινό.
Οπως υπογραμμίζει η ανθρωπολόγος Τζανίν Γουέντελ, συγγραφέας του βιβλίου Shadow Elite («Η σκιώδης ελίτ»), «όταν μια πλειάδα προκρίτων των μέσων δίνει απανωτά χτυπήματα με την ίδια δημηγορία την ίδια στιγμή, αυτό παράγει μια σωρευτική επίδραση που ωθεί την κοινή γνώμη να συνταχθεί με τη δική τους ατζέντα (5)».
Μικρή σημασία έχουν όμως η συχνότητα και η ευφυΐα με τις οποίες οι εκπρόσωποι τύπου εκμεταλλεύονται την τηλεόραση προς όφελος των εργοδοτών τους: εν τέλει, δεν είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική των δικτύων στα οποία συνωθούνται. Οι περισσότεροι άλλωστε δεν κρύβουν την εξάρτησή τους από τις πολυεθνικές.
Σύγχυση ορίων
Αρα η ευθύνη για αυτή τη σύγχυση των ορίων πέφτει στους ώμους των εκπομπών που καλούν λομπίστες χωρίς να τους συστήνουν ως τέτοιους. Ο κ. Ααρον Μπράουν, εκδιωχθείς το 2005 από το CNN όπου παρουσίαζε επί τέσσερα χρόνια το «News Night», σήμερα διδάσκει δημοσιογραφία στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Αριζόνας. Στα δικά του μάτια, οι συγκρούσεις συμφερόντων απορρέουν όχι εξαιτίας μιας εσκεμμένης πρόθεσης των παραγωγών, αλλά εκ των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι τελευταίοι εξασκούν το επάγγελμά τους. «Οι βοηθοί παραγωγής είναι συχνά νέοι άνθρωποι, ελάχιστα δοκιμασμένοι στη δουλειά, οι οποίοι υπόκεινται σε κάθε είδους πιέσεις» λέει. «Αμελούν να ενημερωθούν σωστά για τους καλεσμένους τους».
Για τον κ. Μπράουν, η ανεκτικότητα αυτή απεικονίζει μια γενικότερη μάστιγα, χαρακτηριστική της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας: τη μανία να βασίζεται στους «ειδικούς» και στους σχολιαστές για να γεμίζει με ελάχιστο κόστος ο τηλεοπτικός χρόνος της πληροφόρησης. «Κάτι τέτοιο κοστίζει πολύ λιγότερο από την αποστολή ενός ανταποκριτή στο Αφγανιστάν», παρατηρεί. «Δεν έχουμε όμως να κάνουμε με μια ετοιμοθάνατη εφημερίδα που αναζητεί φτηνά δημοσιογραφικά υποκατάστατα. Τα δίκτυα για τα οποία μιλάμε είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις οι οποίες φέρνουν πολύ χρήμα στις πολυεθνικές που τα γέννησαν».
Μια εξέλιξη μοιάζει ωστόσο να σχεδιάζεται εδώ και μερικούς μήνες. Το CNN αρχίζει να προσδιορίζει την ταυτότητα των βιομηχανιών που έχουν σχέση με μερικούς από τους αναλυτές του. Από την πλευρά του, το Fox News εδώ και καιρό προσδιορίζει τις εταιρείες λόμπι ή δημόσιων σχέσεων κάποιων καλεσμένων του -αν και όχι όλων- παρ' όλο που δεν πληροφορεί τους τηλεθεατές τι είδους πελάτες εκπροσωπούν οι εταιρείες αυτές (6).
Μένει η περίπτωση του MSNBC, του πιο φιλόξενου καλωδιακού δικτύου απέναντι στα φερέφωνα των πολυεθνικών. Τον Ιανουάριο του 2010, σε επικοινωνία μας, η διοίκησή του διακήρυσσε με κάθε τρόπο την απόφασή της να ρυθμίσει το πρόβλημα. Ο διαμεσολαβητής του NBC News κ. Ντέιβιντ ΜακΚόρμικ, «υπεύθυνος δεοντολογίας» και για το MSNBC -τα δύο δίκτυα ανήκουν στον ίδιο όμιλο και συμμορφώνονται με τον ίδιο κώδικα δεοντολογίας- μας διαβεβαίωσε πως τα ζητήματα σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων τον απασχολούν επί μακρόν. Το δίκτυο δεσμεύεται, λέει, να έρθει σε επαφή με τους τακτικούς καλεσμένους του προκειμένου να τους ενημερώσει για τους κανόνες διαφάνειάς του, παρά το γεγονός ότι «η εμπιστοσύνη είναι ένα στοιχείο-κλειδί του συστήματός μας» και ότι είναι στην ευθύνη των ίδιων των προσκεκλημένων «να μας γνωρίζουν τα ενδεχόμενα συγκρουόμενα συμφέροντά τους». «Εδώ και χρόνια», προσθέτει, «επαναλαμβάνουμε στους συνεργάτες μας πόσο σημαντική είναι η διαφάνεια και πως δεν πρέπει να κρύβουμε τίποτε από το κοινό σχετικά με το προφίλ των προσκεκλημένων μας, είτε αυτοί είναι τακτικοί συνεργάτες είτε μη αμειβόμενοι ειδικοί. Εχουμε καταφέρει να είμαστε άμεμπτοι μέχρι εδώ; Οχι».
Στην πραγματικότητα, είναι πάνω από δέκα χρόνια που το δίκτυο ισχυρίζεται πως ασχολείται με το πρόβλημα. Ηδη τον Οκτώβριο του 1998, ο εσωτερικός κανονισμός του NBC αφιέρωνε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην πλαισίωση του προγράμματος από «καλεσμένους/αναλυτές/ειδήμονες/συνηγόρους». Απόσπασμα: «Είναι επιτακτική ανάγκη οι τηλεθεατές να αντιλαμβάνονται την προοπτική μέσα από την οποία τοποθετούνται οι καλεσμένοι (...) που εμφανίζονται στα προγράμματά μας. (...) Το κοινό μας πρέπει να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα σχετικά με το αντικείμενο που διαπραγματευόμαστε. Δεν αρκεί να λέμε "Κύριος Δείνα, του ιδρύματος ΧΨ". (...) Ομοίως, δεν αρκεί να υποδεικνύουμε "Κυρία Δείνα, σύμβουλος του NBC". (...) Η ταυτότητα μπορεί να δηλώνεται προφορικά ή οπτικά, πάντοτε όμως με ξεκάθαρο τρόπο».
Προφανώς, η επιτακτική ανάγκη για «ξεκάθαρο τρόπο» δεν είναι ασύμβατη με την έγνοια για διακριτικότητα. Αν και ο κ. ΜακΚόρμικ αναγνωρίζει πως τα οικονομικά συμφέροντα «ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα ιδεολογικά και τα πολιτικά συμφέροντα», εκτιμά πως ο εκτοπισμός των βιογραφικών σημειωμάτων των καλεσμένων στην ιντερνετική σελίδα του τηλεοπτικού δικτύου αρκεί για να απομακρύνει κάθε κίνδυνο σύγχυσης.
Διαμεσολαβητής
Στις 22 Ιανουαρίου, μερικές ημέρες μετά τη συνάντησή μας με τον διαμεσολαβητή, το MSNBC επιδείκνυε ακόμη μία φορά πόσο σοβαρά έπαιρνε υπ' όψη τη «διαφάνεια». Καλεσμένος στην εκπομπή «Morning Joe» για να επικρίνει έντονα τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, κάποιος Μαρκ Πεν παρουσιάστηκε ως «στρατηγικός σύμβουλος των Δημοκρατικών» και «πρώην υπεύθυνος δημοσκοπήσεων επί προεδρίας Κλίντον». Ούτε μία λέξη που θα επισήμαινε πως ο ικανότατος αυτός άνθρωπος είναι επίσης πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Burson-Marsteller, ενός από τα μεγαλύτερα γραφεία λόμπι της χώρας, το οποίο διαθέτει ένα ολόκληρο τμήμα αφιερωμένο σε ζητήματα υγείας, προκειμένου να επιτρέπει σε φαρμακευτικούς γίγαντες όπως η Pfizer ή η Eli Lilly «να εγκαθιδρύσουν και να συντηρήσουν μια ευνοϊκή εικόνα η οποία αποφέρει θετικά επιχειρηματικά αποτελέσματα».
Εν τέλει, όλα συμβαίνουν λες και το ιερατείο των λόμπι συνιστά ένα φαινόμενο βεβαιότατα ατυχές, πλην όμως αναπόφευκτο, μια παράπλευρη απώλεια ενός πολιτικού και μιντιακού συστήματος όπου τα σύνορα μεταξύ δημόσιου συμφέροντος και ιδιωτικών συμφερόντων δεν έχουν πλέον λόγο να υφίστανται. Χωρίς ίχνος αμφιβολίας, οι πιέσεις που ασκούνται στα δίκτυα ώστε να θέσουν ένα τέλος σε αυτό το θόλωμα των ορίων δεν επέφεραν αξιοσημείωτες αλλαγές. «Προκαλεί κατάπληξη όταν βλέπεις πως ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα δεν τραβά την προσοχή εκείνων τους οποίους αφορά πρωτίστως· είναι σαν να έχεις να κάνεις με μια μαύρη τρύπα» εκφράζει τη λύπη του ο κ. Αντι Σοτς, πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας της Ενωσης Επαγγελματιών Δημοσιογράφων.
Ετσι κι αλλιώς, οι συγκρούσεις συμφερόντων δεν αντιπροσωπεύουν παρά την ορατή πλευρά του προβλήματος. Ο κ. Τζέι Ρόζεν, κριτικός των ΜΜΕ και καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναρωτιέται: «Εννοείται πως είμαι υπέρ της μεγαλύτερης διαφάνειας. Πριν απ' όλα όμως, ποιος ο λόγος να βρίσκονται στην τηλεόραση αυτοί οι άνθρωποι; Μπορούν να χειραγωγήσουν ανά πάσα στιγμή τις απόψεις σε οποιοδήποτε θέμα θελήσουν».
(1) Την ίδια στιγμή, ο κ. Πόλσον επέλεγε να μην διασώσει τις ενταγμένες στη Wall Street εταιρείες Bear Stearns και Merril Lynch, κυριότερες ανταγωνίστριες της AIG.
(2) Ο συντάκτης του άρθρου επικοινώνησε με τους Μπέρναρντ Γουίτμαν, Ρον Κρίστι και Ντάνα Περίνο, αλλά αρνήθηκαν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο.
(3) (Στμ).: Σύστημα δημόσιας ασφάλισης που απευθύνεται στους άνευ άλλων ασφαλιστικών πόρων ηλικιωμένους.
(4) (Στε): Η δημιουργία αυτής της υπηρεσίας περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο για την ευρύτερη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο τον περασμένο Ιούλιο.R
(5) Janine R. Wedel, «Shadow Elite: How the World's New Power Brokers Undermine Democracy, Government and the Free Market» («Η σκιώδης ελίτ: Πώς οι καινούριοι ισχυροί της εξουσίας υπονομεύουν τη δημοκρατία, την κυβέρνηση και την ελεύθερη αγορά»), Basic Books, Νέα Υόρκη, 2009.
(6) Ο συντάκτης του άρθρου ήρθε σε επαφή με το CNN και το Fox News, αλλά δεν απάντησαν στις ερωτήσεις του.
* Δημοσιογράφος. Μια εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο αμερικανικό περιοδικό «The Nation» της Νέας Υόρκης την 1η Μαρτίου 2010.
ENET.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε