Τυχαία προβολή

6/random/ticker-posts

Τσιτσολίνα και Άργος – Το χρονικό μιας ανεπιθύμητης φιλίας

Τσιτσολίνα και Άργος – Το χρονικό μιας ανεπιθύμητης φιλίας

(Λογοτεχνικό αφήγημα)

Στο σπίτι όπου οι ώρες κυλούσαν με τον ρυθμό των γλαστρών που μεγαλώνουν αθόρυβα και ησυχία, επικρατούσε μια εύθραυστη ειρήνη. Μια ειρήνη που κρατούσε όσο κρατάει η σιωπή ανάμεσα σε δύο ασύμβατους κόσμους: της γάτας και του σκύλου.

Η Τσιτσολίνα, θηλυκή γάτα με βλέμμα βασίλισσας, τρίχωμα σαν καπνός του

λιβανιού και πατούσες ελαφρές σαν τη σκέψη πριν ξυπνήσει, είχε εγκαθιδρύσει την εξουσία της στο σπίτι. Ήταν παρούσα χωρίς να προσφέρεται, θεατή των πάντων αλλά αόρατη στο άγγιγμα. Μιλούσε με τα μάτια της, όχι για να επικοινωνήσει, μα για να υπενθυμίσει πως δεν έχει ανάγκη τίποτε και κανέναν. Ο διάδρομος, ειδικά εκείνο το κομμάτι που φωτιζόταν το απόγευμα απ’ το λοξό φως, ήταν το παλάτι της.

Ο Άργος ήρθε αργότερα. Σκύλος μεγαλόσωμος, αθώος, με το βλέμμα εκείνου που πιστεύει ότι κάθε πλάσμα πάνω στη γη θέλει να τον αγαπήσει. Η ουρά του ήταν σημαία διαρκούς ενθουσιασμού, τα αυτιά του ραντάρ συναισθημάτων, και η καρδιά του ανοιχτή σαν ηλιοτρόπιο σε καλοκαιρινή καταιγίδα. Σαν πρωτομπήκε στο σπίτι, έσπευσε να καταγράψει με τη μύτη του τους χάρτες της επικράτειας, μα όταν έφτασε στην καρδιά του διαδρόμου, συνάντησε το βλέμμα της Τσιτσολίνας.

Δεν χρειάστηκε φωνή. Η στάση της αρκούσε. Ίσια πλάτη, σφιγμένα μουστάκια, βλέμμα που μπορούσε να αναστήσει και να καταστρέψει στο ίδιο λεπτό. Ο Άργος πάγωσε. Το ένα βήμα έγινε μισό, το μισό δισταγμός, ο δισταγμός υποχώρηση. Από τότε ήξερε: η Τσιτσολίνα ήταν κάτι ανάμεσα σε ιερό άγαλμα και επικίνδυνη πυριτιδαποθήκη.

Κι όμως, οι μέρες περνούσαν και κάτι άλλαζε. Όχι φανερά. Όχι σαν άνοιξη που ξεσπά. Μα σαν την αργή, υπόγεια απόψυξη μιας σφιγμένης καρδιάς. Η Τσιτσολίνα δεν έφευγε πια κάθε φορά που τον άκουγε. Στεκόταν, συχνά χωρίς να τον κοιτά. Ή μάλλον, τον παρατηρούσε αδιάφορα,  η ανώτερη μορφή προσοχής.

Ένα δειλινό του Ιουνίου, εκείνο το φως που κάνει τα πάντα να μοιάζουν με ανάμνηση από το μέλλον, έριχνε στο διάδρομο τα μαλακά του σεντόνια. Η Τσιτσολίνα στεκόταν στη θέση της, ακίνητη σαν πέτρινη θεά με τα φώτα του ηλίου για φωτοστέφανο. Ο Άργος μπήκε, πιο ήσυχα από κάθε άλλη φορά, λες και κάτι τον τραβούσε πέρα από τον ενθουσιασμό του. Ίσως η ελπίδα ότι αυτό το βλέμμα σήμερα θα γίνει λίγο πιο ανθρώπινο, ή, τέλος πάντων, λίγο πιο σκυλίσιο.

Την πλησίασε. Πρώτο βήμα. Η Τσιτσολίνα δεν κινήθηκε. Δεύτερο. Ήταν πια στα μισά του δρόμου, ούτε κοντά, ούτε μακριά. Η Τσιτσολίνα δεν έκανε τίποτα. Αυτό ακριβώς έκανε ο Άργος να νομίσει πως όλα είναι δυνατά.

Κι άρχισε το θέατρο.

Κωλοτούμπες, στροφές, παρακλήσεις. Το πάτωμα γέμισε με σώμα σκυλίσιο, που λυγιζόταν σαν ιτιά στον άνεμο. Έβγαζε μικρούς ήχους, βρυχηθμούς της λαχτάρας του. Όχι επιθετικοί· ήχοι που παρακαλούσαν, που έλεγαν: «Παίξε μαζί μου, μόνο λίγο. Μη με κοιτάς έτσι. Δεν θέλω τίποτα, μόνο ένα γουργούρισμα αναγνώρισης».

Η Τσιτσολίνα παρέμενε σαν σκιά αμετάβλητη.

Ο Άργος, ενθαρρυμένος απ’ την έλλειψη φυγής, άρχισε να προχωρά πονηρά. Κάθε κυλιόμενη κίνηση τον έφερνε λίγο πιο κοντά. Το βλέμμα του έγινε πιο ικετευτικό, σχεδόν ερωτευμένο. Έμοιαζε σαν να ικέτευε τη Μούσα του για λίγη έμπνευση, λίγη ανταπόκριση στην παράδοσή του.

Και τότε… τότε έγινε το αναπόφευκτο.

Ήταν ένα ηχηρό, σύντομο, καθαρό «χρατς». Όχι με νύχια, με φωνή. Η κραυγή της Τσιτσολίνας, ένα μίγμα βρυχηθμού και καταγγελίας, ακούστηκε σαν καμπάνα του καθεδρικού της αξιοπρέπειας. Δεν φώναζε μόνο: επέβαλλε νόμο. Ήταν η φωνή που λέει «φτάνει», «αρκετά», «εδώ είναι τα σύνορα».

Ο Άργος μαζεύτηκε, έκανε ένα «ουιιι», ένα παράπονο βρεφικό, σχεδόν συγκινητικό. Ήταν η παραίτηση του καλλιτέχνη που απέτυχε να συγκινήσει το κοινό του. Ήταν η υπόσχεση πως θα προσπαθήσει ξανά, μα άλλη μέρα.

Κι εγώ, εγώ δεν άντεξα. Γέλασα. Με όλη την καρδιά, με όλη την κωμωδία που χωράει στο θέαμα ενός σκύλου γεμάτου τρυφερότητα και μιας γάτας γεμάτης άρνηση. Δεν υπήρχε ειρωνεία, μόνο το καθαρό γέλιο εκείνου που βλέπει το μεγαλείο του αβέβαιου μεταξύ των ειδών. Ήταν σαν να παρακολουθούσα αρχαίο θέατρο με δύο πρωταγωνιστές που ποτέ δεν θα μιλήσουν την ίδια γλώσσα,  κι όμως, κάτι βαθιά τους ενώνει: η ανάγκη για παρουσία, η επιθυμία να σχετιστούν, όσο αδύνατο κι αν είναι.

Από εκείνη τη μέρα, ο Άργος έμαθε να κρατά τις αποστάσεις του λίγο καλύτερα. Κι η Τσιτσολίνα; Ε, ίσως –ίσως λέω– να του πέταξε ένα βλέμμα μια φορά, που δεν ήταν τελείως αδιάφορο. Ίσως μια μέρα, όταν κανείς δεν θα βλέπει, να σηκώσει τη γλώσσα της και να τον γλείψει φευγαλέα στο μέτωπο. Κι εκείνος να καταλάβει πως άξιζε όλο το θέατρο του κόσμου για μια στιγμή σαν κι αυτή.Example Image 

🐾 Ποιος είναι ο Άργος;
Ο Άργος είναι ο τετράποδος σύντροφος πίστης, βλέμματος και σιωπής. Δεν γράφει, δεν μιλά — αλλά καταλαβαίνει. Δείτε όλες τις εμφανίσεις του στο blog, εδώ.
Υπογραφή 🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
μπορείς να κάνεις μια μικρή συνεισφορά μέσω Ko-fi.
Στήριξέ με στο Ko-fi

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια