ΑΛΛΑΓΗ ΚΩΔΙΚΑ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛλΑΔΑ - ΤΙ ΕΠΕΤΑΙ;
Ο Γιάννης Κολοβός θεωρείται από πολλούς ο πλέον τεκμηριωμένος αναλυτής σήμερα στην Ελλάδα για το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Με αφορμή την παρουσία του στις 2 Νοεμβρίου σε σχετικό συνέδριο στην Λάρνακα, όπου θα είναι μαζί με τον πρόεδρο του ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α. Σταύρο Καρκαλέτση εκ των εισηγητών, παρουσιάζεται η πλέον πρόσφατη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυσή του, σχετικά με την αλλαγή του κώδικα ιθαγένειας στην Ελλάδα και τις παρενέργειες που έπονται.
Η ψήφιση του νομοσχεδίου που μετέβαλλε τις παραμέτρους για την κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς και τα παιδιά τους αποτέλεσε μία νίκη των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού (είτε αριστερού, είτε φιλελεύθερου). Αυτό το παραδέχονται και οι ίδιοι. Για παράδειγμα ο Στρατής Μπουρνάζος γράφει στην «Αυγή» ότι στο εν λόγω νομοσχέδιο «αξιακά, πολιτικά, γνωστικά παίζαμε στο δικό μας γήπεδο» (1). Μία αντίστοιχη άποψη εκφράζει και ο Απόστολος Καψάλης ο οποίος τονίζει ότι «η κτήση της ιθαγένειας για τους μετανάστες της δεύτερης και φυσικά της τρίτης γενιάς είναι διαχρονικά ένα βασικό αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των συνιστωσών του μεταναστευτικού κινήματος διεθνώς» (2).
Ομοίως και ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεράσιμος Κουζέλης παραδέχεται ότι το εν λόγω νομοσχέδιο «αποτελεί προϊόν διαδικασιών που οφείλονται σε μία ιδιότυπη ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στο συγκεκριμένο πεδίο. Η Αριστερά, η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά, είναι εκείνη που καλλιέργησε το κλίμα, απαίτησε και αγωνίστηκε και τελικά επέβαλε τη θεματική και την κατεύθυνση των λύσεων» (3).
Οι αρνητικές συνέπειες της νέας νομοθεσίας έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται καθώς οι μετανάστες, παρά την οικονομική κρίση και την αυξανόμενη ανεργία σε κλάδους στους οποίους κυρίως απασχολούνται, παραμένουν στην χώρα μας προκειμένου να καρπωθούν τα δικαιώματα και τις διευκολύνσεις που απορρέουν από την απόκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας. Όπως παραδέχεται ο πρόεδρος του Συλλόγου Αλλοδαπών Μεταναστών Λάρισας Άγγελος Μήτσης «αυτή η εξέλιξη [η δυνατότητα ευκολότερης κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας] ουσιαστικά είναι που κρατά τους μετανάστες στην Ελλάδα. Έκαναν τόσα χρόνια υπομονή και δεν θέλουν να πάνε χαμένα…Η υπηκοότητα άλλωστε, θα μας δώσει το δικαίωμα και του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, κάτι που σημαίνει ότι θα αποκτήσουμε φωνή και υπόσταση, αρχής γενομένης από τις επικείμενες εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τον Νοέμβριο» (4).
Γινόμενος πιο συγκεκριμένος αναφορικά με το θέμα της συμμετοχής των μεταναστών στις προσεχείς Αυτοδιοικητικές εκλογές, ο Μήτσης χαρακτηρίζει ως «πολύ σημαντική την κυβερνητική απόφαση, καθώς όλα αυτά τα χρόνια οι δήμαρχοι δεν ασχολούνταν με τα προβλήματα των μεταναστών…Αποφασίσαμε να πάμε συντεταγμένα και οργανωμένα, όλοι οι μετανάστες σε εκείνον τον συνδυασμό που θα μας πείσει για τις πραγματικές του προθέσεις, για την αναβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου…[Τ]ους υποψηφίους στους δήμους θα τους στηρίξουμε με βάση τις δεσμεύσεις τους απέναντί μας» (5).
Είναι πολύ νωρίς για να γίνει κριτικός σχολιασμός της εφαρμογής της νέας νομοθεσίας περί ιθαγένειας καθώς θα πρέπει να δούμε τα πρώτα αποτελέσματά της και να κρίνουμε κατόπιν. Όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γραφόμενα σε πρόσφατο άρθρο (6) του Δημήτρη Χριστόπουλου, προέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου η οποία πρωτοστάτησε στην προώθηση των αλλαγών στην εν λόγω νομοθεσία. Στο άρθρο αυτό ο Χριστόπουλος παραδέχεται ότι «η πολιτογράφηση δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά δικαίωμα του ελληνικού κράτους το οποίο άπτεται του σκληρού πυρήνα των κυριαρχικών του αρμοδιοτήτων» (σελ. 24). Όμως, υπογραμμίζει ότι «η κανονιστική κρισιμότητα της μετάβασης από τις αποφάσεις στους κανόνες είναι μακροπρόθεσμα η πιο σημαντική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας με την πρόσφατη μεταρρύθμιση…[Τ]ο άλμα είναι όντως το συγκριτικά μεγαλύτερο από όλα τα αντίστοιχα που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (σελ. 22).
Σχολιάζοντας την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του νέου Κώδικα Ιθαγένειας («Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη Χώρα από τη γέννησή του…») ο Χριστόπουλος υπογραμμίζει ότι «η εισαγωγή της διάταξης αυτής αποτελεί μείζονα καινοτομία στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας εισάγοντας…την αυτόματη κτήση της ιθαγένειας για τη λεγόμενη ‘τρίτη γενιά’, τα παιδιά εκείνων των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα χωρίς οι ίδιοι να έχουν μπορέσει ή επιθυμήσει να γίνουν Έλληνες. Το αποτέλεσμα και η σκοπιμότητα της διάταξης είναι προφανής: τα παιδιά αυτά εξισώνονται απολύτως με τα παιδιά Ελλήνων, ακόμη και αν οι γονείς τους δεν το επιθυμούν» (σελ. 28-29).
Κατά τον Χριστόπουλο η παράγραφος 1 του άρθρου 1α («Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννησή του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης κατοικίας του, μέσα σε τρία έτη από τη γέννηση») είναι «[η] σημαντικότερη καινοτομία που εισάγει σε ό,τι αφορά τους τρόπους κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας ο νέος νόμος» (σελ. 31).
Πάντως, μία παρέκκλιση από την παραπάνω παράγραφο αποτελεί η παράγραφος 2 του άρθρου 24 η οποία ορίζει ότι «Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η νόμιμη διαμονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε συνεχή έτη». Άρα δηλαδή για την κτήση της ιθαγένειας από κάποια τέκνα αλλοδαπών πρέπει και οι δύο γονείς να ζουν νομίμως στην χώρα αλλά μόνον ο ένας εξ’ αυτών απαιτείται να έχει συμπληρώσει τα πέντε συνεχή έτη νομίμου διαμονής. Όπως σχολιάζει ο Χριστόπουλος, η παράγραφος αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα «ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που μπορούν την επαύριον της δημοσίευσης του νόμου να κάνουν χρήση προκειμένου να αποκτήσουν την ιθαγένεια να μεγαλώνει σημαντικά» (σελ. 34, σημείωση 43)
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σημεία του νόμου για τα οποία εκφράζει ενστάσεις ο Χριστόπουλος. Είναι λογικό να εικάσουμε ότι στα σημεία αυτά θα επικεντρωθεί η κριτική των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού και επί αυτών θα επιχειρηθούν να ασκηθούν πιέσεις ώστε να επέλθουν «βελτιώσεις» επί το φιλομεταναστευτικότερον! Τα σημεία αυτά είναι:
α) το ότι πρέπει και οι δύο αλλοδαποί γονείς να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην χώρα – άρα αποκλείονται τέκνα των οποίων ο ένας τουλάχιστον γονέας δεν διαμένει νομίμως
β) το ότι τα τέκνα αλλοδαπών που δεν έχουν γεννηθεί στην χώρα θα πρέπει να έχουν παρακολουθήσει επιτυχώς έξι τουλάχιστον σχολικές τάξεις - άρα αποκλείονται τέκνα που δεν έχουν επιτυχή παρακολούθηση αυτών των τάξεων
γ) το ότι τα τέκνα αλλοδαπών που δεν έχουν γεννηθεί στην χώρα θα πρέπει να έχουν φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα - άρα αποκλείονται τέκνα που έχουν φοιτήσει σε μη-ελληνικό σχολείο στην χώρα ή σε σχολεία των οποίων το πρόγραμμα δεν έχει εγκριθεί από το υπουργείο Παιδείας. Το σημείο αυτό χρήζει διευκρίνισης από το αρμόδιο υπουργείο
δ) τα 35 αδικήματα τα οποία αποτελούν απαράγραπτο κώλυμα για την αίτηση πολιτογράφησης (δείτε σχετικά άρθρο 2 παράγραφος 2 του νόμου)
ε) η ανάγκη προσκόμισης 3 συστατικών επιστολών Ελλήνων, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός παρεμπορίου τέτοιων επιστολών
στ) η ανάγκη της εκ μέρους των αλλοδαπών επαρκούς γνώσης της Ελληνικής γλώσσας, ομαλής ένταξης στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, εξοικείωσης με την Ελληνική Ιστορία και τον Ελληνικό Πολιτισμό, επαρκούς εξοικείωσης με τους θεσμούς του Πολιτεύματος και βασικής γνώσης της πολιτικής ιστορίας, ιδιαιτέρως της σύγχρονης (άρθρο 3, παράγραφος 1, εδάφια α, β και γ)
ζ) η δυνατότητα διεξαγωγής ειδικών δοκιμασιών (tests) για την διακρίβωση της συνδρομής των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, οι οποίες μπορούν να περιορίσουν τον αριθμό των πολιτογραφήσεων
Ειδικά το σημείο (στ) φαίνεται να προβληματίζει πολύ τον Χριστόπουλο καθώς υπογραμμίζει ότι «Το γεγονός πάντως ότι, με λεπτομέρεια καινοφανή για τα χρονικά της ελληνικής ιθαγένειας, προβλέπονται σε ένα νόμο τα ‘προς συνεκτίμηση στοιχεία’ μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει τον ερμηνευτή του νόμου – δημόσιο υπάλληλο ή δικαστή – στο να βρει το απαραίτητο έρεισμα στο γράμμα του νόμου και να απορρίψει εύκολα ένα αίτημα πολιτογράφησης, εφόσον γενικά δεν είναι θετικά διακείμενος απέναντι στην ιδέα ότι κάποιοι θέλουν και μπορούν να γίνουν Έλληνες» (σελ. 42-43).
Τι θα ακολουθήσει στο εγγύς μέλλον; Ο Μπουρνάζος επισημαίνει ότι «η ψήφιση του νομοσχεδίου που, όσο άτολμο κι αν είναι, συνιστά μερική έστω νίκη ενός πολύχρονου κινήματος θα διαμορφώσει μία σαφώς ευνοϊκότερη κατάσταση για τις επόμενες μάχες» (1). Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι μάχες; Σύμφωνα με τον Μπουρνάζο αυτές θα αφορούν «στο ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής εν όψει του επόμενου νομοσχεδίου» (1). Πιο καθαρή εικόνα των επόμενων επιδιώξεων των προωθητών του κοσμοπολιτισμού μας δίνει ο Καψάλης ο οποίος υπογραμμίζει ότι «οι όποιες ρυθμίσεις του κώδικα ιθαγένειας θα έπρεπε να συνοδεύονται από νομοθετικά κείμενα που θα νομιμοποιούν άπαξ και δια παντός το σύνολο των μόνιμα εγκατεστημένων μεταναστών με κριτήριο την πραγματική διαμονή στην χώρα και διαζευκτικά: α) τις κατά καιρούς προσπάθειες νομιμοποίησής τους και β) τους πραγματικούς δεσμούς με την χώρα διαμονής» (2).
Κάτι αντίστοιχο προτείνει και ο Κουζέλης ο οποίος θεωρεί ότι «η θετική στάση απέναντι στην τομή που επιφέρει η αρχή του νομοσχεδίου δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει (και επομένως να συνοδεύεται από) την ένταξη αυτών των ρυθμίσεων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταναστευτικής πολιτικής…η αιχμή της [οποίας] συνίσταται αυτή τη στιγμή στην νομιμοποίηση. Αν δεν υπάρξουν, άμεσα και σύντομα, πρωτοβουλίες οργανωμένης και συστηματικής ‘νομιμοποίησης’ των μεταναστών, πράγματι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αλλά και ό,τι άλλο τυχόν ακολουθήσει στην ίδια κατεύθυνση, κινδυνεύει να εξουδετερωθεί» (3).
Μία άλλη παράμετρο επισημαίνει ο διευθυντής του Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας Μίλτος Παύλου ο οποίος θεωρεί ότι η διευκόλυνση στην κτήση της ιθαγένειας «θα παραμείνει νεκρό γράμμα εάν δεν συνοδεύεται από αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και από συμμετοχικές δομές, αντάξιες σε μία δυναμική και αναπτυσσόμενη ελληνική κοινωνία» (7).
Ήδη η σκέψη μίας ακόμα εκ των υστέρων νομιμοποίησης παρανόμων μεταναστών φαίνεται να έχει ωριμάσει στα κεφάλια της πολιτικής μας ελίτ. Προσφάτως ο Συνήγορος του Πολίτη διατύπωσε την άποψη ότι στους παράνομους μετανάστες που δεν μπορούν να απελαθούν θα πρέπει «να εξασφαλισθεί…το δικαίωμα κάποιας μορφής (προσωρινής) νόμιμης παραμονής μαζί με τα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από το είδος της παραμονής αυτής» (8). Την θέση αυτή έχει από καιρού εκφράσει και ο Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής Ανδρέας Τάκης (9) ενώ προς αυτήν κλίνει και το διυπουργικό πόρισμα για το ιστορικό και εμπορικό Κέντρο της Αθήνας το οποίο υπολογίζει τον πληθυσμό των παρανόμων μεταναστών σε 200.000-250.000 άτομα (10).
Επιπλέον, η νομοθεσία κατά των διακρίσεων έχει εδώ και χρόνια υιοθετηθεί ενώ με τον Νόμο 3304/2005 έχει θεσπισθεί και η δυνατότητα εφαρμογής «θετικών δράσεων» δηλαδή «ειδικών μέτρων με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής» και «λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» (11). Οι «θετικές δράσεις», δηλαδή, αποτελούν θεσμοθετημένους μηχανισμούς διακρίσεων υπέρ των αλλοδαπών και εις βάρος των Ελλήνων, στο όνομα της καταπολέμησης των…διακρίσεων!
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο του Κουζέλη αναδύονται ανάγλυφα τα δύο μέτρα και δύο σταθμά της κοσμοπολίτικης Αριστεράς απέναντι στους μετανάστες και στους γηγενείς. Για τους μετανάστες επιδοκιμάζεται ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός με βάση την εθνοτική καταγωγή τους και την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Αντιθέτως, για τους γηγενείς προωθείται μόνο ο ατομικός αυτοπροσδιορισμός και τάσεις εκ μέρους τους για συλλογικό εθνοτικό ή πολιτισμικό προσδιορισμό και διεκδίκησης συλλογικών πολιτικών και πολιτισμικών στόχων θεωρούνται αυτομάτως ως «εθνικιστικές» ή «ρατσιστικές» και επομένως εξοβελιστέες. Πιο συγκεκριμένα, ο Κουζέλης τονίζει ότι «Αριστερή πολιτική σημαίνει εδώ αναγνώριση και ενίσχυση των δεσμών αλληλεγγύης και των διαδικασιών συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των ομάδων, την αναγνώριση της διαφορετικότητας των οποίων αξιώνουμε. Σημαίνει επομένως υποστήριξη του πολιτισμικού εθνοτικού προσδιορισμού των μελών αυτών των ομάδων με πρωταρχική έμφαση στη μητρική τους γλώσσα…Στη ‘δική μας’ κοινωνία στρέφεται ο απαιτούμενος διαφωτισμός, καθώς αυτή είναι που θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που συστηματικά καλλιεργεί ο (και λαϊκιστικός) εθνοκεντρισμός» (3).
Μία συνολικότερη αξιολόγηση της νέας νομοθεσίας για την ιθαγένεια θα μπορεί να γίνει στην βάση συγκεκριμένων στοιχείων σε λίγα χρόνια από σήμερα (πχ. σε μία 5ετία). Δεν παύει όμως ο συγκεκριμένος νόμος να αποτελεί μία ακόμα περίπτωση νομοθετήματος που εισήχθη χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη και προγραμματισμό και μάλιστα κατά την στιγμή που η χώρα διέρχεται μία δύσκολη περίοδο τόσο λόγω της διεθνούς κρίσης όσο και λόγω της κάκιστης κατάστασης των Δημόσιων Οικονομικών και της Εθνικής Οικονομίας. Και όπως επισήμανε και ο υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «παράγει έννομες συνέπειες που από το Σύνταγμα δεν μπορούν να ακυρωθούν» (12).
Πάντως, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η εφαρμογή των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού, η οποία επιχειρείται μέσα από τέτοια νομοθετήματα, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την εμπέδωση ενός αισθήματος κοινότητας και την διαμόρφωση μίας συνεκτικής κοινωνίας. Όπως τονίζει ο ερευνητής της Νομικής Σχολής του Harvard Liav Orgad «οι φιλελεύθερες αρχές δεν λένε κάτι περί την Ολλανδικότητα, την Γαλλικότητα ή την Βρετανικότητα. Δεν δημιουργούν μία ειδική σχέση μεταξύ των μεταναστών και μίας συγκεκριμένης χώρας. Αυτή η σχέση μπορεί να απαιτείται, καθώς το να γίνεις πολίτης σημαίνει ότι γίνεσαι μέλος μίας συμπαγούς, καλώς καθορισμένης κοινότητας» (13, σελ. 98).
ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Η ψήφιση του νομοσχεδίου που μετέβαλλε τις παραμέτρους για την κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς και τα παιδιά τους αποτέλεσε μία νίκη των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού (είτε αριστερού, είτε φιλελεύθερου). Αυτό το παραδέχονται και οι ίδιοι. Για παράδειγμα ο Στρατής Μπουρνάζος γράφει στην «Αυγή» ότι στο εν λόγω νομοσχέδιο «αξιακά, πολιτικά, γνωστικά παίζαμε στο δικό μας γήπεδο» (1). Μία αντίστοιχη άποψη εκφράζει και ο Απόστολος Καψάλης ο οποίος τονίζει ότι «η κτήση της ιθαγένειας για τους μετανάστες της δεύτερης και φυσικά της τρίτης γενιάς είναι διαχρονικά ένα βασικό αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των συνιστωσών του μεταναστευτικού κινήματος διεθνώς» (2).
Ομοίως και ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεράσιμος Κουζέλης παραδέχεται ότι το εν λόγω νομοσχέδιο «αποτελεί προϊόν διαδικασιών που οφείλονται σε μία ιδιότυπη ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στο συγκεκριμένο πεδίο. Η Αριστερά, η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά, είναι εκείνη που καλλιέργησε το κλίμα, απαίτησε και αγωνίστηκε και τελικά επέβαλε τη θεματική και την κατεύθυνση των λύσεων» (3).
Οι αρνητικές συνέπειες της νέας νομοθεσίας έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται καθώς οι μετανάστες, παρά την οικονομική κρίση και την αυξανόμενη ανεργία σε κλάδους στους οποίους κυρίως απασχολούνται, παραμένουν στην χώρα μας προκειμένου να καρπωθούν τα δικαιώματα και τις διευκολύνσεις που απορρέουν από την απόκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας. Όπως παραδέχεται ο πρόεδρος του Συλλόγου Αλλοδαπών Μεταναστών Λάρισας Άγγελος Μήτσης «αυτή η εξέλιξη [η δυνατότητα ευκολότερης κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας] ουσιαστικά είναι που κρατά τους μετανάστες στην Ελλάδα. Έκαναν τόσα χρόνια υπομονή και δεν θέλουν να πάνε χαμένα…Η υπηκοότητα άλλωστε, θα μας δώσει το δικαίωμα και του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, κάτι που σημαίνει ότι θα αποκτήσουμε φωνή και υπόσταση, αρχής γενομένης από τις επικείμενες εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τον Νοέμβριο» (4).
Γινόμενος πιο συγκεκριμένος αναφορικά με το θέμα της συμμετοχής των μεταναστών στις προσεχείς Αυτοδιοικητικές εκλογές, ο Μήτσης χαρακτηρίζει ως «πολύ σημαντική την κυβερνητική απόφαση, καθώς όλα αυτά τα χρόνια οι δήμαρχοι δεν ασχολούνταν με τα προβλήματα των μεταναστών…Αποφασίσαμε να πάμε συντεταγμένα και οργανωμένα, όλοι οι μετανάστες σε εκείνον τον συνδυασμό που θα μας πείσει για τις πραγματικές του προθέσεις, για την αναβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου…[Τ]ους υποψηφίους στους δήμους θα τους στηρίξουμε με βάση τις δεσμεύσεις τους απέναντί μας» (5).
Είναι πολύ νωρίς για να γίνει κριτικός σχολιασμός της εφαρμογής της νέας νομοθεσίας περί ιθαγένειας καθώς θα πρέπει να δούμε τα πρώτα αποτελέσματά της και να κρίνουμε κατόπιν. Όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γραφόμενα σε πρόσφατο άρθρο (6) του Δημήτρη Χριστόπουλου, προέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου η οποία πρωτοστάτησε στην προώθηση των αλλαγών στην εν λόγω νομοθεσία. Στο άρθρο αυτό ο Χριστόπουλος παραδέχεται ότι «η πολιτογράφηση δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά δικαίωμα του ελληνικού κράτους το οποίο άπτεται του σκληρού πυρήνα των κυριαρχικών του αρμοδιοτήτων» (σελ. 24). Όμως, υπογραμμίζει ότι «η κανονιστική κρισιμότητα της μετάβασης από τις αποφάσεις στους κανόνες είναι μακροπρόθεσμα η πιο σημαντική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας με την πρόσφατη μεταρρύθμιση…[Τ]ο άλμα είναι όντως το συγκριτικά μεγαλύτερο από όλα τα αντίστοιχα που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (σελ. 22).
Σχολιάζοντας την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του νέου Κώδικα Ιθαγένειας («Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη Χώρα από τη γέννησή του…») ο Χριστόπουλος υπογραμμίζει ότι «η εισαγωγή της διάταξης αυτής αποτελεί μείζονα καινοτομία στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας εισάγοντας…την αυτόματη κτήση της ιθαγένειας για τη λεγόμενη ‘τρίτη γενιά’, τα παιδιά εκείνων των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα χωρίς οι ίδιοι να έχουν μπορέσει ή επιθυμήσει να γίνουν Έλληνες. Το αποτέλεσμα και η σκοπιμότητα της διάταξης είναι προφανής: τα παιδιά αυτά εξισώνονται απολύτως με τα παιδιά Ελλήνων, ακόμη και αν οι γονείς τους δεν το επιθυμούν» (σελ. 28-29).
Κατά τον Χριστόπουλο η παράγραφος 1 του άρθρου 1α («Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννησή του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης κατοικίας του, μέσα σε τρία έτη από τη γέννηση») είναι «[η] σημαντικότερη καινοτομία που εισάγει σε ό,τι αφορά τους τρόπους κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας ο νέος νόμος» (σελ. 31).
Πάντως, μία παρέκκλιση από την παραπάνω παράγραφο αποτελεί η παράγραφος 2 του άρθρου 24 η οποία ορίζει ότι «Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η νόμιμη διαμονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε συνεχή έτη». Άρα δηλαδή για την κτήση της ιθαγένειας από κάποια τέκνα αλλοδαπών πρέπει και οι δύο γονείς να ζουν νομίμως στην χώρα αλλά μόνον ο ένας εξ’ αυτών απαιτείται να έχει συμπληρώσει τα πέντε συνεχή έτη νομίμου διαμονής. Όπως σχολιάζει ο Χριστόπουλος, η παράγραφος αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα «ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που μπορούν την επαύριον της δημοσίευσης του νόμου να κάνουν χρήση προκειμένου να αποκτήσουν την ιθαγένεια να μεγαλώνει σημαντικά» (σελ. 34, σημείωση 43)
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σημεία του νόμου για τα οποία εκφράζει ενστάσεις ο Χριστόπουλος. Είναι λογικό να εικάσουμε ότι στα σημεία αυτά θα επικεντρωθεί η κριτική των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού και επί αυτών θα επιχειρηθούν να ασκηθούν πιέσεις ώστε να επέλθουν «βελτιώσεις» επί το φιλομεταναστευτικότερον! Τα σημεία αυτά είναι:
α) το ότι πρέπει και οι δύο αλλοδαποί γονείς να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην χώρα – άρα αποκλείονται τέκνα των οποίων ο ένας τουλάχιστον γονέας δεν διαμένει νομίμως
β) το ότι τα τέκνα αλλοδαπών που δεν έχουν γεννηθεί στην χώρα θα πρέπει να έχουν παρακολουθήσει επιτυχώς έξι τουλάχιστον σχολικές τάξεις - άρα αποκλείονται τέκνα που δεν έχουν επιτυχή παρακολούθηση αυτών των τάξεων
γ) το ότι τα τέκνα αλλοδαπών που δεν έχουν γεννηθεί στην χώρα θα πρέπει να έχουν φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα - άρα αποκλείονται τέκνα που έχουν φοιτήσει σε μη-ελληνικό σχολείο στην χώρα ή σε σχολεία των οποίων το πρόγραμμα δεν έχει εγκριθεί από το υπουργείο Παιδείας. Το σημείο αυτό χρήζει διευκρίνισης από το αρμόδιο υπουργείο
δ) τα 35 αδικήματα τα οποία αποτελούν απαράγραπτο κώλυμα για την αίτηση πολιτογράφησης (δείτε σχετικά άρθρο 2 παράγραφος 2 του νόμου)
ε) η ανάγκη προσκόμισης 3 συστατικών επιστολών Ελλήνων, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός παρεμπορίου τέτοιων επιστολών
στ) η ανάγκη της εκ μέρους των αλλοδαπών επαρκούς γνώσης της Ελληνικής γλώσσας, ομαλής ένταξης στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, εξοικείωσης με την Ελληνική Ιστορία και τον Ελληνικό Πολιτισμό, επαρκούς εξοικείωσης με τους θεσμούς του Πολιτεύματος και βασικής γνώσης της πολιτικής ιστορίας, ιδιαιτέρως της σύγχρονης (άρθρο 3, παράγραφος 1, εδάφια α, β και γ)
ζ) η δυνατότητα διεξαγωγής ειδικών δοκιμασιών (tests) για την διακρίβωση της συνδρομής των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, οι οποίες μπορούν να περιορίσουν τον αριθμό των πολιτογραφήσεων
Ειδικά το σημείο (στ) φαίνεται να προβληματίζει πολύ τον Χριστόπουλο καθώς υπογραμμίζει ότι «Το γεγονός πάντως ότι, με λεπτομέρεια καινοφανή για τα χρονικά της ελληνικής ιθαγένειας, προβλέπονται σε ένα νόμο τα ‘προς συνεκτίμηση στοιχεία’ μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει τον ερμηνευτή του νόμου – δημόσιο υπάλληλο ή δικαστή – στο να βρει το απαραίτητο έρεισμα στο γράμμα του νόμου και να απορρίψει εύκολα ένα αίτημα πολιτογράφησης, εφόσον γενικά δεν είναι θετικά διακείμενος απέναντι στην ιδέα ότι κάποιοι θέλουν και μπορούν να γίνουν Έλληνες» (σελ. 42-43).
Τι θα ακολουθήσει στο εγγύς μέλλον; Ο Μπουρνάζος επισημαίνει ότι «η ψήφιση του νομοσχεδίου που, όσο άτολμο κι αν είναι, συνιστά μερική έστω νίκη ενός πολύχρονου κινήματος θα διαμορφώσει μία σαφώς ευνοϊκότερη κατάσταση για τις επόμενες μάχες» (1). Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι μάχες; Σύμφωνα με τον Μπουρνάζο αυτές θα αφορούν «στο ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής εν όψει του επόμενου νομοσχεδίου» (1). Πιο καθαρή εικόνα των επόμενων επιδιώξεων των προωθητών του κοσμοπολιτισμού μας δίνει ο Καψάλης ο οποίος υπογραμμίζει ότι «οι όποιες ρυθμίσεις του κώδικα ιθαγένειας θα έπρεπε να συνοδεύονται από νομοθετικά κείμενα που θα νομιμοποιούν άπαξ και δια παντός το σύνολο των μόνιμα εγκατεστημένων μεταναστών με κριτήριο την πραγματική διαμονή στην χώρα και διαζευκτικά: α) τις κατά καιρούς προσπάθειες νομιμοποίησής τους και β) τους πραγματικούς δεσμούς με την χώρα διαμονής» (2).
Κάτι αντίστοιχο προτείνει και ο Κουζέλης ο οποίος θεωρεί ότι «η θετική στάση απέναντι στην τομή που επιφέρει η αρχή του νομοσχεδίου δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει (και επομένως να συνοδεύεται από) την ένταξη αυτών των ρυθμίσεων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταναστευτικής πολιτικής…η αιχμή της [οποίας] συνίσταται αυτή τη στιγμή στην νομιμοποίηση. Αν δεν υπάρξουν, άμεσα και σύντομα, πρωτοβουλίες οργανωμένης και συστηματικής ‘νομιμοποίησης’ των μεταναστών, πράγματι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αλλά και ό,τι άλλο τυχόν ακολουθήσει στην ίδια κατεύθυνση, κινδυνεύει να εξουδετερωθεί» (3).
Μία άλλη παράμετρο επισημαίνει ο διευθυντής του Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας Μίλτος Παύλου ο οποίος θεωρεί ότι η διευκόλυνση στην κτήση της ιθαγένειας «θα παραμείνει νεκρό γράμμα εάν δεν συνοδεύεται από αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και από συμμετοχικές δομές, αντάξιες σε μία δυναμική και αναπτυσσόμενη ελληνική κοινωνία» (7).
Ήδη η σκέψη μίας ακόμα εκ των υστέρων νομιμοποίησης παρανόμων μεταναστών φαίνεται να έχει ωριμάσει στα κεφάλια της πολιτικής μας ελίτ. Προσφάτως ο Συνήγορος του Πολίτη διατύπωσε την άποψη ότι στους παράνομους μετανάστες που δεν μπορούν να απελαθούν θα πρέπει «να εξασφαλισθεί…το δικαίωμα κάποιας μορφής (προσωρινής) νόμιμης παραμονής μαζί με τα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από το είδος της παραμονής αυτής» (8). Την θέση αυτή έχει από καιρού εκφράσει και ο Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής Ανδρέας Τάκης (9) ενώ προς αυτήν κλίνει και το διυπουργικό πόρισμα για το ιστορικό και εμπορικό Κέντρο της Αθήνας το οποίο υπολογίζει τον πληθυσμό των παρανόμων μεταναστών σε 200.000-250.000 άτομα (10).
Επιπλέον, η νομοθεσία κατά των διακρίσεων έχει εδώ και χρόνια υιοθετηθεί ενώ με τον Νόμο 3304/2005 έχει θεσπισθεί και η δυνατότητα εφαρμογής «θετικών δράσεων» δηλαδή «ειδικών μέτρων με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής» και «λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» (11). Οι «θετικές δράσεις», δηλαδή, αποτελούν θεσμοθετημένους μηχανισμούς διακρίσεων υπέρ των αλλοδαπών και εις βάρος των Ελλήνων, στο όνομα της καταπολέμησης των…διακρίσεων!
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο του Κουζέλη αναδύονται ανάγλυφα τα δύο μέτρα και δύο σταθμά της κοσμοπολίτικης Αριστεράς απέναντι στους μετανάστες και στους γηγενείς. Για τους μετανάστες επιδοκιμάζεται ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός με βάση την εθνοτική καταγωγή τους και την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Αντιθέτως, για τους γηγενείς προωθείται μόνο ο ατομικός αυτοπροσδιορισμός και τάσεις εκ μέρους τους για συλλογικό εθνοτικό ή πολιτισμικό προσδιορισμό και διεκδίκησης συλλογικών πολιτικών και πολιτισμικών στόχων θεωρούνται αυτομάτως ως «εθνικιστικές» ή «ρατσιστικές» και επομένως εξοβελιστέες. Πιο συγκεκριμένα, ο Κουζέλης τονίζει ότι «Αριστερή πολιτική σημαίνει εδώ αναγνώριση και ενίσχυση των δεσμών αλληλεγγύης και των διαδικασιών συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των ομάδων, την αναγνώριση της διαφορετικότητας των οποίων αξιώνουμε. Σημαίνει επομένως υποστήριξη του πολιτισμικού εθνοτικού προσδιορισμού των μελών αυτών των ομάδων με πρωταρχική έμφαση στη μητρική τους γλώσσα…Στη ‘δική μας’ κοινωνία στρέφεται ο απαιτούμενος διαφωτισμός, καθώς αυτή είναι που θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που συστηματικά καλλιεργεί ο (και λαϊκιστικός) εθνοκεντρισμός» (3).
Μία συνολικότερη αξιολόγηση της νέας νομοθεσίας για την ιθαγένεια θα μπορεί να γίνει στην βάση συγκεκριμένων στοιχείων σε λίγα χρόνια από σήμερα (πχ. σε μία 5ετία). Δεν παύει όμως ο συγκεκριμένος νόμος να αποτελεί μία ακόμα περίπτωση νομοθετήματος που εισήχθη χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη και προγραμματισμό και μάλιστα κατά την στιγμή που η χώρα διέρχεται μία δύσκολη περίοδο τόσο λόγω της διεθνούς κρίσης όσο και λόγω της κάκιστης κατάστασης των Δημόσιων Οικονομικών και της Εθνικής Οικονομίας. Και όπως επισήμανε και ο υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «παράγει έννομες συνέπειες που από το Σύνταγμα δεν μπορούν να ακυρωθούν» (12).
Πάντως, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η εφαρμογή των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού, η οποία επιχειρείται μέσα από τέτοια νομοθετήματα, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την εμπέδωση ενός αισθήματος κοινότητας και την διαμόρφωση μίας συνεκτικής κοινωνίας. Όπως τονίζει ο ερευνητής της Νομικής Σχολής του Harvard Liav Orgad «οι φιλελεύθερες αρχές δεν λένε κάτι περί την Ολλανδικότητα, την Γαλλικότητα ή την Βρετανικότητα. Δεν δημιουργούν μία ειδική σχέση μεταξύ των μεταναστών και μίας συγκεκριμένης χώρας. Αυτή η σχέση μπορεί να απαιτείται, καθώς το να γίνεις πολίτης σημαίνει ότι γίνεσαι μέλος μίας συμπαγούς, καλώς καθορισμένης κοινότητας» (13, σελ. 98).
ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε