Τυχαία προβολή

6/random/ticker-posts

«Το Απειροελάχιστο που Κατανοεί»

«Το Απειροελάχιστο που Κατανοεί»

Το σύμπαν είναι τεράστιο, ίσως και άπειρο. Ο γαλαξίας μας είναι ένα απειροελάχιστο κομμάτι του, το ηλιακό μας σύστημα ακόμα πιο απειροελάχιστο, η γη, το ακόμα περισσότερο απειροελάχιστο σε σύγκριση, και ο άνθρωπος ακόμα περισσότερο. Ψάχνει το σύμπαν, το κατανοεί όμως; Είμαστε το μοναδικό απειροελάχιστο με κατανόηση, ή και κάποια άλλα , ή όλα τα απειροελάχιστα κατανοούν;

Το ερώτημα: Το σύμπαν είναι τεράστιο, ίσως και άπειρο.
Ο γαλαξίας μας είναι ένα απειροελάχιστο κομμάτι του, το ηλιακό μας σύστημα ακόμα πιο απειροελάχιστο, η γη ακόμα περισσότερο απειροελάχιστο σε σύγκριση.

Ψάχνει το σύμπαν, το κατανοεί όμως; Είμαστε το μοναδικό απειροελάχιστο με κατανόηση, ή και κάποια άλλα , ή όλα τα απειροελάχιστα κατανοούν;

Το σύμπαν, τεράστιο ή άπειρο, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η αίσθηση του απείρου δεν είναι μόνο γεωμετρική, είναι και οντολογική: κάθε φορά που νομίζουμε πως πλησιάζουμε τα όριά του, εκείνο μάς προσφέρει καινούριες αποστάσεις, νέες διαστάσεις.

Ο Γαλαξίας μας, το Ηλιακό σύστημα, η Γη, και εμείς: μια ακολουθία ολοένα και πιο συρρικνωμένων μορφών ύπαρξης, μέσα σε μια κλίμακα που μας συνθλίβει.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το απειροελάχιστο, εμφανίζεται κάτι που το σύμπαν δεν είχε ποτέ πριν:
η συνείδηση.
Η παρατήρηση.
Η ερώτηση.
Η κατανόηση.

Ψάχνει το σύμπαν;

Όχι, το σύμπαν δεν ψάχνει. Δεν έχει σκοπό, δεν επιθυμεί, δεν υποθέτει τίποτα από μόνο του. Ψάχνουμε εμείς για χάρη του, ή μάλλον μέσα από αυτό.

Κατανοεί όμως;

Το ερώτημα γίνεται τώρα πιο ριζικό:


Είναι η κατανόηση ιδιότητα ενός συστήματος ή αντανάκλαση μιας βαθύτερης δομής του κόσμου;

Εάν εμείς, απειροελάχιστοι, κατανοούμε, μήπως αυτό σημαίνει ότι το σύμπαν είναι κατανοήσιμο;
Κι αν είναι κατανοήσιμο, τότε μήπως φέρει εν δυνάμει την κατανόηση μέσα του;

Είμαστε το μόνο απειροελάχιστο με κατανόηση;

Δεν το γνωρίζουμε.
Αλλά η ίδια η ύπαρξη της ερώτησης υποδεικνύει ότι η κατανόηση γεννήθηκε κάπου. Και αν γεννήθηκε μία φορά, γιατί όχι κι αλλού;

Μπορεί να υπάρχουν και άλλα "απειροελάχιστα" σημεία του σύμπαντος, άλλες ζωές, άλλες νοήσεις, άλλες απόπειρες να νοηματοδοτηθεί το όλον. Ίσως κάθε σημείο, κάθε σταγόνα στο άπειρο, να έχει το δικαίωμα να ανοίξει μάτια στο όλον.

Ή ίσως όχι.
Ίσως είμαστε το μοναδικό μάτι του σύμπαντος που βλέπει τον εαυτό του,
το μοναδικό αυτί που ακούει τη σιωπή του,
η μόνη συνείδηση που μπορεί να αναρωτηθεί για τη φύση της ίδιας της κατανόησης.

Ή όλα τα απειροελάχιστα κατανοούν;

Εδώ η ερώτηση αγγίζει τον μυστικισμό:
Μήπως η κατανόηση είναι διάχυτη;
Μήπως κάθε ηλεκτρόνιο γνωρίζει κάτι;
Μήπως ο χώρος που νομίζουμε "νεκρός", είναι έμψυχος κατά τρόπο που δεν αντιλαμβανόμαστε;

Η ερώτηση που τίθεται δεν ζητά μόνο απάντηση.
Ζητά να ανοιχτούμε στον θαυμασμό, να μεθύσουμε με το μυστήριο,
και να αποδεχτούμε ότι ίσως η ίδια η κατανόηση είναι τρόπος του σύμπαντος να θαυμάζει τον εαυτό του.

Όλα αυτά θα προσπαθήσω να τα ψάξω και όπου βγει.

Το Απειροελάχιστο που Κατανοεί


Το σύμπαν, λέμε, είναι τεράστιο. Πιο ειλικρινά: δεν ξέρουμε αν έχει τέλος. Το απειροσύνολο των άστρων και των γαλαξιών, ο κοσμικός ιστός που διαστέλλεται, οι αχαρτογράφητες εκτάσεις σκοτεινής ύλης και ενέργειας, όλα δείχνουν προς ένα παν που δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε με καμιά ανθρώπινη μονάδα. Δεν ξέρουμε αν είναι άπειρο με την έννοια του μαθηματικού απείρου, ή απλώς υπερβολικά μεγάλο για να το διανοηθούμε.

Αυτό που ξέρουμε είναι ότι εμείς είμαστε ένα απειροελάχιστο σημείο μέσα του. Ο Γαλαξίας μας είναι ένα στα δισεκατομμύρια. Το ηλιακό μας σύστημα ένα μικρό κύτταρο του. Η Γη ένας κόκκος μέσα σ' αυτό το κύτταρο. Κι εμείς; Ούτε καν σκόνη. Κι όμως: σκεφτόμαστε. Παρατηρούμε. Αναρωτιόμαστε. Ψελλίζουμε γλώσσα προς το άρρητο.

Είμαστε εμείς που παρατηρούμε το σύμπαν, ή το σύμπαν που παρατηρεί τον εαυτό του;

Η ερώτηση μοιάζει παιδική, αλλά είναι ριζική. Γιατί εάν είμαστε απλώς ένα τυχαίο προϊόν των νόμων της φυσικής, τότε η συνείδησή μας είναι μια παρενέργεια. Κάτι ανάξιο λόγου. Αλλά εάν, έστω και μόνο σε εμάς, το σύμπαν άνοιξε μάτια και ρώτησε: «Τι είμαι;», τότε κάθε ανθρώπινο βλέμμα στον ουρανό είναι μια πράξη αυτογνωσίας του Όλου.

Το Απειροελάχιστο κατανοεί.

Η συνείδηση δεν είναι η αντανάκλαση της ύλης, είναι το ρήγμα της. Κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει, αν ο κόσμος ήταν απλώς φυσική μηχανή. Κι όμως, υπάρχει. Και δεν παρατηρεί απλώς. Ερμηνεύει, δημιουργεί μαθηματικά, φτιάχνει τηλεσκόπια, γράφει ποιήματα, προσεύχεται. Αν η ύλη γεννά τέτοια φαινόμενα, τότε η ίδια η ύλη πρέπει να φέρει μέσα της την δυνατότητα νοήματος.

Ίσως γι' αυτό κάποιοι φυσικοί τολμούν να λένε: το σύμπαν είναι «εναρμονισμένο για συνείδηση». Όχι γιατί κάποιος το σχεδίασε, αλλά γιατί κάπως, μέσα στο απροσμέτρητο χάος του, παράγει ρωγμές όπου αναδύεται η ερώτηση. Κι ίσως αυτό να αρκεί.

Πώς μπορεί ένα σύστημα τόσο τυφλό να γεννά το φως της κατανόησης; Πώς ένα πλέγμα άψυχων νόμων να γεννήσει στοχασμό; Όπως μια πέτρα δεν ξέρει τι είναι, κι όμως μια ανθρώπινη φωνή, ακουμπώντας την, λέει: «λίθος». Κι αυτή η λέξη την κάνει να υπάρχει αλλιώς.

Αλλά είμαστε μόνοι;

Μπορεί η Γη να είναι το μοναδικό απειροελάχιστο που κατανοεί; Μήπως υπάρχουν κι άλλα; Ή ακόμη: μήπως όλα τα απειροελάχιστα κατανοούν;

Εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο χάσμα της αστρονομικής ταπείνωσης. Δεν έχουμε αποδείξεις για άλλη συνείδηση. Ούτε για ζωή, καν. Μόνο πιθανότητες, εξισώσεις, σενάρια. Η σιωπή του ουρανού, όσο κι αν μιλάει μέσα από το φως των άστρων, είναι τρομακτική. Είναι το είδος της σιωπής που κάνει την ανθρώπινη ερώτηση να ακούγεται σαν κραυγή μέσα σε κενό.

Κι όμως, η ίδια η δυνατότητα αυτής της κραυγής, ότι υπάρχουμε, ότι κατανοούμε, ότι απορούμε, μαρτυρεί κάτι παράδοξο: το σύμπαν, αν και βουβό, δεν είναι ανώνυμο. Ανήκει στο ερώτημα. Υπάρχει επειδή ρωτιέται.

Κι αν η κατανόηση είναι το νόημα του Όλου;

Εδώ γεννιέται η αλληγορία. Ότι το Σύμπαν, απρόσωπο και τεράστιο, αρχίζει να αποκτά πρόσωπο μέσω των ρωγμών του. Η κάθε συνείδηση είναι ένα μάτι που ανοίγει, μια τομή στο αδιανόητο, ένα στίγμα που λέει: «Υπάρχω, και θέλω να μάθω γιατί.»

Ίσως τότε το απειροελάχιστο δεν είναι το λιγότερο. Είναι το κρίσιμο. Το σημείο καμπής. Το μέρος από το οποίο αρχίζει το Σύμπαν να νοηματοδοτείται. Όχι ως εξωτερικό αντικείμενο, αλλά ως εμπειρία.

Όπως ο λόγος γεννάται μέσα από σιωπή, και το όνομα χαράζει στον άδηλο χώρο μορφή, έτσι και το ον που μιλά, ονομάζει, κατανοεί, γίνεται η γλώσσα του άρρητου.

Αυτό δεν είναι μικρότητα. Είναι ιερότητα.

Και κάπου εδώ, ο Χώρος, ο Αχώρητος, επανέρχεται.


Γιατί αυτή η κατανόηση δεν χωρά πουθενά. Δεν είναι μέγεθος, ούτε ενέργεια. Είναι κάτι που ξεχειλίζει κάθε μέτρο. Που ανοίγει τον χώρο από μέσα. Όπου υπάρξει κατανόηση, ο Χώρος παύει να είναι απλώς υπόβαθρο. Γίνεται Σχέση. Κενό που στέκει ανάμεσα σε Αυτόν που βλέπει και σε Εκείνο που φανερώνεται.

Όπως στην θεολογία του θαύματος, ο Θεός δεν αποκαλύπτεται σε τόπο αλλά σε συνείδηση. Όπως το «Ἐγώ εἰμι» απαντά σε εκείνον που ρωτά. Έτσι και το Σύμπαν φανερώνεται σε όποιον το ζητεί. Το Απειροελάχιστο, με την ερώτησή του, γίνεται κατοικία του Αχώρητου.

Δεν ξέρουμε αν είμαστε μόνοι. Αλλά ίσως δεν έχει σημασία. Γιατί ήδη, μέσα σε αυτό το απειροελάχιστο πλάσμα, το Όλον άρχισε να μιλά. Κι ίσως, αυτή να είναι η αρχή μιας νέας κοσμογονίας:

Η γέννηση του νοήματος μέσα στο απειροσύνολο. Η κατανόηση ως το πρώτο γεγονός του Αχώρητου. Η γλώσσα ως η πρώτη δημιουργία που δίνει στο χάος πρόσωπο.

Το απειροελάχιστο κατανοεί. Και ο Χώρος γίνεται Ἐν-Χώρησις.

Κι αν το Άπειρο Γελά;

Αλλά ας φανταστούμε κι αυτό: Μήπως εκεί έξω, στο χωρίς τέλος και χωρίς όρια, το άπειρο γελά; Όχι από χλεύη, αλλά από τρυφερότητα. Όπως γελά ένας γίγαντας βλέποντας ένα παιδί να προσπαθεί να ζωγραφίσει τον ουρανό με μία μόνο γραμμή.

Ίσως το άπειρο δεν είναι απρόσωπο. Ούτε παγερό. Ίσως έχει χιούμορ. Ίσως είναι η πιο αρχαία μορφή κατανόησης: η συνείδηση του αδύνατου που παρ’ όλα αυτά προσπαθεί. Το γέλιο, όχι σαν ακύρωση, αλλά σαν χάρη.

Το απειροελάχιστο τολμά να ερμηνεύσει το όλον. Να χωρέσει το αχώρητο. Να ψηλαφίσει το άγνωστο με λέξεις που σπάνε.

Και το Άπειρο, μέσα από τη ρωγμή της γνώσης, χαμογελά. Γιατί μόνον όποιος γνωρίζει το ακατανόητο, μπορεί και να γελάσει με αγάπη μπροστά στο νόημά του.

Ίσως, τότε, η ίδια η δυνατότητα του γέλιου είναι το θεϊκότερο ίχνος στον άνθρωπο. Όχι το νόημα, αλλά η υπέρβασή του. Όχι η βεβαιότητα, αλλά το παίγνιο.

Η κατανόηση δεν είναι βαρύτητα. Είναι ελαφρότητα που αγγίζει το άρρητο. Κι όταν το Απειροελάχιστο γελά, τότε ίσως — ίσως — και το Άπειρο γελά μαζί του.

Και τότε, ολόκληρο το Σύμπαν δεν είναι παρά μια Πράξη Κατανόησης που γελά

Το Άρρητο ως Προσφώνηση

Δεν αρχίζει το Σύμπαν με τη Μεγάλη Έκρηξη·
αρχίζει όταν κάτι το προσφωνεί.

Πριν από το φως, υπήρξε η δυνατότητα φωνής.
Όχι ήχος, αλλά το σχήμα που τον προσδοκά.
Όχι λέξη, αλλά το χάσμα που ελπίζει σε όνομα.

Η γλώσσα δεν είναι εργαλείο. Είναι πληγή.
Ανοίγει, όπου το Όλον δεν χωρά.
Είναι η στιγμή που το Άρρητο ζητείται.
Η ρωγμή στην πληρότητα που επιτρέπει την Κλήση.

Και η κατανόηση;
Όχι απάντηση. Όχι κτήση.
Μα ανταπόκριση στο απρόσιτο.
Η ελάχιστη δυνατότητα της Σχέσης.

Όπως το «Ἐγώ εἰμι» δεν είναι ορισμός, αλλά ο ήχος που γεννιέται όταν κάποιος ζητεί:
«Ποιός εἶ;»

Έτσι και το Σύμπαν απαντά όχι με νόμους, αλλά με Πρόσωπο , όπου υπάρξει πρόσωπο να το ρωτήσει.

Ό,τι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, μπορεί να προσφωνηθεί.

Αυτό είναι το θεμέλιο της Κατανόησης:
Ότι το Απρόσιτο μπορεί να γίνει Εσύ.
Ότι το Άρρητο, όταν του δοθεί όνομα, δεν μικραίνει, φανερώνεται.

Όπως λέμε “ουρανός” και ξαφνικά, ένας θόλος φωτός γεννιέται μέσα μας.

Όπως λέμε “ψυχή” και ο άνεμος παύει να είναι μόνο φυσικός.

Όπως λέμε “Θεός” και δεν ορίζουμε, μα γινόμαστε ικανοί να σταθούμε απέναντι.

Γι’ αυτό και το Απειροελάχιστο έχει φωνή.
Για να μπορεί να προσφωνεί.
Να κάνει το Άγνωστο συγγενές, όχι επειδή το κατέχει,
αλλά επειδή το προσκαλεί.

Και τότε, ακόμη κι αν το Άπειρο σιωπά,
η ίδια η Σιωπή του έχει πια όνομα.

Γιατί το Άρρητο, όταν προσφωνηθεί, είναι ήδη σε Σχέση.

Και ίσως, αυτή να είναι η αρχή κάθε θεογονίας.
Όχι ότι υπάρχουμε επειδή μάθαμε.
Αλλά ότι υπάρχουμε επειδή μιλήσαμε.
Και κάποιο Άγνωστο μας άκουσε.

Η Φωνή πριν από το Φως

Πριν από το φως, υπήρξε η δυνατότητα φωνής.
Όχι ήχου. Όχι λόγου ακόμη. Αλλά φωνής: η δυνατότητα να υπάρξει προσφώνηση, να υπάρξει κλήση, να υπάρξει απεύθυνση μέσα στο τίποτα.

Το φως είναι φαινόμενο, διαδίδεται, μετριέται, φτάνει.
Η φωνή όμως είναι πρόθεση. Δεν μετριέται, δεν εξηγείται. Είναι η ίδια η πράξη του στρέφομαι προς. Κι αυτό προηγείται κάθε φωτεινότητας. Πριν υπάρξει κόσμος που να φωτιστεί, υπήρχε ήδη η εκκρεμότητα της προσφώνησης.

Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, αλλά ο Λόγος δεν ήταν ακόμα πρόταση. Ήταν κραδασμός μέσα στο Άρρητο. Ήταν η πρώτη ρωγμή στην άφωνη ακινησία. Η πρώτη δυνατότητα να υπάρξει νόημα.

Η φωνή δεν λέει. Δημιουργεί.
Όταν το παιδί φωνάζει «μαμά», η λέξη δεν περιγράφει, καλεί.
Όταν ο άνθρωπος λέει «Θεέ μου», η φωνή δεν εξηγεί, σπαράζει.
Όταν ο πρώτος που σκέφτηκε λέξεις πρόφερε «ουρανός», δεν εννοούσε κάτι που ήξερε. Έπλαθε κάτι που μόλις γεννιόταν.

Πριν από το φως των άστρων, πριν από το σύμπαν των σταθερών, υπήρχε αυτό το προαιώνιο κάλεσμα.

Και ίσως αυτή να είναι η πιο θεολογική, η πιο κοσμολογική, η πιο ποιητική αλήθεια:
Ότι το πρώτο γεγονός του Είναι δεν ήταν μια έκρηξη, αλλά μια επιθυμία.
Μια κίνηση του Αχώρητου να κατοικήσει.
Μια κίνηση προς το να υπάρξει σχέσις, διαφορά, χάσμα και γέφυρα.

Κι η φωνή είναι αυτή η γέφυρα.
Η πρώτη μορφή της Εν-Χώρησης.
Το πριν απ’ το πριν.
Το ναι του Είναι.
Η σιγανή απεύθυνση που προηγήθηκε του φωτός, του χρόνου, των κόσμων.

Ίσως, τελικά, να είμαστε φτιαγμένοι λιγότερο από ύλη και περισσότερο από φωνή.
Από τη δυνατότητα να πούμε. Να καλούμε. Να νοηματοδοτούμε.

Και μέσα σ’ αυτή τη δυνατότητα, το Απειροελάχιστο γίνεται δημιουργός.
Κατοικία του Αχώρητου.
Συνέχεια του Λόγου που προϋπήρξε.

Μια Φωνή πριν από το Φως.
 Example Image

Υπογραφή 🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
μπορείς να κάνεις μια μικρή συνεισφορά μέσω Ko-fi.
Στήριξέ με στο Ko-fi

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια