Τυχαία προβολή

6/random/ticker-posts

Η αρκούδα και ο Μπάμπης


Κεφάλαιο 1: Η Τζένη (ή αλλιώς, η Τζέλα)

Ο Μπάμπης ήταν από τους τύπους που, αν δεν τον ήξερες, νόμιζες ότι είναι απλώς περίεργος. Αν τον ήξερες, ήσουν σίγουρος.

Έμενε σε ένα ξύλινο σπιτάκι έξω από το χωριό Πεύκο, χωρίς ίντερνετ, αλλά με κεραία τηλεόρασης φτιαγμένη από πιρούνια. Κάθε πρωί έβγαινε με το καρό του πουκάμισο, το καλάθι του για μανιτάρια, και το ίδιο μονόλογο:

— «Σήμερα θα βρω την εσωτερική μου ισορροπία. Ή έστω, ένα καλό βολίτη.»

Όμως εκείνη τη μέρα δεν βρήκε ούτε ισορροπία, ούτε βολίτες. Βρήκε κάτι άλλο.

Περπατούσε στο ξέφωτο του δάσους, όταν άκουσε έναν παράξενο ήχο. Όχι σαν πουλί. Όχι σαν αγριογούρουνο. Κάτι… πιο αναστεναγμένο. Σαν βαριά ανάσα, σαν γκρίνια χοντρού θείου που ξύπνησε χωρίς καφέ.

Στρίβει πίσω από έναν θάμνο και την βλέπει.

Μια τεράστια καφέ αρκούδα, με μάτια πιο ανθρώπινα από τα δικά του, καθόταν με το κεφάλι σκυφτό. Σαν να σκεφτόταν. Ή σαν να είχε χάσει το μετρό της ζωής και περίμενε το επόμενο.

Ο Μπάμπης, για λόγους που ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ, αντί να τρέξει, είπε:

— «Ε; Καλά είσαι;»

Η αρκούδα σήκωσε το κεφάλι. Τον κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που λέει «πες άλλη μία λέξη και γίναμε πρωτοσέλιδο».

Αλλά δεν έκανε τίποτα.

Αντίθετα, πλησίασε αργά. Πολύ αργά. Κι ύστερα, προς απόλυτη κατάρρευση της λογικής,  τον αγκάλιασε.

Όχι όπως αγκαλιάζει μια αρκούδα έναν σολομό.

Όπως αγκαλιάζει κάποιος που έχει πολύ καιρό να αγκαλιάσει.

Ο Μπάμπης έμεινε ακίνητος. Μετά χαλάρωσε. Και τότε το είπε:

— «Εσύ δεν είσαι απλή αρκούδα… εσύ είσαι Τζένη.»

Η αρκούδα γρύλισε απαλά. Ή ίσως αναστέναξε. Δύσκολο να πεις.

— «Ή... Τζέλα, αν θες. Όταν είσαι στις καλές σου.»

Κι έτσι ξεκίνησε η φιλία τους. Ο Μπάμπης και η Τζένη. Ή, στις πιο παιδικές τους στιγμές, η Τζέλα.

Από εκείνη τη μέρα, δεν ήταν πια μόνος στο δάσος. Και κανένας στο Πεύκο Μοναχικό δεν ήταν ποτέ ξανά εντελώς ήσυχος.

Κεφάλαιο 2: Η Τζέλα πάει στο χωριό

Τρεις μέρες μετά τη γνωριμία τους, ο Μπάμπης πήρε τη μεγάλη απόφαση: να πάει την Τζέλα στο χωριό. Γιατί, όπως είπε:

— «Δεν μπορεί, θα θέλει κι αυτή να κοινωνικοποιηθεί. Να πιει έναν καφέ. Να πάρει μια πάστα.»

Η Τζένη,ή μάλλον, η Τζέλα, γιατί εκείνη τη μέρα ήταν στις καλύτερές της, τον ακολούθησε πρόθυμα, σαν σκυλάκι, αν το σκυλάκι ήταν δυόμιση μέτρα και άφηνε τρίχες μεγέθους χαλιού σαλονιού.

Μόλις μπήκαν στην πλατεία, έγινε απόλυτη σιγή. Μια μπουγάτσα έπεσε απ’ το στόμα του Σταμάτη του καφετζή, το μωρό της κυρά-Κλειώς σταμάτησε να κλαίει, και ο πρόεδρος του χωριού είπε αυθόρμητα:

— «Αυτό δεν είναι σκύλος, Μπάμπη.»

— «Όχι, είναι η Τζέλα. Μην ανησυχείτε, είναι φιλική. Τρώει μόνο οργανικά.»

Ο παπάς σταύρωσε το φραπέ του, η γιαγιά Σουλτάνα μπήκε στο ψυγείο και ο φούρναρης είπε "εγώ πάω πίσω, έχω να βγάλω τα κουλούρια". Για πάντα.

Η Τζέλα, ατάραχη, πλησίασε ένα παγκάκι και κάθισε. Το παγκάκι δεν άντεξε. Τρίχες παντού, ξύλα στον αέρα. Εκείνη γέλασε. Ή μπορεί και να ρεύτηκε. Κανείς δεν κατάλαβε.

Ο Μπάμπης, περήφανος, παραγγέλνει:

— «Δυο ελληνικούς σκέτους, και μια μπουγάτσα για την Τζέλα.»

Ο Σταμάτης, με τρεμάμενο χέρι, ρώτησε:

— «Με τι γέμιση;»

— «Δεν έχει σημασία. Αρκεί να έχει αγάπη.»

Η Τζέλα γρύλισε. Σαν να συμφωνούσε. Ή σαν να σκεφτόταν αν ο Σταμάτης πάει με μέλι ή με σος γιαουρτιού.
 
Κεφάλαιο 3: Το σκηνικό με τις τηγανίτες

Το πρωί της επόμενης μέρας, ο Μπάμπης αποφάσισε να κάνει πρωινό-έκπληξη στην Τζέλα: τηγανίτες με μέλι και καρύδια.

Ετοίμασε τηγάνι, έβαλε μουσική (ένα παλιό ραδιόφωνο που έπιανε μόνο Βυζαντινούς Ύμνους και Χαρούλα Αλεξίου), και ξεκίνησε τηγάνισμα με ρυθμό.

Η Τζέλα σηκώθηκε από τη «φωλιά» της (μια παλιά πολυθρόνα με ενισχυμένο πάτο) και μπήκε στην κουζίνα… χορεύοντας.

— «Ωπα, Τζέλα, τι έγινε;»
— (γρύλισμα, παλαμάκια, ρυθμικό βάδισμα)
— «Τι θες να κάνεις, να βοηθήσεις ή να φας τα πάντα;»

Δεν πρόλαβε να απαντήσει (ή να γρυλίσει): μια τηγανίτα πέταξε απ’ το τηγάνι, κατευθείαν στο πάτωμα. Η Τζέλα την άρπαξε στον αέρα, με χάρη μπαλαρίνας και ένταση... τόρνου.

Ακολούθησαν τέσσερις ακόμα. Οι τρεις έφτασαν στο τραπέζι. Η τέταρτη εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος. Μάλλον μέσα στη γούνα της.

Ξαφνικά, ήχος από την πόρτα: ο πρόεδρος του χωριού, ντροπαλά.

— «Μπάμπη; Άκουσα… μυρωδιά. Δηλαδή, ήρθα για κάτι άλλο αλλά... έχεις καμιά τηγανίτα παραπάνω;»

Η Τζέλα στράφηκε αργά προς αυτόν.

Τον πλησίασε.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

Και του έδωσε μια τηγανίτα. Από το πιάτο της.

Ο πρόεδρος βούρκωσε. Ήταν η πρώτη φορά που τον φίλησε κάποιος , έστω και αρκούδα,  με τόσο συναίσθημα.

Από εκείνη τη μέρα, η Τζέλα έγινε τιμώμενο μέλος του χωριού. Ειδικά τις Κυριακές με τηγανίτες.

Κεφάλαιο 4: Η Τζέλα και ο Δήμος

(ή: η εισβολή στην αίθουσα του Κοινοτικού Συμβουλίου)

Ήταν Πέμπτη απόγευμα και στο κοινότητα  γινόταν συνεδρίαση. Θέματα σοβαρά:

αν θα βαφτεί το παγκάκι της πλατείας μπορντό ή κυπαρισσί, ποιος τρώει τα παξιμάδια από το κυλικείο χωρίς να πληρώνει, και το μέγα ζήτημα: να επιτραπούν ή όχι τα ζώα μέσα στα διοικητικά κτίρια.

Ο πρόεδρος πρότεινε να επιτραπούν μόνο τα ζώα συντροφιάς.

Η γραμματέας διαφώνησε:
— «Κι αν φέρει κανείς… τίποτα εξωτικό;»

— «Δηλαδή;»
— «Δεν ξέρω. Λεμούριο. Ή... αρκούδα.»

Γέλια. Μέχρι που ακούστηκε ένα γδούπος στην είσοδο. Ένας δεύτερος. Ένα τρίτο.
Οι πόρτες άνοιξαν και μπήκε η Τζέλα.

Με ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό (παλιό του Μπάμπη), και μια έκφραση αξιοπρέπειας και κριτικής σκέψης.

Ο πρόεδρος πέταξε το στυλό του στον αέρα. Ένας αντιπρόεδρος  έκανε ότι έψαχνε το κινητό του, αλλά είχε ανοίξει ήδη Google για το "πώς ηρεμούμε αρκούδα σε δημόσιο χώρο".

Η Τζέλα πλησίασε το μικρόφωνο.

Γύρισε προς τον πρόεδρο.

Έγειρε λίγο το κεφάλι.

Και έκατσε.

Ο πρόεδρος ψιθύρισε:

— «Νομίζω ψήφισε υπέρ.»

Από εκείνη τη μέρα, ο κανονισμός τροποποιήθηκε:
«Επιτρέπονται τα ζώα, αρκεί να έχουν φουλάρι και άποψη.»
 
Κεφάλαιο 5: Το μυστικό της σπηλιάς με το ραδιόφωνο


Ένα πρωί, η Τζέλα ξύπνησε με ένα παράξενο γρύλισμα. Σαν όνειρο που της είπε κάτι, αλλά δεν το θυμόταν. Έκανε κύκλους στην αυλή, μετά στο σαλόνι, μετά στο κεφάλι του Μπάμπη που κοιμόταν ακόμα.

— «Τι έπαθες, κορίτσι μου;» μουρμούρισε.

Δεν απάντησε. Πήρε ένα παλιό χαλί από το πάτωμα και το έσυρε έξω. Σαν να του έλεγε:
«Έλα, θα σου δείξω κάτι.»

Ακολούθησαν ένα μονοπάτι μέσα στα δέντρα που ούτε ο Μπάμπης ήξερε, παρά το ότι ζούσε εκεί δέκα χρόνια. Η Τζέλα σταματούσε, μύριζε τον αέρα, κοιτούσε ψηλά. Σαν κάτι να θυμόταν.

Έφτασαν σε μια σπηλιά. Έξω είχε παλιές κονσέρβες, παλιά καπάκια από αναψυκτικά, και...ένα ραδιόφωνο.

Όχι καινούργιο. Όχι δουλεμένο. Σαν ξεχασμένο.

Η Τζέλα το πλησίασε και... το ακούμπησε με τη μύτη της.

ΚΛΙΚ.

Ανάβει.

Και παίζει... Χαρούλα Αλεξίου.

Ο Μπάμπης, παγωμένος:
— «Αυτό... είναι το ίδιο τραγούδι που άκουγα όταν σε πρωτοείδα. Εκείνο το πρωί...»

Η Τζέλα γύρισε και τον κοίταξε. Είχε μια έκφραση σαν να έλεγε:
"Κάποια πράγματα δεν είναι τυχαία, φίλε μου."

Το ραδιόφωνο έπαιζε. Η σπηλιά μύριζε παλιά φιλία και μυστήριο.

Κι ο Μπάμπης κατάλαβε:
Η Τζέλα δεν ήταν μια απλή αρκούδα.
Ήταν κάτι πιο βαθύ.
Κάτι με παρελθόν.
Και με άριστο μουσικό γούστο.

Συνεχίζεται άλλη μέρα

Example Image 

Υπογραφή 🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
μπορείς να κάνεις μια μικρή συνεισφορά μέσω Ko-fi.
Στήριξέ με στο Ko-fi

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια