Δοκίμιο καθρέφτης για την Ελλάδα του σήμερα.
Του Τίγρη Τιγρόπουλου
Η Ελλάδα του 2025 δεν φωνάζει, βράζει. Σε πρατήρια, λαϊκές, καφενεία, κάθε μέρα ακούγεται η ίδια αλήθεια: η εξουσία κλέβει με τα δισεκατομμύρια και κυνηγάει τον λαό για τα 50 λεπτά.
📍 Ένα πολιτικό δοκίμιο για τη νέα σιωπηλή οργή που απλώνεται παντού.
Το παρόν θυμίζει επικίνδυνα το παρελθόν
Οι τόνοι στις πολιτικές κουβέντες, που είχαν χαμηλώσει μετά το 2019, ανεβαίνουν ξανά. Η οργή έχει επιστρέψει, και αυτή τη φορά δεν περιορίζεται σε κομματικά στρατόπεδα. Τη βλέπεις στο πρόσωπο του επαγγελματία, του αγρότη, του οδηγού, του υπαλλήλου.
Η συλλογική αγανάκτηση δεν είναι απλώς οικονομική – είναι υπαρξιακή και αξιακή. Δεν αφορά μόνο το πώς ζει κανείς, αλλά αν μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια μέσα σε ένα κράτος που του συμπεριφέρεται με καχυποψία και εξευτελισμό.
Το σκηνικό θυμίζει τις μέρες των μνημονίων.
Εκείνες τις μέρες όπου η «παραβίαση» του Συντάγματος γινόταν σε prime time.
Όπου η ζωή γινόταν αριθμός σε excel του ΔΝΤ.
Και πιο μετά, ήρθε και το ξεχείλισμα της προδοσίας των Πρεσπών, όπως την αντιλαμβάνεται ένα τεράστιο κομμάτι του λαού, που ένιωσε ότι ξεπουλήθηκε η ταυτότητά του χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Κάποιες φορές, ένα πρατήριο καυσίμων είναι πιο αξιόπιστος δείκτης οικονομίας από οποιοδήποτε μοντέλο μακροοικονομικής πρόβλεψης. Εκεί, στο σημείο που άνθρωποι σταματούν για λίγα λίτρα βενζίνη ή ένα πλύσιμο με μισό ευρώ, καταγράφεται η αληθινή θερμοκρασία της κοινωνίας.
Σε μία τέτοια στιγμή, ένας πρατηριούχος είπε με αγανάκτηση κάτι που συγκλόνισε:
«Οι μόνοι που βάζουν πάνω από 50 ευρώ βενζίνη είναι οι Αλβανοί, αυτοί που έρχονται από την Αλβανία! Ένας άφησε και 65 ευρώ φιλοδώρημα! Οι Έλληνες δεν μπορούν ούτε να γεμίσουν το ρεζερβουάρ…»
Πρόκειται για μια δήλωση-γροθιά στην εθνική υπερηφάνεια. Διότι όταν ο τουρίστας ή περαστικός από μια χώρα φτωχότερη της Ελλάδας κινείται με περισσότερη οικονομική άνεση από τον ντόπιο πολίτη, τότε έχουμε μπει σε πολιτισμική και οικονομική παρακμή. Και το χειρότερο: έχουμε συνηθίσει.
Η μεγάλη αντίφαση: Ο έλεγχος των φτωχών, η ασυλία των πλουσίων
Το παράδοξο είναι τόσο απλό, ώστε μοιάζει σχεδόν παιδικό:
-
Ο φτωχός που πάει να πλύνει το αμάξι του με μισό ευρώ ελέγχεται, φορολογείται, παρακολουθείται.
-
Ο προνομιούχος που παίρνει κρατικό χρήμα με απευθείας αναθέσεις, που στήνει offshore και τιμολογεί αέρα, προστατεύεται.
Η μικροεπιχείρηση δαιμονοποιείται ως φοροφυγάς. Ο μεγάλος εργολάβος επιδοτείται.
Πρόκειται για ένα καθεστώς καθολικής υποκρισίας, ένα οικονομικό σύστημα που επιβιώνει αρμέγοντας τους πολλούς και ανέχεται την καταλήστευση των πόρων από τους λίγους — επειδή αυτοί είναι «δομικά χρήσιμοι».
Όταν ο φτωχός γίνεται «ύποπτος» και ο ισχυρός παραμένει «ανώνυμος»
Ο ίδιος άνθρωπος μίλησε με σφοδρότητα και για το άλλο του εισόδημα, π.χ. τα πλυντήρια αυτοεξυπηρέτησης:
«Μου τα έκλεισαν γιατί λέει δεν γίνεται να δουλεύουν με κέρμα. Θέλουν να ξέρουν ποιος ρίχνει 0,50 ευρώ για να ξεπλύνει λάσπες!»
Δεν είναι αστείο. Είναι τραγικό.
Το κράτος, με τη μανία ψηφιακής καταγραφής και δήθεν διαφάνειας, δεν έχει πρόβλημα:
-
με απευθείας αναθέσεις δισεκατομμυρίων,
-
με ρουσφέτια σε γνωστά πρόσωπα,
-
με ύποπτες offshore και συμβάσεις χωρίς διαγωνισμούς.
Έχει όμως πρόβλημα με τον μικρομεσαίο που δουλεύει με κέρματα. Τον θέλει δηλωμένο, φακελωμένο και πιθανώς εξαφανισμένο.
Ο πρατηριούχος έκλεισε την κουβέντα με λόγια που δεν σηκώνουν παρερμηνείες:
«Οι συμμορίες κλέβουν εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, κι ελέγχουν ποιος έβαλε 1 ευρώ στο πλυντήριο!»
Και όταν είπε «συμμορίες», εννοούσε την κυβέρνηση. Ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της εξουσίας που, αντί να κυβερνά, λυμαίνεται. Και το εννοούσε όχι ως λαϊκιστής, αλλά ως καθημερινός άνθρωπος που δεν αντέχει άλλο.
Οργή χωρίς ιδεολογία, πολιτική δίψα χωρίς κομματική διεύθυνση
Εκεί που κάποτε υπήρχε παραίτηση, σήμερα επιστρέφει η πολιτική συζήτηση της αγανάκτησης.
Όπως τα χρόνια των μνημονίων, ξανακούγονται φράσεις όπως:
-
«Τελειώσανε, δεν πάει άλλο»
-
«Μας πίνουν το αίμα»
-
«Κοιτάνε μόνο να κλέψουν»
Η διαφορά με το 2011-2015 είναι πως τότε υπήρχε πολιτικός φορέας υποδοχής της οργής, ο ΣΥΡΙΖΑ, με ελπίδες και αντιμνημονιακό αφήγημα.
Σήμερα, δεν υπάρχει ακόμα κάτι ανάλογο. Η οργή είναι άστεγη.
Αλλά υπάρχει. Υπογείως. Και σιγοβράζει.
Το γεωοικονομικό σοκ: Πού βρισκόμαστε σε σχέση με τους γείτονές μας;
Όταν οι περαστικοί από την Αλβανία, μια χώρα που θεωρούσαμε «οικονομικά πίσω», κινούνται με μεγαλύτερη ρευστότητα, δεν είναι απλώς ένα παράδοξο.
Είναι προειδοποίηση: η Ελλάδα βρίσκεται στην ύστερη φάση υποβάθμισης. Μια χώρα που στα χαρτιά βγήκε από τα μνημόνια το 2018-2019, αλλά στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού της.
-
Η δημόσια διοίκηση παραμένει πελατειακή.
-
Οι θεσμοί εξουθενωμένοι ή υποταγμένοι.
-
Ο πληθυσμός κουρασμένος, υπερχρεωμένος και βαθιά απογοητευμένος.
Η περιβόητη μεσαία τάξη , στην οποία απευθύνεται διαρκώς η ΝΔ, δεν υπάρχει πια.
Έγινε ταυτόχρονα:
-
Πελάτης σουπερμάρκετ με δανεικά,
-
Φορολογούμενος χωρίς αντίκρισμα,
-
Πολίτης χωρίς φωνή.
Η μαύρη οικονομία ως αντιστάθμισμα στη νομοθετημένη αδικία
Πολλοί οικονομολόγοι (ακόμα και κεντρικοί τραπεζίτες) έχουν παραδεχτεί ότι:
-
Ένα μικρό ποσοστό "μαύρης οικονομίας" επιτρέπει στην οικονομία να «αναπνέει», ειδικά σε περιόδους αυστηρής λιτότητας.
-
Υπάρχει σε όλες τις οικονομίες του κόσμου, ακόμα και στην Ελβετία και στη Γερμανία (η λεγόμενη «informal economy»).
-
Σε υπερχρεωμένα κράτη ή με άκαμπτες φορολογικές αρχές, η παραοικονομία παίζει ρόλο "αντικρατικού αναπνευστήρα".
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι η παραοικονομία είναι μεταξύ 15-25% του ΑΕΠ.
Όσο είναι και στις οικονομίες των προαναφερόμενων κρατών.
Η υποκρισία του κράτους είναι ότι από τη μια θέλει να την εξαλείψει πλήρως με ψηφιοποίηση και έλεγχο, αλλά από την άλλη επιβιώνει από αυτήν: οι μικρομεσαίοι που δεν αντέχουν την πλήρη φορολογική αποκάλυψη είναι αυτοί που στηρίζουν ακόμα κομμάτια της κατανάλωσης και της απασχόλησης.
Είναι ειρωνικό: το μόνο «ανάχωμα» στην απόλυτη εξαθλίωση φαίνεται να είναι κάτι που το κράτος καταγγέλλει αλλά ανέχεται σιωπηλά:
η παραοικονομία.
Αυτό το 15%-20% της «μαύρης» δραστηριότητας είναι ό,τι κρατάει ανοιχτά:
-
μικρά καταστήματα,
-
τεχνικά επαγγέλματα,
-
συνεργεία, χωράφια, καφενεία.
Όχι γιατί ο Έλληνας είναι «φοροφυγάς», αλλά γιατί το κράτος του ζητάει περισσότερα απ’ όσα αντέχει, χωρίς να του επιστρέφει τίποτα.
Όλοι το ξέρουν. Απλώς κανείς δεν τολμά να το πει επίσημα.
Μόνο ο πρατηριούχος, που βλέπει ποιος γεμίζει ρεζερβουάρ και ποιος μετράει τα ευρώ, το λέει καθαρά και τίμια.
Η μαύρη οικονομία ως ανεπίσημο οξυγόνο
Κάποτε, κάποιοι οικονομολόγοι παραδέχτηκαν αυτό που όλοι γνωρίζουν σιωπηρά:
-
Χωρίς ένα ποσοστό 15%-20% παραοικονομίας, η επίσημη οικονομία δεν θα λειτουργούσε.
-
Το κράτος χρειάζεται τη «μαύρη εργασία» για να γλιτώνει ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
-
Το κράτος «επιτρέπει» τη φοροδιαφυγή σε μικρή κλίμακα για να κρατήσει όρθιους μικρομεσαίους που αλλιώς θα έκλειναν.
Και όμως, την ίδια ώρα, με άλλοθι την "κανονικότητα", νομοθετεί την καθολική ψηφιακή παρακολούθηση κάθε πράξης. Το μισό ευρώ στο πλυντήριο αυτοκινήτων αντιμετωπίζεται με περισσότερη καχυποψία από ό,τι μια ανάθεση 5 εκατομμυρίων σε φίλο υπουργού.
Το μέλλον έχει ήδη ξεκινήσει και δεν είναι φιλοκυβερνητικό
Και τώρα; Μια κοινωνία που δεν αντέχει άλλο
Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται φαινομενικά ισχυρή, αλλά από κάτω τρίζει. Οι δημοσκοπήσεις, αν ακόμη αποτυπώνουν κάτι, δεν καταγράφουν την απόγνωση και την κούραση. Δεν καταγράφουν την αίσθηση αδικίας, το αίσθημα ότι «το κράτος είναι απέναντι».
Ο Μητσοτάκης, η ΝΔ, ίσως και όλο το πολιτικό σύστημα όπως το γνωρίζαμε, οδεύουν σε υπαρξιακή φθορά. Όχι μόνο λόγω σκανδάλων ή αποτυχημένων πολιτικών, αλλά επειδή δεν μπορούν πια να πείσουν κανέναν ότι είναι εκεί για τον πολίτη.
Ο πρατηριούχος δεν είναι μόνος του. Είναι η φωνή της βάσης. Και όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ:
«Ο κόσμος δεν καταστρέφεται από καταιγίδες. Καταρρέει από τις ρωγμές που ανοίγουν σιωπηλά στην πέτρα.»
Σήμερα, αυτές οι ρωγμές έχουν αρχίσει να φαίνονται. Και έρχονται από τα πρατήρια, τα καφενεία, τα παγκάκια και τα φανάρια. Όχι από τα πάνελ των τηλεοπτικών δελτίων.
Δεν γνωρίζουμε πότε θα είναι οι επόμενες εκλογές.
Αλλά αν ρωτήσεις τον κόσμο, όχι στις κάλπες, αλλά στην "βενζινάδικη ουρά", η φράση που ακούς πιο συχνά είναι:
«Μητσοτάκης – ΤΕΛΟΣ»
Δεν είναι προεκλογική καμπάνια. Είναι κραυγή απόγνωσης.
Όχι γιατί η κοινωνία έγινε αριστερή, ούτε επειδή ανακάλυψε τον ριζοσπαστισμό.
Αλλά γιατί δεν έχει άλλα περιθώρια ανοχής.
Αυτό το τέλος δεν θα είναι ξαφνικό. Αλλά όταν έρθει, θα μοιάζει αυτονόητο.
Και τότε θα λέμε: «Μα πώς δεν το είδαμε; Το έλεγε ο βενζινάς, το έλεγε ο φούρναρης, το έλεγε ο συνταξιούχος…»
Απλώς δεν το έλεγε η τηλεόραση.


🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
0 Σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε