Η ΟΥΓΓΑΡΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑ ΣΕ Ε.Ε.-ΔΝΤ
Στον οικονομικό τομέα έδωσε έμφαση στις φοροαπαλλαγές. Υποσχέθηκε μεγάλης έκτασης μείωση της φορολογίας πρώτα απ' όλα για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, τη μείωση του φόρου από το 19% στο 10%, καθώς και την ευμενή φορολογική αντιμετώπιση των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίσει χρονολογικά την εφαρμογή αυτών των μέτρων. Παράλληλα δήλωνε ότι οι όροι του ΔΝΤ είναι επαχθείς για τη χώρα και ότι θα αντιδράσει ως ηγέτης ανεξάρτητης χώρας – σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές, δίνοντας έμφαση και εδώ στον εθνικισμό.
Γνωρίζοντας ότι αδυνατεί άμεσα να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που πλήττουν το λαό επέλεξε τη σύγκρουση με το ΔΝΤ.
Έχοντας ως δεδομένο ότι από τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ δάνεια από Ε.Ε.-ΔΝΤ του 2008, η Ουγγαρία έχει λάβει τα 15 δισεκατομμύρια και ότι για να πάρει τα υπόλοιπα 5 δισεκατομμύρια θα πρέπει να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα από το 5% που είναι τώρα στο 3,8%, για το οποίο δεσμεύτηκε και το κόμμα του, η κυβέρνησή του, επέλεξε να συγκρουστεί με το ΔΝΤ στον τρόπο (και τα μέσα) επίτευξης αυτού του στόχου (δηλαδή εφαρμογής αυτής της δέσμευσης). Απέρριψε τις σχετικές προτάσεις του ΔΝΤ, λέγοντας ότι δεν δέχεται υπαγορεύσεις, ότι το πώς με ποιο τρόπο και με ποια μέσα θα το κάνει αυτό, αυτό είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησής του. Μετά από αυτό η αντιπροσωπεία του Δ.Ν.Τ αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις.
Στη συνέχεια, ο Όρμπαν προχώρησε στη φορολόγηση των ουγγρικών τραπεζών με το συνολικό ποσό των 200 δισεκατομμυρίων φόριντ, που είναι το ουγγρικό νόμισμα.
Αξίζει να ειπωθεί ότι ο φόρος επιβλήθηκε στο κεφάλαιο των τραπεζών και όχι στα κέρδη. Αυτή η ενέργεια της ουγγρικής κυβέρνησης είχε επιπτώσεις στην ισοτιμία του φόριντ, οι οποίες όμως δεν ήταν καταστροφικές, όπως υποστήριξε ο διεθνής τύπος. Επομένως δεν είναι αυτό το κύριο πρόβλημα το οποίο η ουγγρική κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσει για να προχωρήσει, μετά τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3,8%, στην καθιέρωση του ευρώ. (η ισοτιμία του ευρώ με το φόριντ είναι 1 ευρώ : 283 ,83 φόριντ - 24.7.2010).
Όμως το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Σύμφωνα με ειδικούς μελετητές της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ουγγρική οικονομία, αυτή η ενέργεια της κυβέρνησης Όρμπαν θα έχει ως αποτέλεσμα (ίσως αυτή να είναι και η πρόθεσή της) την αναστολή της ημερομηνίας καθιέρωσης του ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η καθιέρωσή του ευρώ είχε οριστεί για το 2010. Με την παρέμβαση της κυβέρνησης Gyurcsany (Γκιούρτσιανυ) μετατέθηκε η ημερομηνία αυτή για το 2010 -2011 και φαίνεται ότι θα πάει και πιο πέρα.
Η αιτία γι αυτή την αλλαγή (που μάλλον επιδιώκει η κυβέρνηση Όρμπαν) είναι το γεγονός ότι προϋπόθεση για την εισαγωγή του ευρώ είναι η ισχυρή ανταγωνιστικότητα της ουγγρικής οικονομίας, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Έτσι, η ουγγρική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να επιλέξει τη ρύθμιση της ανταγωνιστικότητας «παίζοντας» με την υποτίμηση- ανατίμηση του εθνικού της νομίσματος, του φόριντ. Αυτό είναι βέβαια ένα πλεονέκτημα για την Ουγγαρία, παράλληλα και μαζί με τα μειονεκτήματα και τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της ενέργειας, τις οποίες τονίζουν ή και υπερτονίζουν με όλους τους τρόπους οι επικριτές της κυβέρνησης του σκληροτράχηλου Όρμπαν, ο οποίος σύμφωνα με τον έγκυρο σχολιαστή και αναλυτή των πολιτικών πραγμάτων στην Ουγγαρία κοινωνιολόγο και οικονομολόγο Laszlo Lengyel διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις της χώρας με υπουργούς χωρίς αυτονομία, υποταχτικούς υπηρέτες των αποφάσεων και των επιλογών ενός- ικανού θα πρέπει να πω- ηγέτη με ναρκισιστική προσωπικότητα (Βλ. Lengyel Laszlo, Hova tuntek a Fidesz bolenyei;- Που πήγαν οι βούβαλοι του Fidesz; Περιοδικό hvg, 25.7.2010).
Θα πρέπει να πω, με κάθε επιφύλαξη – επειδή δεν μπόρεσα να συλλέξω επαρκή μάζα πληροφοριών γι αυτό το θέμα- ότι οι τράπεζες, που με δυσφορία ανταποκρίθηκαν σε αυτό το μέτρο, αντέδρασαν κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της φορολογίας και όχι για καθαυτό το μέτρο της φορολόγησης, πράγμα που το είχε κάνει η κυβέρνηση Gyurcsany, που είχε φορολογήσει τις τράπεζες, όμως όχι με τόσο «μεγάλο» ποσό, υπενθυμίζουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής.
Διαβάζοντας άρθρα και δηλώσεις πολιτικών, καθώς και παραγόντων της οικονομικής ζωής, αλλά και περισσότερους από 300 σχολιασμούς στο Ιντερνετ δεν θα ήμουν μακριά από τα πράγματα αν έλεγα ότι ο κόσμος στο μεγαλύτερο μέρος χαιρέτισε τη διπλή ενέργεια του Όρμπαν (τη στάση του απέναντι στο ΔΝΤ και τη φορολόγηση των τραπεζών), ως ενέργεια ενός ρεαλιστή πολιτικού και μαζί ως ενέργεια εθνικού ηγέτη, ο οποίος συμπεριφέρθηκε απέναντι στο ΔΝΤ ως πρωθυπουργός μιας ανεξάρτητης χώρας.*
Στην παρατήρηση ότι με την στάση του έναντι του ΔΝΤ και κυρίως με τη «βαριά» φορολόγηση των τραπεζών η χώρα μπορεί να χάσει την εμπιστοσύνη της αγοράς, υπεκφεύγοντας να απαντήσει ευθέως στο ερώτημα αυτό είπε ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης δεν οφείλεται στη δική του πολιτική. Η αγορά, είπε, δεν μας εμπιστεύεται, επειδή επί 8 χρόνια λέγαμε ψέματα (δηλαδή, οι σοσιαλιστές με πρωθυπουργό τον Gyurcsany), δίναμε ψεύτικα στοιχεία για την οικονομία της χώρας- όμως και αυτό είναι μια υπερβολή, που ταιριάζει στο δημαγωγικό στυλ του Όρμπαν.
Σχολιάζοντας την παρατήρηση- άποψη των επικριτών του ότι είναι μεγάλη η φορολόγηση των τραπεζών και ότι οι τράπεζες θα μεταφέρον αυτό το ποσό στις πλάτες των πολιτών, του λαού, είπε ότι αυτό δεν θα συμβεί και ότι υπάρχουν μηχανισμοί που αυτό μπορούν να το αποτρέψουν. Εξάλλου –είπε- οι τράπεζες κερδίζουν πολλά και το ποσό των 200 δισεκατομμυρίων φόριντ δεν είναι μεγάλο γι αυτές. Και με αυτή του τη θέση ο Όρμπαν εξέφρασε την άποψη του κόσμου....
Από τους σχολιασμούς των πολιτών στο Ιντερνέτ προκύπτει ότι είναι πολλοί εκείνοι που λένε (ή και απαιτούν) ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στη φορολόγηση των ξένων τραπεζών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Τονίζουν ότι οι πολυεθνικές, όπως η Tesco, εξάγουν στο εξωτερικό χιλιάδες δισεκατομμύρια φόριντ. Γνωρίζουν βέβαια ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Ότι με τα σημερινά νομικά και θεσμικά δεδομένα η φορολόγησή τους δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 20 δισεκατομμύρια φόριντ. Γι αυτό και αναρωτιούνται αν μια τέτοια πράξη, από την άποψη αντιμετώπισης του προβλήματος του χρέους, θα είχε νόημα. Μια τέτοια πράξη βέβαια έχει τη δική της πολιτική σημασία, με προεκτάσεις στην ενίσχυση του υπάρχοντος εχθρικού κλίματος έναντι των πολυεθνικών επιχειρήσεων στους κόλπους του ουγγρικού λαού.
Στο σημείο αυτό αξίζει να πω ότι πριν από την αλλαγή του συστήματος ήταν ευρέως διαδεδομένη στους κόλπους των Ούγγρων οικονομολόγων (και μαρξιστών ή οικονομολόγων που επί πολλά χρόνια δίδαξαν μαρξιστική πολιτική οικονομία) η άποψη ότι χωρίς την εισαγωγή της σύγχρονης τεχνολογίας και του σύγχρονου επιχειρησιακού μάνατζμεντ από τις πολυεθνικές, είναι αμφίβολη έως εντελώς αδύνατη η περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της χώρας και μαζί η δρομολόγηση της «αναγκαίας» διαδικασίας οργανικής ένταξης της οικονομίας της στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία. Και θα πρέπει να πω ότι ευρύτερες μάζες όχι μόνον της διανόησης, αλλά και της εργατικής τάξης χαιρέτησαν αυτή τη σκέψη, και ότι πολλοί από τους νέους (μάλλον οι περισσότεροι) είχαν συνδέσει την σταδιοδρομία τους με την προοπτική εκσυγχρονισμού της οικονομίας και εξευρωπαϊσμού της χώρας. «Φυσικά» τη σκέψη αυτή την υποστήριξαν με «συνέπεια» τα ΜΜΕ.
Χρήζει ειδικής μελέτης- έρευνας το γεγονός ότι από όλη αυτή την εξέλιξη στην πολιτική συνείδηση του λαού (με ισχυρά τα εθνικιστικά στοιχεία για ένα μεγάλο μέρος των Ούγγρων – αυτό πρέπει να το πω) η πολυδιασπασμένη ριζοσπαστική αριστερά πολιτικά δεν έχει εισπράξει σχεδόν τίποτα, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη δημόσια πολιτική έκφρασή της. Πάντως, ευρύτατα τμήματα αριστερών (με την ευρύτερη έννοια) έχουν πάψει να θεωρούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα ως αριστερό κόμμα, θεωρώντας ότι πρόδωσε την ίδια την καταβολή του, το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα του Γιάνος Κάνταρ.
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που εδώ και χρόνια όλα τα «γκάλοπ» δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ούγγρων αναπολεί την εποχή Κάνταρ, τον «κανταρικό σοσσιαλισμό». Αυτό βέβαια δεν μπορεί να το αρνηθεί ο Όρμπαν, προσπαθεί όμως να υποβαθμίσει τη σημασία του. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο «έξυπνος» ρεαλιστής και δημαγωγός Όρμπαν απάντησε στην παρατήρηση του γερμανικού περιοδικού Die Welt :« οι δημοσκοπήσεις – είπε ο δημοσιογράφος του Die Welt - δείχνουν ότι οι ελευθερόφρονες Ούγγροι φρονούν ότι ο άλλοτε κομμουνιστής δικτάτορας Κάνταρ Γιάνος είναι ο συμπαθέστερος πολιτικός του 20ου αιώνα». Ο Όρμπαν αποφεύγοντας να απαντήσει ευθέως στην παρατήρηση αυτή του δημοσιογράφου, είπε: « οι νεκροί πάντα έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των ζωντανών. Ο άνθρωπος είναι εθισμένος να εξωραΐζει την εικόνα το νεκρού... Αυτό συμβαίνει με όλους τους πολιτικούς, αυτό θα συμβεί και με μένα» (Εφημερίδα Nepszava, 25.7.2010).
Δεν είναι νομίζω χωρίς ενδιαφέρον να πω ότι ο πρόεδρος της Ρουμανίας μίλησε για τη σημασία της Κεντρικής Ευρώπης στο σύγχρονο κόσμο, τονίζοντας ότι το σημαντικότερο για το χώρο αυτό είναι η εξασφάλιση της ισορροπίας, της αμοιβαίας συνεργασίας των χωρών αυτών συνολικά και σε διμερή βάση.... Αυτό, πρόσθεσε, μπορεί να επιτευχθεί μόνον στη βάση κοινά αποδεκτών αξιών.
Ο εθισμός στην επεκτατική-αποδασωτική γεωργία των 'αυξάνεσθε και ερημοποιείτε' δολοφόνων Κάιν, ξεκίνησε από κατάντια, λόγω έλλειψης άλλης τροφής σε έρημους κάμπους, και κατέληξε η υπ. αρ. 1 απειλή για το απροετοίμαστο σήμερα για ηφαιστειακούς χειμώνες, κατευθυνόμενα υπερπληθυσμιακό ανθρώπινο είδος, αφού οι γεωργοί παντού ζουν με τον καθημερινο ΤΡΟΜΟ για χαλάζι-πλημμύρες-ξηρασία-ακρίδες-αρρώστιες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα κατσίκια-ξαδέρφια των ελαφιών ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ το δάσος και ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ φροντίδες, αφού τρέφονται με χαμηλούς βλαστούς. Αντίθετα πρόβατα και αγελάδες προωθούνται επειδή χρειάζονται αποδασωμένα λιβάδια, όπου ανταγωνίζονται τη γεωργία, διχάζοντας τα θύματά τους...
Μακάρι, από την Ελλάδα, η οποία ύμνησε την κτηνοτροφική-δασική αυτάρκεια που τη βοήθησε να επιβιώσει και να προσφέρει τόσα στην ανθρωπότητα, ολοένα και περισσότεροι να δουν, εν μέσω επεκτεινόμενης πείνας, την ευκαιρία διάδοσης της αλήθειας για τη θανάσιμη παγίδα τής γεωργίας και τη ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΗ λύση της αιγοτροφίας!