
Σε κάθε περίοδο σκλαβιάς της Ελλάδας, είτε επί τουρκοκρατίας, είτε της ΝΑΖΙστοκρατίας, υπήρχαν πολλοί που αν δεν το βούλωναν από δειλία, συνεργάζονταν κιόλας με τους κατακτητές για προσωπικό όφελος που μπορεί να το έντυναν και με λίγη ή πολύ φιλοπατρία. Ένας ραγιαδισμός υπάρχει, μπορώ να πω έμφυτος μαζί με ωφελιμισμό και ιδιοτέλεια, βόλεμα και άραγμα στην όποια βόλεψη τους.
Αυτό μπορεί να παραλληλιστεί και με άλλες επόμενες των σκλαβιών εποχές, εποχές ελευθερίας, είτε ημιελευθερίας ντυμένη με έναν απόλυτο ορθολογισμό που δεν δέχεται αντιρρήσεις και που αντιμετωπίζει τις άλλες απόψεις γραφικές, γελοίες, ακόμα και ανεδαφικές.
Αυτό είναι μια διαχρονική παρατήρηση πάνω σε ένα ψυχοκοινωνικό φαινόμενο που έχει απασχολήσει πολύ τον ελληνικό δημόσιο διάλογο: τον ραγιαδισμό, δηλαδή τη δουλοπρέπεια ή υποταγή στον εκάστοτε ισχυρό, και την τάση ορισμένων να συμπορεύονται με την εξουσία, είτε από φόβο είτε από ιδιοτέλεια.
Εδώ αυτό τίθεται με ουσιαστικό βάθος. Στην ιστορική διαδρομή της Ελλάδας, από την τουρκοκρατία μέχρι την ναζιστική κατοχή, αλλά και σε περιόδους «ελευθερίας», φαίνεται ότι κάποιοι υιοθετούν μια στάση που βολεύει την προσωπική τους επιβίωση ή ανέλιξη, συχνά εις βάρος συλλογικών αξιών και εθνικών αγώνων. Το στοιχείο του ωφελιμισμού και της προσαρμοστικότητας στον ισχυρό, ενίοτε καμουφλάρεται με επίφαση λογικής, πατριωτισμού ή ακόμα και ρεαλισμού, μέσα από έναν «ορθολογισμό» που δεν δέχεται αμφισβητήσεις και λοιδορεί τις αντίθετες απόψεις ως "γραφικές" ή "παρωχημένες".
Ο παραλληλισμός αυτός μπορεί να ιδωθεί και ως κριτική της σύγχρονης πνευματικής υποτέλειας: μια νέα μορφή ραγιαδισμού που δεν σχετίζεται πια με τους κατακτητές με την παραδοσιακή έννοια, αλλά με δομές εξουσίας, συστήματα ιδεών, οικονομικά συμφέροντα ή ακόμα και πολιτιστικά πρότυπα που επιβάλλονται «άνωθεν».
Ραγιαδισμός: Η σκιά της ελευθερίας
Σε κάθε περίοδο υποδούλωσης του ελληνικού λαού, από την τουρκοκρατία ως τη ναζιστική κατοχή, εμφανίζονταν, σχεδόν νομοτελειακά, δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που αντιστέκονταν και αυτοί που υπέκυπταν. Οι δεύτεροι δεν ήταν απαραίτητα δειλοί. Συχνά ήταν ευπροσάρμοστοι, ρεαλιστές, «λογικοί». Βρίσκονταν κοντά στην εξουσία, διατηρούσαν επαφές, βόλευαν την οικογένειά τους, έβρισκαν τρόπο να επιβιώσουν και συχνά, να ευημερήσουν. Ο ραγιαδισμός δεν είναι μόνο φόβος. Είναι και επιλογή.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, δεν ήταν λίγοι οι κοτζαμπάσηδες και οι δημογέροντες που συνεργάζονταν με την Πύλη, παζάρευαν φόρους και εξασφάλιζαν προνόμια, κρατώντας τον λαό ήσυχο και υπάκουο. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, την ώρα που ο λιμός θέριζε την Αθήνα, άλλοι πλούτιζαν μέσω μαύρης αγοράς, ρουφιάνευαν Έλληνες σε Γερμανούς, φορούσαν κουκούλες και την επόμενη δεκαετία φορούσαν και υπουργικά κουστούμια.
Όμως ο ραγιαδισμός δεν πέθανε με την απελευθέρωση. Μεταλλάχθηκε. Φόρεσε άλλα ρούχα. Στις μέρες μας, δεν προσκυνά τον πασά, αλλά τον τεχνοκράτη. Δεν δίνει αναφορά στον αγά, αλλά στον "θεσμό", στον "ειδικό", στο "σύστημα". Ο νέος ραγιάς δεν φοβάται για το κεφάλι του, αλλά για τη θέση του, το status του, τη "λογική" του εικόνα. Πείθεται ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όποιος τον αμφισβητεί, είναι "γραφικός", "λαϊκιστής", "επικίνδυνος".
Κατά την περίοδο των Μνημονίων, είδαμε τον σύγχρονο ραγιαδισμό να θριαμβεύει: πολιτικοί που υπόγραφαν με κλειστά μάτια, πολίτες που αποδέχονταν την υποταγή ως αναγκαιότητα, δημοσιολογούντες που λοιδορούσαν κάθε εναλλακτική ως αφέλεια. Η περίφημη φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ, "There is no alternative", έγινε σύνθημα και ελληνικό. Οποιαδήποτε φωνή αντίστασης παρουσιάστηκε ως παθολογική παρέκκλιση από τον μονόδρομο. Ό,τι δεν εξυπηρετούσε τα νούμερα, τα πλεονάσματα και τις "αγορές", έπρεπε να γελοιοποιηθεί ή να κατασταλεί.
Ακόμη και σήμερα, σε μια περίοδο σχετικής ομαλότητας, ο ραγιαδισμός είναι παρών. Όχι πάντα θεαματικός, αλλά διάχυτος. Είναι ο φόβος να μιλήσεις ελεύθερα, η έγνοια "να μη φανείς περίεργος", η σπουδή να είσαι αρεστός, "εντός γραμμής". Είναι η απέχθεια απέναντι σε κάθε τι που ξεφεύγει από το καθιερωμένο: η ιδέα της πατρίδας, της πίστης, της ανιδιοτελούς προσφοράς συχνά χλευάζεται από εκείνους που τις θεωρούν «αναχρονισμούς». Αν δεν έχεις business plan, αν δεν μιλάς τη γλώσσα της αγοράς, θεωρείσαι απροσάρμοστος.
Αυτή είναι η νέα μορφή δουλείας: η πνευματική. Όχι με αλυσίδες και όπλα, αλλά με ντροπή και φόβο. Και η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι αυτός ο σύγχρονος ραγιάς ζει σε μια δημοκρατία. Μπορεί να ψηφίζει, να ταξιδεύει, να επιλέγει, αλλά φοβάται να ρισκάρει, να αμφισβητήσει, να σκεφτεί διαφορετικά. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το βόλεμα. Να βολευτεί. Να μη φανεί.
Η Ελλάδα είχε πάντα ήρωες και ραγιάδες. Το ερώτημα είναι: σε ποια πλευρά στεκόμαστε σήμερα; Και κυρίως: πόσο πρόθυμοι είμαστε να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας όχι μόνο απέναντι σε κατακτητές, αλλά και απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό;
Ενδεικτικές αναφορές:
- Γ. Μαργαρίτης, Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του ’40
- Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
- Σ. Ζήκος, Η αποικία του χρέους, Εκδ. Λιβάνη
- Z. Bauman, Ρευστοί Καιροί
- Χ. Γιανναράς, Η περιπέτεια του αυτονόητου
🙏 Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο και θέλεις να στηρίξεις τη δουλειά μου,
0 Σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε