-->

Header Ads

Την ημέρα που έκλαψε ο Μακάριος...


«Σήμερα, τα πράγματα άλλαξαν», μας λέει. «Καλά να φάμε, καλά να πιούμε. Ξεχάσαμε νωρίς εκείνες τις εποχές και οι νεότεροι νομίζουν ότι είναι παραμύθια της Χαλιμάς, όταν τα αφηγούνται οι γηραιότεροι. Ίσως και γι’ αυτό σήμερα έχει αλλάξει προς το χειρότερο ο κοινωνικός ιστός. Ίσως γιατί ξεχάσαμε νωρίς μια άλλη εποχή, που είχαμε καθήκον να μη λησμονήσουμε…».

Μνήμες προσφυγιάς από το καταυλισμό στο «Αμμονίσιον»


ΤΟΥΠΑΜΠΟΥΒΑΣΙΛΑ

Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, τον Αύγουστο του 1974, ο νέος τότε αστυνομικός Κωστάκης Παναγιώτου από το Πολέμι, νυφμευμένος το Φεβρουάριο του 1974 στο Βαρώσι, κατέφυγε με την έγκυο γυναίκα του, όπως πολλοί άλλοι πρόσφυγες, στην Ορμήδεια. Είχε φίλους εκεί και έλπιζε σε βοήθεια. Άνοιξαν οι άνθρωποι σπίτια και καρδιές και τον βοήθησαν, κάτι που θυμάται με συγκίνηση και εκτίμηση μέχρι σήμερα.
Μετά από κάποιο διάστημα η Κυβέρνηση μπόρεσε να εμβάσει μισθό στους αστυνομικούς και ήταν σε καλύτερη μοίρα από τις δεκάδες χιλιάδες απένταρους και άνεργους πρόσφυγες τη δύσκολη εκείνη περίοδο αμέσως μετά την εισβολή και τον ξεσπιτωμό. Μέσα από το καθήκον του αλλά και εκτός καθήκοντος, ο νεαρός αστυνομικός καθημερινά ζούσε εκτός από το δικό του προσφυγικό δράμα και το δράμα πολλών άλλων ανθρώπων, που βρίσκονταν σε πιο δεινή θέση από τον ίδιο. Έξω από την Ορμήδεια στο «Αμμονίσιον» και στο γειτονικό Δάσος της Άχνας, παραπάνω από 60-70 χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν σε δύσκολες και κάποτε άθλιες συνθήκες. Το χειμώνα του 1974, τέλος του χρόνου ή και αρχές του 1975, ο κ. Παναγιώτου, που αφυπηρέτησε πρόσφατα με το βαθμό του αστυνόμου β’, έζησε μια ξεχωριστή συγκλονιστική εμπειρία, την οποία μας αφηγήθηκε.
Αυτό έγινε όταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επισκέφθηκε τον καταυλισμό των προσφύγων για να δει τις συνθήκες διαβίωσης του κόσμου. Ήταν ανάμεσα στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν και τότε, κάποια στιγμή, στη θέα των μωρών που κοιμόντουσαν σε σακούλες κάτω στο χώμα σε βρεγμένα αντίσκηνα, στη θέα των γερόντων που κλαίγοντας ρωτούσαν «μακαριότατε πότε θα πάμε σπίτι μας;», στη θέα των ανθρώπων που δεν είχαν κομμάτι ρούχο στεγνό ή και που δεν είχαν τα αναγκαία ρούχα για να ζεσταθούν, ο Μακάριος έκλαψε. Και όσοι έζησαν εκείνη τη ανθρώπινη, συγκλονιστική στιγμή του Μακάριου, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δικά τους δάκρυα. Τα μωρά των αντισκήνων που μεγάλωναν με μεταχειρισμένα ρούχα που έστελναν διεθνείς οργανώσεις. Τα μωρά που προσπαθούσαν να μάθουν γράμματα σε αντίσκηνα, διαβάζοντας με τη λάμπα κηροζίνης. Οι γέροντες που ξεπάγιαζαν κάθε βράδυ στα αντίσκηνα και αρρωστούσαν και κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει. Τα μωρά που οι μανάδες τους ζητούσαν απεγνωσμένα λίγα φάρμακα και λίγο γάλα σε σκόνη, ήταν εικόνες και στιγμές που τραυμάτισαν ιδιαίτερα τον ψυχικό κόσμο του κ. Παναγιώτου. Σήμερα, 35 χρόνια μετά, ομολογεί πως ούτε η στολή, αλλά ούτε και καρδιά από πέτρα, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη και ψυχρή μπροστά σε τούτο όλο τον πόνο. Ήταν πολλές οι φορές που βοήθησε τον πονεμένο, τον πληγωμένο, τον εξαθλιωμένο πρόσφυγα. Γιατί και ο ίδιος ήταν νέος οικογενειάρχης και εύκολα λύγιζε στο δράμα του άγνωστου, ταλαιπωρημένου συνανθρώπου. Και ήταν οι μέρες αμέσως μετά τον πόλεμο, γεμάτες από ανθρώπους δυστυχισμένους.
Ήταν κοντά στα Χριστούγεννα, θυμάται ο κ. Κωστάκης, όταν στους συνοικισμούς υπήρχαν ακόμη ξυπόλητα μωρά ή που φορούσαν σαγιονάρες και τα καημένα δεν έλεγαν τίποτε.
«Σήμερα, τα πράγματα άλλαξαν», μας λέει. «Καλά να φάμε, καλά να πιούμε. Ξεχάσαμε νωρίς εκείνες τις εποχές και οι νεότεροι νομίζουν ότι είναι παραμύθια της Χαλιμάς, όταν τα αφηγούνται οι γηραιότεροι. Ίσως και γι’ αυτό σήμερα έχει αλλάξει προς το χειρότερο ο κοινωνικός ιστός. Ίσως γιατί ξεχάσαμε νωρίς μια άλλη εποχή, που είχαμε καθήκον να μη λησμονήσουμε…».
Μέρες απόγνωσης
Όταν βλέπεις πατέρα και μάνα να εκλιπαρούν ζητώντας «λίγο γάλα» για το μωρό τους, λέγοντας και ξαναλέγοντας με απόγνωση πως δεν θέλουν «κάτι για τον εαυτό τους», παρά μόνο για το παιδί τους, αυτή είναι μια εικόνα που μένει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη. Και λυγίζεις όταν ακούς τον ξεριζωμένο γέροντα να σε ρωτά, «πότε θα πάμε πίσω στους τόπους μας γιε μου;». Εκείνες τις μαύρες μέρες, οι αστυνομικοί (πρόσφυγες και μη) πάλευαν να βοηθήσουν τον κόσμο, να επουλώσουν τις μεγάλες πληγές, να δώσουν ένα στήριγμα. Θύμησες που χαράχτηκαν βαθιά μέσα σε εκείνη την γενιά του αστυνομικού σώματος και τους συντροφεύουν κάθε μέρα. Τέτοιες εμπειρίες βίωσε ο κ. Κωστάκης Παναγιώτου, ο οποίος αφυπηρέτησε πρόσφατα έπειτα από μια μακρά υπηρεσία 39 χρόνων, εκ των οποίων τα 36 στην πόλη και επαρχία Αμμοχώστου.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
παρμένο από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.

Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε

Από το Blogger.