-->

Header Ads

Αλυτρωτισμός και πολιτική: Επίσημα κρατικά ντοκουμέντα της FYROM (1944-2006)


Συγγραφέας:
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης


Στις 2 Αυγούστου του 1944, κατά την 41η επέτειο από την εξέγερση του Ίλιντεν, πραγματοποιήθηκε στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι, κοντά στο Κουμάνοβο, η πρώτη Αντιφασιστική Συνέλευση της Μακεδονίας (ΑΣΝΟΜ)2, η οποία έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και την ένταξή της στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Στη σύνοδο αυτή αναγνωρί­στηκε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του «μακεδόνικου λαού» και καθιερώθη­κε η επέτειος της εξέγερσης του Ίλιντεν ως εθνική εορτή. Από τότε έως σήμερα, η ΛΔΜ _ή ΣΔΜ, όπως μετονομάστηκε λίγα χρόνια αργότερα_ ή FYROM από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε πιστά ορισμένες ιδεολογικές αρχές, οι περισσότερες από τις οποί­ες σχετίζονταν με την Ελλάδα.

Σκοπός της παρούσας έκδοσης είναι η ανάδειξη της αλυτρωτικής πολιτικής που η FYROM ακολούθησε και συνεχίζει να ακο­λουθεί έναντι της Ελλάδας, κατά παράβαση μάλιστα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία υπεγράφη το 1995 και ρητά καλούσε τα δύο εμπλεκόμενα μέρη να σταματήσουν τις οποιεσδήποτε μεταξύ τους αλυτρωτικές εκδηλώσεις. Τόσο η διεθνής κοινότητα όσο και οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους στο ζήτημα αγνοούν μια βασική παραδοχή, πως τόσο η σύσταση όσο και η ανά­πτυξη, ακόμη και η ίδια η μακροημέρευση της FYROM, στηρίζονται κατά πολύ στις αλυτρωτικές βλέψεις της εναντίον της Ελλάδας και πως τυχόν διακοπή των βλέψεων αυτών θα καθιστούσε προβληματική ακόμη και την ίδια την επιβίωσή της. Η ανάλυση των ζητημάτων θα επικεντρωθεί γύρω από τρεις βασικούς θεματικούς άξονες που συμπυκνώνουν διαχρονικά τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές αρχές της γειτονικής χώρας:

1ον. Τη μετονομασία της ελληνικής Μακεδονίας σε «αιγαιακή» και την προ­βολή της ως αλύτρωτης περιοχής και αναπόσπαστου τμήματος της FYROM.

2ον. Την ύπαρξη στην Ελλάδα «μακεδόνικης μειονότητας», η οποία μάλιστα καταπιέζεται από τις ελληνικές αρχές.

3ον. Την οικειοποίηση των συμβόλων και γενικότερα της ελληνικής πολιτιστι­κής ιστορικής κληρονομιάς με επίκεντρο την Αρχαία Μακεδονία [ ].

Η «αλύτρωτη Αιγαιακή Μακεδονία»

Πρόκειται για έναν συνήθη ισχυρισμό, ο οποίος μαρτυρείται από πλήθος πηγών. Παρουσιάζει επίσης εντυπωσιακή διαχρονικότητα και αποτελεί την πλέ­ον σοβαρή εκδήλωση της αλυτρωτικής προπαγάνδας. Αξίζει εδώ να αναφερ­θεί πως μέχρι το 1940 η σχετική έκφραση δεν υπήρχε, αφού χρησιμοποιείτο ο όρος Βαρντάρσκα Μπανόβινα (Επαρχία του Βαρδάρη) προκειμένου να περιγραφούν οι νοτιοσερβικές περιοχές.

Η πρώτη αναφορά γίνεται στην ίδια την ιδρυτική διακήρυξη του ΑΣΝΟΜ, όπου τέθηκε ως πρωταρχικός στόχος η ενοποίηση της Μακεδονίας με βάση το δικαί­ωμα του αυτοπροσδιορισμού: «Είναι αναγκαίο να ενώσουμε όλο τον μακεδονικό λαό και από τα τρία τμήματα της Μακεδονίας μέσα σε ένα μακεδονικό εθνικό κρά­τος. [] Οι Μακεδόνες από την ελληνική και τη βουλγαρική Μακεδονία πρέπει να ακο­λουθήσουν το παράδειγμα των Μακεδόνων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία».

Ο στόχος αυτός δεν αποτελούσε όμως μόνον ευγενή επιδίωξη της τοπικής ηγεσίας στη ΣΔΜ, αλλά περιοδικά αντανακλούσε και την επίσημη θέση της ομοσπονδιακής γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης. Το χρονικό διάστημα που ακο­λούθησε αμέσως μετά την απελευθέρωση των Βαλκανίων από τις δυνάμεις του Άξονα, στα τέλη του 1944 και έως τη λήξη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου το 1949, οι επίσημες γιουγκοσλαβικές απόψεις ξεχείλιζαν από αλυτρωτικές δια­κηρύξεις εις βάρος της Ελλάδας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι λίγους μόλις μήνες μετά τη Διακήρυξη του ΑΣΝΟΜ, κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίασης του «Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Σερβίας», που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι από τις 9 έως τις 12 Νοεμβρίου του 1944, όπου και συζητήθηκε το Μακεδονικό, ο εκπρόσωπος της ΛΔΜ, στρατηγός Βουκμάνοβιτς, υποστήριξε πως οι «Μακεδόνες» που ζούσαν στην ελληνική και τη βουλγαρική Μακεδονία προσδοκούσαν την ένωσή τους με τη μητέρα ΛΔΜ.

Παράλληλα, στις 13 Νοεμβρίου του 1944, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολίτικα επιστολή-διαμαρτυρία του αντιπροέδρου του AVNOJ, Ντίμιταρ Βλαχώφ, προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, με την οποία κατηγορούσε την Ελλάδα για ιμπεριαλιστική πολιτική εις βάρος των βορείων γειτόνων της και για καταπίε­ση των Μακεδόνων αντιφασιστών της Αιγαιακής Μακεδονίας3. Η ενότητα των «Μακεδόνων» απεικονιζόταν, άλλωστε, ευκρινώς και στους χάρτες που έφε­ραν ως πρωτεύουσά τους τη Θεσσαλονίκη και είχαν αναρτηθεί σε διάφορα κτίρια της ΛΔΜ4. Στις αρχές Απριλίου του 1945, ο πρόεδρος της Ομοσπονδια­κής Γιουγκοσλαβίας στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, σε συνέντευξη που παρα­χώρησε στην αμερικανική εφημερίδα New York Times, υποστήριξε ότι, παρ’ όλο που η χώρα του δεν έτρεφε διεκδικήσεις επί ελληνικών εδαφών, ωστόσο δεν θα στεκόταν εμπόδιο σε ενδεχόμενη επιθυμία των «Μακεδόνων» να ενωθούν5. Επίσης, στις 22 Ιουλίου του 1945, το Βελιγράδι επέδωσε διάβημα διαμαρτυρίας στην Αθήνα6 κατηγορώντας τη για δήθεν διωγμούς των Μακεδόνων συμπα­τριωτών τους στη Μακεδονία του Αιγαίου από παρακρατικές ομάδες, αλλά και από τις κρατικές Αρχές.

Απαιτούσε επίσης την παραχώρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτούς καθώς και την απρόσκοπτη επιστροφή των προσφύ­γων στα σπίτια τους7. Στις 11 Οκτωβρίου του 1945, κατά τη διάρκεια των πανη­γυρικών εκδηλώσεων για την τέταρτη επέτειο της αντίστασης εναντίον της φα­σιστικής κατοχής, ο ίδιος ο στρατάρχης Τίτο, σε ομιλία του στα Σκόπια ενώπιον χιλιάδων λαού, ανάμεσά τους και προσφύγων από την Ελλάδα, δήλωσε ότι η Γιουγκοσλαβία δεν επρόκειτο ποτέ να απαρνηθεί το δικαίωμα του μακεδονικού λαού να ενωθεί... υπάρχουν αδέρφια μας στη Μακεδονία του Αιγαίου και η τύχη τους δεν μας είναι αδιάφορη. Οι σκέψεις μας είναι κοντά τους και εμείς φροντίζουμε γι’ αυτούς... Σας εύχομαι όπως όλοι οι Μακεδόνες μια ημέρα να ενωθούν στην κοινότητα τους, τη Μακεδονία8. Αλλά το γιουγκοσλαβικό κρε­σέντο εις βάρος της Ελλάδας δεν είχε τελειωμό. Μιλώντας ενώπιον της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης της Γιουγκοσλαβίας, στις 20 Ιανουαρίου του 1946, ο Μπάνε Αντρέγιεφ έκανε εκτενή αναφορά στην ελληνική τρομοκρατία εναντίον των σλαβοφώνων της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι οι τελευταίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν τη μάχη για την απελευθέρωση τους9.

Ταυτόχρονα, υποστήριξε ότι η ένωση της ελληνικής και της βουλγαρικής Μακεδονίας με τη ΛΔΜ δεν αποτελούσε ηγεμονική πράξη, αλλά εκπλήρωση του δίκαιου αιτή­ματος του «μακεδονικού» λαού να πραγματοποιήσει την ένωσή του10. Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και η ομιλία του παλαίμαχου κομμουνιστή ακτιβιστή και ηγέτη της μεσοπολεμικής ΕΜΕΟ Ντίμιταρ Βλαχώφ, ο οποίος προέβη σε εκτενή αναφορά των περιοχών που δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στην Ομοσπον­διακή Γιουγκοσλαβία. Αναφέρθηκε επίσης στην κατάσταση που επικρατούσε στην ελληνική Μακεδονία, όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δρούσαν 129 τρομοκρατικές ομάδες, που είχαν ως σκοπό την εξόντωση των σλαβοφώνων. Ο Βλαχώφ κατέληξε την ομιλία του συνηγορώντας υπέρ του σχηματισμού μιας ενωμένης Μακεδονίας στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας11. [ ] Στις 26 Απριλίου του 1946, ο συνταγματάρχης Πέτσο Τράικωφ, στρατιωτικός διοι­κητής των Σκοπίων, σε συνέντευξή του σε εφημερίδα του Τορόντο δήλωσε ότι η ΛΔΜ είχε βέβαια ενταχθεί στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, όμως το ζήτημα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Τους ενέπνεαν τα συνθήματα του Γκάτσε Ντέλτσεφ για ενιαία ολόκληρη δημοκρατία. Αυτό θα επιτυγχανόταν με την ένωση με τη ΛΔΜ της Μακεδονίας του Πιρίν και της Μακεδονίας του Αιγαίου, η οποία, σύμφωνα με τον Τράικωφ, βρισκόταν υπό κατοχή12.

Στις 2 Ιουλίου του 1946 έλαβε χώρα στα Σκόπια το συνέδριο της Ένωσης Γυναικών Μακεδονίας. Εκπροσωπώντας τους πρόσφυγες από την Ελλάδα, η Ουρανία Πέροβσκη αναφέρθηκε στους λαούς της Μακεδονίας του Αιγαίου, που εξακολουθούσαν να υποφέρουν από την τρομοκρατία των μοναρχοφασιστών13. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε στα Σκόπια ο εορτασμός της επετείου του Ίλιντεν, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Συνέδριο του «Λαϊκού Μετώπου της Μακεδονίας». Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ξεχώριζαν ο πρόε­δρος της ΛΔΜ Λάζαρ Κολισέφσκι, ο πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας Μ. Νέσκοβιτς και ο ομοσπονδιακός υπουργός Δικαιοσύνης Φράνε Φρολ. Συμμετείχαν επίσης αντιπροσωπείες από τη Μακεδονία του Πιρίν, με επικεφαλής τον βουλευτή του βουλγαρικού Κοινοβουλίου Κρίστο Στόιτσεφ, από την ελληνι­κή Μακεδονία και από την Τεργέστη14. Στο στάδιο της πόλης, που έφερε το όνο­μα του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, είχε αναρτηθεί πανό στο οποίο αναγράφονταν οι φράσεις: «Εμείς δεν απαρνηθήκαμε το δικαίωμα του μακεδονικού λαού να ενωθεί». «Εμείς δεν απαρνιόμαστε τις αρχές μας για προσωπικές συμπάθειες». Υπάρχουν αδέλφια μας στη Μακεδονία του Αιγαίου, για την τύχη των οποίων δεν αδιαφο­ρούμε». Οι σκέψεις μας είναι σε αυτούς και φροντίζουμε γι’ αυτούς». Επρόκειτο για απόσπασμα από τον λόγο που είχε εκφωνήσει ο Τίτο στις 11 Οκτωβρίου του 194515. Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν η αφορμή για να εκφωνηθούν πύρινοι λόγοι υπέρ της ενότητας του «μακεδονικού λαού». Ανάμεσά τους ξεχώρισε η αγόρευση του Γιουγκοσλάβου υπουργού Δικαιοσύνης Φράνε Φρολ, ο οποίος, κάτω από τις ζητωκραυγές του συγκεντρωμένου πλήθους, υποσχέθηκε ότι η Γιουγκοσλαβία θα αγωνιζόταν προς τον σκοπό αυτό16. Στην ομιλία του ο τότε πρωθυπουργός της ΛΔΜ Λάζαρ Κολισέφσκι, επικαλούμενος το παράδειγμα της ιταλικής ενοποίησης, αποκάλεσε τη ΛΔΜ Πεδεμόντιο για την απελευθέ­ρωση και την ένωση ολόκληρης της Μακεδονίας, ενώ εξέφρασε την πίστη του ότι ο αγώνας στη Μακεδονία του Αιγαίου πολύ σύντομα θα εκμηδένι­ζε το μοναρχοφασιστικό καθεστώς και θα απέδιδε στον λαό την ελευθερία του. Στο ίδιο κλίμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Ντίμιταρ Βλαχώφ, ο οποίος υπογράμμισε την αναγκαιότητα συνεχούς αγώνα προκειμένου να μπορέσουν να προσαρτηθούν στη ΛΔΜ και τα άλλα δύο τμήματα της Μακεδονίας, το ελ­ληνικό και το βουλγαρικό. Ο Μιχαήλ Κεραμιτζίεφ, μάλιστα, ως αντιπρόσωπος των προσφύγων από την ελληνική Μακεδονία, στο ίδιο συνέδριο εξέφρασε την αγωνία των συναγωνιστών του τονίζοντας ότι «εμείς οι Μακεδόνες του Αιγαί­ου σήμερα παρά ποτέ δεν ξέρουμε ποιον δρόμο να βαδίσουμε για να κάνου­με πραγματικότητα την ελευθερία μας και να μπούμε στη ΛΔΜ». Σύμφωνα με την απόφαση του Πρώτου Συνεδρίου του «Λαϊκού Μετώπου της Μακεδονίας», αποφασίστηκε να σταλεί στη Διάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα στο οποίο αναφερόταν «ότι σε ένα άλλο τμήμα της χώρας, τη Μακεδονία του Αιγαίου, λυσσά η μοναρχοφασιστική τρομοκρατία. [] Ο λαός μας ζητά να εφαρμοστούν για τον λαό μας στη Μακεδονία του Αιγαίου οι αρχές του Χάρτη του Ατλαντι­κού»17. Παράλληλα, σε προκήρυξη που στάλθηκε στις εφημερίδες, αναφέρο­νταν τα εξής: «Μακεδόνες και Μακεδόνισσες. Στο πρώτο συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου έλαβαν μέρος ως αγαπητοί φίλοι και οι απεσταλμένοι από τη Μακε­δονία του Πιρίν και του Αιγαίου. Το γεγονός αυτό μετέτρεψε το συνέδριο σε μια διαδήλωση της ακλόνητης θέλησης του μακεδόνικου λαού όλων των τμημάτων της Μακεδονίας, όπως είναι ολόκληρος ελεύθερος και ενωμένος με τη δική μας Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας. Στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου από την πρώτη μέρα της δημιουργίας του τέθηκε η βάση ότι ο μακεδόνικος λαός (ολόκληρος) πρέπει να ενωθεί στη Δημοκρατία του»18.

Σταθμό στη σχετική αλυτρωτική πρακτική των Σκοπίων αποτέλεσε η δημο­σίευση, στις 26 Αυγούστου 1946, στην επίσημη κρατική εφημερίδα Μπάρμπα, ενός χάρτη ο οποίος απεικόνιζε τόσο τα ισχύοντα όσο και τα εθνοτικά σύνορα της χώρας. Εύκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι στα εθνοτικά σύνορα της ΛΔΜ εντασσόταν ολόκληρη σχεδόν η ελληνική Μακεδονία, συμπεριλαμβανο­μένης και της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί πως επαναδημοσιεύθηκε κατόπιν σε πολλές γιουγκοσλαβικές εφημερίδες και περιοδικά, συνοδευόταν μάλιστα από εκτενές άρθρο-καταγγελία της τρομοκρατίας που ασκείτο στην Ελλάδα σε βάρος δημοκρατικών πολιτών και ιδιαίτερα σλαβόφωνων. Πάνω από 20 χιλιάδες ομοεθνείς, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιου­γκοσλαβία και τη Βουλγαρία.

Κρίνεται σκόπιμο βεβαίως στο σημείο αυτό να τονισθεί πως το αρχέτυπο για την απεικόνιση του ανωτέρω χάρτη θα πρέπει να αναζητηθεί στους βουλγαρι­κούς εθνικιστικούς κύκλους του Μεσοπολέμου, καθώς η Σόφια μονοπωλούσε σχεδόν την περίοδο αυτή τον σλαβικό αλυτρωτισμό στο ζήτημα της Μακεδονί­ας. Έτσι, το 1933, το Μακεδονικό Ινστιτούτο στη βουλγαρική πρωτεύουσα, επι­χειρώντας να ενισχύσει τα βουλγαρικά επεκτατικά σχέδια, κυκλοφόρησε τον παρακάτω εικονιζόμενο «γεωγραφικό χάρτη της Μακεδονίας».

Ο ίδιος ακριβώς χάρτης αναπαράχθηκε ακολούθως στα Σκόπια, προσδι­ορίζοντας τα «γεωγραφικά και εθνοτικά σύνορα της Μακεδονίας». Συνόδευσε μάλιστα την έκδοση της ιστορίας του μακεδόνικου λαού που κυκλοφόρησε το 1969, ενώ επανεκδόθηκε από το κρατικό εκδοτικό συγκρότημα της Нова Македонја το 1992.

Η εκτύπωση του χάρτη συνοδεύτηκε και από την έκδοση βιβλίου με τον χαρα­κτηριστικό τίτλο Η Μακεδονία ως φυσική και οικονομική ενότητα, Σόφια 1945, ενώ το ίδιο βιβλίο εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας της FYROM στα Σκόπια, το 1998.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1946, ο διπλωματικός πόλεμος μεταξύ Αθηνών και Βελιγραδίου εντάθηκε. Η αφορμή δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1946, όταν πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια η τελετή ανακομιδής των οστών του Γκότσε Ντέλτσεφ. Στον πύρινο λόγο που εκφώνησε ο Ντίμιταρ Βλαχώφ, καταγγέλθηκε η πολιτική των Ελλήνων φασιστών, που στόχευε στην εξόντωση και εκδίωξη του «μακεδόνικου λαού» και υπογραμμίστηκε ότι η Ελλάδα δεν είχε ούτε εθνολογι­κά, ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά δικαιώματα στη Μακεδονία του Αιγαίου19. Τα ίδια περίπου επανέλαβε ο Βλαχώφ λίγες ημέρες αργότερα, μιλώντας στο Μοναστήρι σε μεγάλη συγκέντρωση χιλιάδων ατόμων: «Η Ελλάδα δεν έχει κανένα δικαίωμα στη Μακεδονία του Αιγαίου, η οποία αποτελείτο ανέκαθεν από Σλάβους», ισχυρίστηκε, και υποστήριξε ότι: «Ο μακεδονικός λαός έχει όλο το δικαίωμα, σύμφωνα με τον Χάρτη του Ατλαντικού, να ενωθεί. Η ενωμένη Μακεδονία εμφανίζει πλήρη και τέλεια εθνική, φυλετική και οικονομική ενότητα. Κάθε τμήμα της δεν ζητά τίποτε άλλο παρά μόνο ένωση μέσα στο πλαίσιο και τα όρια της Γιουγκοσλαβίας»20. Στα τέλη του ίδιου μήνα και ο Μπάνε Αντρέγιεφ επανήλθε στο ζή­τημα της τρομοκράτησης του σλαβό­φωνου πληθυσμού και υπογράμμισε τη σταθερή βούλησή του να αγωνι­στεί για να σωθεί από την απειλούμε­νη εξόντωσή του21. Επίσης, στο Συνέδριο της Ειρήνης, που είχε ως έδρα των εργασιών του το Παρίσι, κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης της Πολι­τικής και Εδαφικής Επιτροπής για τη Βουλγαρία, ο Γιουγκοσλάβος αντιπρόσωπος Μοσέ Πιγιάντε υποστήριξε ότι η Μακεδονία του Αιγαίου διέρχεται την τραγικοτέραν περίοδον της ιστορίας της υπό κτηνώδη βίαν. Για τον λόγο αυτό ζήτησε την άμεση παρέμβαση των Με­γάλων Δυνάμεων, προκειμένου να δοθεί ένα τέλος στο καθεστώς αυτό και να μπορέσει έτσι ο καταδυναστευόμενος μακεδόνικος λαός να απαλλαγεί από τον ελληνικόν ζυγόν και να σχηματίσει κράτος εντός της Γιουγκοσλαβικής Ομο­σπονδίας22.

Οι διακηρύξεις για την «ενότητα του μακεδόνικου χώρου» και την «αλύτρωτη αιγαιακή Μακεδονία» κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 δεν στάθηκαν όμως μόνο φραστικές, αλλά μετουσιώθηκαν σε πράξη. Σήμερα θεωρείται δε­δομένη η ανάμειξη των Γιουγκοσλάβων στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο καθώς και η ανοικτή υποκίνηση όχι τόσο των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, όσο κυρίως των οργανώσεων εκείνων που απαρτίζονταν από σλαβοφώνους και είχαν θέσει ως στόχο τους την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας. Είναι γνωστή εξάλλου η αποσχιστική κίνηση του Ηλία Δημάκη, γνωστού ως Γκότσε, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1944 εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Μοναστή­ρι και εργάστηκε εκεί για την ανασυγκρότηση της ομάδας του μέσω ευρείας στρατολόγησης από τον χώρο των προσφύγων από την Ελλάδα. Πολύ σύντο­μα το σώμα του αριθμούσε περί τα 1.000 άτομα, υπό την ονομασία «Πρώτη Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης». Διοικητής του σώματος τοποθετήθηκε ο Ηλίας Δημάκης, υποδιοικητής ο παλαιός σνοφίτης Ναούμ Πέγιωφ από το χωριό Γάβρος της Καστοριάς, ο οποίος είχε διαφύγει στη ΛΔΜ ήδη από τον Ιούνιο του 1944, πολιτικός επίτροπος ο Μιχαήλ Κεραμιτζίεφ, συγχωριανός του Πέγιωφ, και υποεπίτροπος ο Βανγκέλ Αγιάνοφσκι-Ότσε από την περιοχή της Έδεσσας23.

Σήμερα, εξάλλου, έχει τεκμηριωθεί η άποψη πως η ίδρυση του ΝΟΦ24 πραγ­ματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΜ και με απροκάλυπτο σκοπό την ένωση της ελληνικής Μακεδονίας με τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. [ ]

Αυτά τα φιλογιουγκοσλαβικά στοιχεία του ΝΟΦ είχαν ξεκάθαρα ομολογημέ­νο στόχο, που δεν ήταν άλλος από την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας και την ένωσή της με τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί σχετικό άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της οργάνωσης Μπίλτεν (Δελτίο) στις 15 Μαρτίου του 1946 και απέκρουε τις κατη­γορίες για συνεργασία με τους Βουλγάρους: «Δεν είμαστε Οχρανίτες κι ακόμη περισσότερο αυτονομιστές. Αυτό το αποδείχνει η γραμμή μας. Αγωνιζόμαστε ενάντια στον αυτονομισμό, γιατί αυτός οδηγεί τον μακεδόνικο λαό στον γκρεμό, σε νέα δουλεία, και ακόμη γιατί ο αυτονομισμός είναι γραμμή της διεθνούς αντίδρασης, η οποία έχει σαν σκοπό να σπάσει την ενότητα των λαών της Γιουγκο­σλαβίας». Η διάψευση όμως των παραπάνω κατηγοριών συνοδεύτηκε από επιβεβαίωση της πολιτικής της απόσχισης της ελληνικής Μακεδονίας, και της ένωσής της με την ΛΔΜ: «Ο μακεδονικός λαός έχει δικαίωμα να ενωθεί κι αυτό το δικαίωμα το κατέκτησε με το όπλο. Ο μακεδονικός λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου μπαίνοντας μέσα στις γραμμές του ΕΛΑΣ και πολεμώντας ενάντια στον φασισμό ταυτόχρονα πολεμούσε και για την εθνική του λευτεριά. [] Ο μακεδονικός λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου, με όλο του το δίκαιο ζητάει να ενωθεί με τον στυλοβάτη του, την πρωτοπόρο Μακεδονία του Βαρδάρη. [] Θέλουμε να ζήσουμε με τα λεύτερα αδέλφια της Μακεδονίας του Βαρδάρη, για να μπορέσουμε να απολαύσουμε τους καρπούς που κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας25.

Οι αλυτρωτικές εκδηλώσεις από την πλευρά της ΛΔΜ και της Γιουγκοσλαβί­ας συνεχίστηκαν αμείωτες και κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέ­μου. Στις 7 Μαρτίου του 1948 διενεργήθηκαν στα Σκόπια οι εκλογές του Λαϊκού Μετώπου της Μακεδονίας. Ο πρόεδρος του Πρεζίντιουμ της Λαϊκής Βουλής της Γιουγκοσλαβίας και πρόεδρος του Συμβουλίου του Λαϊκού Μετώπου της Μακεδονίας, Ντίμιταρ Βλαχώφ, κατηγόρησε σε ομιλία του τη «μοναρχοφασιστική» Ελλάδα και υποστήριξε ότι «στη Μακεδονία του Αιγαίου, τα αδέλφια μας οι Μακεδόνες πολεμούσαν από κοινού με τον Δημοκρατικό Στρατό για την ανατροπή της»26. Επίσης, ο Λάζαρ Κολισέφκι σε ομιλία του στο Δεύτερο Συνέδριο του «Μακεδόνικου Λαϊκού Μετώπου», κατηγόρησε το «Πατριωτικό Μέ­τωπο» της Βουλγαρίας για μεγαλοϊδεατικές θέσεις, ενώ διακήρυξε το δικαίωμα του «μακεδόνικου» λαού να ενωθεί εντός του πλαισίου της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας»27. [ ]

Η είσοδος του 1949 αποτέλεσε την κορύφωση του ελληνικού δράματος. Η διαφαινόμενη, ήδη από το φθινόπωρο του 1948, επιδείνωση των σχέσεων του ΚΚΕ με το ΚΚΓ κατέστη πολύ σύντομα περισσότερο ορατή, ως άμεση συνέπεια της ρήξης του Στάλιν με τον Τίτο και της αποπομπής του τελευταίου από την Κομινφόρμ, το καλοκαίρι του 1948. Στις αρχές του έτους, ο στενός συνεργάτης του Ζαχαριάδη Πέτρος Ρούσος, συνοψίζοντας τη δουλειά του Κόμματος στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του 1948, χαρακτήρισε μαχαιριά στην πλάτη των Ελλήνων ανταρτών την προδοσία του Τίτο28. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, αφενός η διάσπαση στους κόλπους του ΝΟΦ29 και ο διαχωρισμός ανάμεσα σε φιλογιουγκοσλαβικά και πιστά στο ΚΚΕ στελέχη και αφετέρου η απόφαση της 5ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, στις 30 και 31 Ιανουαρίου του 1949, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση. Μια πρόγευση έδωσε ο ίδι­ος ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης στην εναρκτήρια εισήγησή του στους συνέδρους: «Στο καινούργιο ξεσήκωμα του Λαού μας, ο μακεδόνι­κος λαός τάδωσε όλα. Έτσι, με το αίμα του καταχτά τα δικαιώματά του για μια λέφτερη, ανεξάρτητη ζωή και ανάπτυξη. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφι­βολία ότι, σαν αποτέλεσμα της νίκης της λαϊκής επανάστασης στην Ελλάδα, ο μακεδόνικος λαός θα καταχτήσει και το δικαίωμα για μια λέφτερη, ανεξάρτητη ζωή και ανάπτυξη». Επρόκειτο για ρητή ομολογία υιοθέτησης μιας νέας προ­σέγγισης στο ζήτημα των μειονοτήτων, αποτέλεσμα ασφαλώς της δεινής θέ­σης στην οποία είχε περιέλθει το ΚΚΕ στις αρχές του 1949. Παρά τις αντιρρήσεις πολλών ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, στην απόφασή της η 5η Ολομέλεια ανα­γνώρισε τελικά το δικαίωμα του «μακεδόνικου λαού» για εθνική αποκατάσταση και αυτοδιάθεση:

«...Στη βόρεια Ελλάδα ο μακεδόνικος λαός τάδωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας που προκαλούν το θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής Επανάστασης, ο μακεδόνικος Λαός θα βρει την πλήρη εθνική του αποκατάσταση έτσι όπως τη θέλει ο Ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποχτήσει. Οι Μακεδόνες κομμουνιστές στέκο­νται πάντα επικεφαλής στην πάλη του λαού τους. Ταυτόχρονα οι Μακεδόνες κομμουνιστές πρέπει να προσέξουν τις διασπαστικές και διαλυτικές ενέργειες, που ξενοκίνητα στοιχεία αναπτύσσουν, για να διασπάσουν την ενότητα ανάμε­σα στον μακεδόνικο και στον ελληνικό λαό, διάσπαση που μόνο τον κοινό τους εχθρό, τον μοναρχοφασισμό και τον αμερικανοαγγλικό ιμπεριαλισμό θα ωφε­λήσει. Παράλληλα, το ΚΚΕ πρέπει ριζικά να βγάλει από τη μέση όλα τα εμπόδια, να χτυπήσει όλες τις μεγαλοελλαδίτικες σοβινιστικές εκδηλώσεις και τα έργα, που προκαλούν δυσαρέσκεια και δυσφορία μέσα στον μακεδόνικο λαό και έτσι βοηθούν τους διασπαστές στην προδοτική δράση τους και ενισχύουν το έργο της αντίδρασης. Ο σλαβομακεδονικός και ο ελληνικός λαός μόνο ενωμένοι μπορούν να νικήσουν. Διασπασμένοι, μόνο ήττες μπορούν να πάθουν. Γι’ αυτό η ενότητα στην πάλη των δύο λαών πρέπει να φυλάγεται σαν κόρη οφθαλμού και να ενισχύεται και να δυναμώνει σταθερά και καθημερινά».

Τις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας ακολούθησαν μια σειρά από πρωτο­βουλίες του Κόμματος, στο πλαίσιο χάραξης της νέας του πολιτικής. Στις 3 Φε­βρουαρίου του 1949 συνήλθε η 2η Ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου του ΝΟΦ. Στον λόγο που εκφώνησε ο Ζαχαριάδης, παρουσίασε τα ανταλλάγματα που προσέφερε στους σλαβοφώνους, τα οποία συνοψίζονταν σε ανασχημα­τισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και υπουργοποίηση σλα­βόφωνου στελέχους, σε εκπροσώπηση του ΝΟΦ στο Γενικό Επιτελείο του ΔΣΕ, τη μετονομασία της 11ης Μεραρχίας του ΔΣΕ σε Μακεδόνικη Μεραρχία και την ίδρυση «μακεδόνικης» κομμουνιστικής οργάνωσης. Στοχεύοντας μάλιστα σε περαιτέρω περιθωριοποίηση της ομάδας του φιλοτιτοϊκού Κεραμιτζίεφ, ο ηγέτης του ΚΚΕ προώθησε στη Γραμματεία του ΝΟΦ δύο παλαιούς του γνώ­ριμους Σλαβομακεδόνες ακτιβιστές, τον Πασκάλ Μίτρεφσκι και τον Πάβελ Ρακόφσκι. Επρόκειτο αναμφίβολα για ρηξικέλευθες αποφάσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έδωσαν την αφορμή στον αστικό Τύπο να κάνει λόγο για αμετάκλητο χωρισμό της από το σώμα του έθνους30.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 25 και 26 Μαρτίου του 1949, στο χωριό Ψαράδες των Πρεσπών πραγματοποιήθηκε το 2ο Συνέδριο του ΝΟΦ. Ενώπιον 700 αντιπροσώπων ο Ζαχαριάδης, αφού επιβράβευσε τον «μακεδόνικο» λαό για την προσφορά του, επέμεινε στην αναγκαιότητα της ενότητάς του με τον ελληνικό λαό, προκειμένου να επέλθει η νίκη. [ ] Την επόμενη ημέρα, στις 27 Μαρτίου, σε εφαρμογή των υποσχέσεων του Ζαχαριάδη κατά τη 2η Ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου του ΝΟΦ, ιδρύ­θηκε η Κομμουνιστική Οργάνωση της Μακεδονίας του Αιγαίου (ΚΟΑΜ) ως τμήμα του ΚΚΕ, ενώ στις 3 Απριλίου ο Π. Μίτρεφσκι τοποθετήθηκε υπουργός Επισιτισμού της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ο Β. Κόιτσεφ μέλος του Ανωτάτου Πολεμικού Συμβουλίου του ΔΣΕ και ο Σ. Κότσεφ πρόεδρος της Διεύθυνσης Εθνικών Μειονοτήτων.

Στη διάρκεια της άνοιξης του 1949 πραγματοποιήθηκαν επίσης και διάφορες απέλπιδες επαφές του ΚΚΕ και του ΝΟΦ με Σλαβομακεδόνες που είχαν καταφύ­γει στα Σκόπια, προκειμένου να μεταπεισθούν οι τελευταίοι και να καταταγούν _έστω και την ύστατη ώρα_ στον ΔΣΕ31. Τον Μάιο του 1949, όμως, η ομάδα των Κεραμιτζίεφ και Δημάκη απέστειλε προς το ΚΚΕ επιστολή που έθετε τέρμα στις μεσολαβητικές πρωτοβουλίες32. Σε αυτή την επιστολή, η πολιτική του ΚΚΕ πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα χαρακτηριζόταν συλλήβδην λανθασμένη και προ­κατειλημμένη ενάντια στον «μακεδονικό» λαό. Αντίθετα, εξυμνούνταν το ΚΚΓ, το ΚΚΜ και ο Τίτο για την πολιτική τους. Οι Σλαβομακεδόνες «αντάρτες» έθε­ταν μάλιστα ως προϋποθέσεις για να συνδράμουν το Κ.Κ.Ε., μεταξύ των άλλων, «γραπτή συγγνώμη» για τις «αδικίες» ενάντια στο ΝΟΦ, δημιουργία αυτοτελών «μακεδονικών» μονάδων με επικεφαλής «Μακεδόνες» καθοδηγητές, διακοπή της «προπαγάνδας» ενάντια στον Τίτο και αποκατάσταση της ελεύθερης επι­κοινωνίας ανάμεσα στην ελληνική και τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Επρό­κειτο εμφανώς για αιτήματα που το ΚΚΕ, από την πλευρά του, ήταν αδύνατον να αποδεχθεί33.

Στις 28 Ιουλίου 1949, έναν περίπου μήνα πριν το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, αλλά και με σχεδόν προδιαγεγραμμένη την πορεία του, ο Τίτο, μιλώντας στα Σκόπια34 σε συγκέντρωση φιλογιουγκοσλαβικών στελεχών του ΝΟΦ, στην πλειοψηφία τους προσφύγων από την Ελλάδα35, επιτέθηκε με δριμύτητα ενα­ντίον του ΚΚΕ, κατηγορώντας το ότι ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί για τα δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας36. Κάλεσε παράλληλα τους πρόσφυγες από την Ελλάδα να εργασθούν για την ειρηνική ενσωμάτωσή τους στη Γιουγκοσλα­βία, γεγονός που ερμηνεύθηκε από ελληνικούς κύκλους ως παραίτηση από τις εδαφικές διεκδικήσεις του στην ελληνική Μακεδονία. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης συναντήθηκε επίσης με αντιπροσωπεία προσφύγων από την Ελλάδα, καθώς και με τραυματίες αντάρτες. Στη συνάντηση δόθηκε επίσημος χαρακτήρας, με την παρουσία πολλών υψηλόβαθμων στελεχών τόσο της ομοσπονδιακής όσο και της τοπικής κομματικής νομενκλατούρας. Οι πρόσφυγες φαίνεται ότι ευχα­ρίστησαν τον Τίτο για τη βοήθεια που τους παρείχε, ενώ καταδίκασαν τις φρα­στικές επιθέσεις εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, που εξαπολύονταν από τον ραδιοσταθμό του ΚΚΕ37. Μετά την παρέλευση λίγων ημερών, στις 2 Αυγούστου του 1949, ο Τίτο σε λόγο που εκφώνησε με αφορμή την πέμπτη επέτειο της ανακήρυ­ξης της ΛΔΜ εμπρός σε ένα πολυπληθές ακροατήριο που, σύμφωνα με ξένες διπλωματικές πηγές, προσέγγιζε αριθμητικά τα 35.000 άτομα38, κατηγόρησε το ΚΚΕ πως δεν είχε συμπεριφερθεί καλά στους «Μακεδόνες του Αιγαίου», αφού δεν τους είχε τοποθετήσει σε ανώτερα κομματικά αξιώματα αλλά και δεν είχε επι­τρέψει τη λειτουργία «μακεδονικών σχολείων» στην ελεύθερη Ελλάδα. Αμέσως μετά, ο πρωθυπουργός της ΛΔΜ Λάζαρ Κολισέφσκι χαρακτήρισε τη ΛΔΜ ως το Πεδεμόντιο της μελλοντικής ενιαίας Μακεδονίας39. Οι ανωτέρω εκδηλώσεις αντικατόπτριζαν την επαναξιολόγηση της γιουγκοσλαβικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας. Ο στόχος παρέμενε ο ίδιος, η απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας και η προστασία της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, τα μέσα όμως για την επίτευξή του θα άλλαζαν, αφού το σύνολο σχεδόν των ακτιβιστών Σλαβομακεδόνων είχε καταφύγει στη ΛΔΜ.

Μετά τον τερματισμό του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, η προπαγάνδα περί «αλύτρωτης Μακεδονίας» από τη ΛΔΜ εντατικοποιήθηκε. Τούτη τη φορά αιχμή του δόρατος στάθηκαν οι σλαβόφωνοι πρώην αντάρτες του ΔΣΕ που είχαν καταφύγει μαζικά στη Γιουγκοσλαβία μετά το πέρας του Εμφυλίου Πολέμου. Την προσπάθειά τους συνεπικουρούσαν όμως και οι διάφοροι επιστημονι­κοί φορείς της γιουγκοσλαβικής αυτής Δημοκρατίας, προσδίδοντάς τους το απαραίτητο κύρος αλλά και την ώθηση να συνεχίσουν. Έτσι, στις αρχές του 1950 συστάθηκε στα Σκόπια με την ενθάρρυνση και την οικονομική ενίσχυση της τοπικής κομματικής ηγεσίας η αποκαλούμενη «Ένωση Προσφύγων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», με σκοπό να συσπειρώσει στις τάξεις της όλους τους πρόσφυγες από την Ελλάδα που είχαν καταφύγει στη ΛΔΜ. [ ] Σύμφωνα με την εισήγηση του γραμματέα της Ένωσης προς την ολομέλεια ένα χρόνο μετά τη σύστασή της, η Ένωση είχε καθήκον να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στην ελληνική Μακεδονία και να καταγγέλλει την πολιτι­κή διακρίσεων που ασκούσε η ελληνική κυβέρνηση των «μοναρχοφασιστών» έναντι των σλαβοφώνων40.

Τον Ιούνιο του 1951, στην απόφαση της συνέλευσης της Ένωσης Προσφύ­γων αναγραφόταν ότι αποτελούσε καθήκον της να μην αδιαφορήσει για τα δεινά που υπέφερε ο λαός τους στην Ελλάδα. «Πρέπει», σημειωνόταν στην ίδια απόφαση, «να ενημερώνουμε τακτικά την κυβέρνηση για την πολιτική γενοκτο­νίας που ακολουθεί η κυβέρνηση της Αθήνας και να την ενθαρρύνουμε να αναλάβει πρωτοβουλίες στα διεθνή φόρουμ»41.

Οι παρατηρήσεις αυτές έθεσαν εξαρχής το ζήτημα του αλυτρωτισμού στις σχέσεις της ΣΔΜ –και κατ’ επέκταση της Γιουγκοσλαβίας– με τις γειτονικές χώ­ρες. Άλλωστε, αυτό εξυπηρετούσε και η χρήση του όρου Егејците (Αιγαιάτες) για τους πρόσφυγες από την Ελλάδα, αντί του γενικόλογου Μακεδόνες. Ήταν δηλαδή πρόδηλο πως με τη χρήση του παραπάνω όρου προωθείτο η ιδέα της ενότητας του μακεδονικού χώρου, τονιζόταν η ύπαρξη «σκλαβωμέ­νων, αλύτρωτων αδελφών», και συντηρείτο η προοπτική της μελλοντικής ένωσής τους υπό την ηγεσία των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους μάλιστα, η ΕΠ εξέδωσε και δική της μηνιαία εφημερίδα, με τον τίτλο «Φωνή των Αιγαιατών».

Μέσω της εφημερίδας και των υπολοίπων δραστηριοτήτων της ΕΠ εξυφάνθηκε αλλά και σταδιακά συστηματοποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε η αλυτρωτική καμπάνια εις βάρος της Ελλάδας. Δεκάδες άρθρα που δημοσιεύθηκαν έως και το 1954, έτος κατά το οποίο η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της ως θυσία στο βωμό της τριπλής προσέγγισης Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρ­κίας, επιχείρησαν να οικοδομήσουν και να αναδείξουν την ιστορία της «Αιγαιακής Μακεδονίας», συνδέοντάς τη με το ευρύτερο ιστορικό εποικοδόμημα της ΣΔΜ. [ ]

Οι ακτιβιστές Σλαβομακεδόνες της ΕΠ, από την πρώτη κιόλας στιγμή θεώρη­σαν αδήριτη ανάγκη τη συγγραφή της δικής τους ιστορίας, η οποία, όπως ισχυ­ρίζονταν, είχε έως τότε εσκεμμένα αποσιωπηθεί από τις λοιπές βαλκανικές ιστορι­ογραφίες, καθώς και την έμφαση στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Η οικοδόμηση του σλαβομακεδονικού εθνικού μύθου ήταν ο τελικός τους στόχος, καθώς η σλαβομακεδονική διανόηση είχε πλέον αντιληφθεί το μοναδικό πλεονέκτημα που της παρείχε προς αυτή την κατεύθυνση η διαβίωση στη φιλόξενη μητέρα-πατρίδα ΛΔΜ. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείτο να κινητοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις της πολιτικής νομενκλατούρας των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων. Η κατασκευή της ιστοριογραφίας οικοδομήθηκε μέσα από τους εξής άξονες: α) Καταγραφή και ένταξη των πολεμικών γεγονότων της παρελθούσας δεκαετίας, της περιόδου της γερμανικής Κατοχής και του ελ­ληνικού Εμφυλίου Πολέμου, στην αλυσίδα της σλαβομακεδονικής ιστορίας, β) Σύνδεση της παραπάνω ιστορικής περιόδου με το απώτερο παρελθόν, ιδίως με την Εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, γ) Ανάδειξη Σλαβομακεδόνων ηρώων, κυρίως από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, και ένταξή τους στο πάνθεον των λοιπών Σλαβομακεδόνων ηρώων της Ομόσπονδης Δημοκρατίας.

Η υλοποίηση του πρώτου στόχου απασχόλησε το συντακτικό επιτελείο της εφημερίδας σε όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας της. Στην ετήσια γενική συνέ­λευση της ΕΠ, τον Ιούνιο του 1951, διεξήχθη εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης για τους ενδεδειγμένους στόχους. Ο Ναούμ Πέγιωφ στην ομιλία του τόνισε τα εξής:

«Από τη νεολαία μας πρέπει να δημιουργηθεί μια ρωμαλέα εθνική ιντελιγκέντσια, η οποία θα υπερασπίσει τα ενδιαφέροντα του λαού μας. Εμείς ποτέ ως τώρα δεν είχαμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε ιντελιγκέντσια, γιατί αυτή σπούδασε σε γειτονικές χώρες και διαμορφώθηκε εχθρικά προς την εθνικοαπελευθερωτική μας υπόθεση... Εμείς δεν έχουμε θεώρηση για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές, τις οποίες έπαθε ο λαός μας κι αυτό είναι ένα τμήμα της εθνικής μας ιστορίας με το οποίο πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν οι νέοι μας. Αυτός είναι ένας τρόπος για να δείξουμε στους φίλους και τους εχθρούς μας την επιθυμία μας για ελεύθερη ζωή. Πρέπει λοιπόν να γραφούν απομνημονεύμα­τα, να καταγραφούν τα θύματα και με επαγγελματικό τρόπο να γραφούν μπροσούρες και βιβλία42».

Ένας άλλος σύνεδρος, ο Βασίλ Πέγιωφ, παρατήρησε ότι με πρωτοβουλία της Ένωσης των Μακεδόνων Συγγραφέων θα έπρεπε να εκδοθεί υλικό για τη ζωή και τους αγώνες του «μακεδονικού λαού» της «Μακεδονίας του Αιγαίου». Ο Χρίστο Αντώνοφσκι επισήμανε την αναγκαιότητα της πολιτιστικής και επιστη­μονικής ανύψωσης των προσφύγων, ενώ ο γραμματέας της Ένωσης Μίτσο Τέρποφσκι επικέντρωσε την αναγκαιότητα αυτή στη μόρφωση των παιδιών.

Ακολουθώντας την προτροπή του Ναούμ Πέγιωφ, στις αρχές του 1952 η εφημερίδα με ανακοίνωσή της ζήτησε από όσους «Αιγαιάτες» είχαν φωτογραφίες από διάφορα μέρη της Μακεδονίας, και ιδιαίτερα φωτογραφίες νεκρών, να τις προσκομίσουν στη συντακτική ομάδα, η οποία σχεδίαζε να εκδώσει ένα άλμπουμ43. Ταυτόχρονα, το Γενικό Συμβούλιο της Ένωσης οργάνωνε τη συγκέ­ντρωση στοιχείων για τα θύματα. Στόχο αποτελούσε η έκδοση κάποιας Λευκής Βίβλου για τη Μακεδονία του Αιγαίου44. Επικουρική κίνηση υπήρξε επίσης και η προσπάθεια για τη φιλοτέχνηση ενός μνημείου το οποίο θα ήταν αφιερωμένο στους νεκρούς Σλαβομακεδόνες «Αιγαιάτες» ήρωες της δεκαετίας του 194045. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1953, η σύνταξη με φανερή απογοήτευση ομολογούσε ότι τα έως τότε αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα, καθώς μέχρι τότε είχε εκδοθεί μόνο μία μπροσούρα για την ελληνική Μακεδονία46.

[ ] Είναι βάσιμη η παρατήρηση πως έως το 1954 διήρκεσε η περίοδος της παρα­γωγής του ιδεολογικού οπλοστασίου για τον Εμφύλιο και το Ίλιντεν, και στόχευε κυρίως σε εσωτερική κατανάλωση μεταξύ των «Αιγαιατών» προσφύγων. Αντί­θετα, μετά το 1954 ακολούθησε η περίοδος της νομιμοποίησης και της ένταξης της προγενέστερης ιστοριογραφικής παρακαταθήκης στο συλλογικό εθνικι­στικό ιδεολόγημα της ΛΔΜ. Άλλωστε, το έτος 1954 σηματοδοτεί και την ολο­κλήρωση σχεδόν _ή τουλάχιστον την οριστική διευθέτηση_ και του ζητήματος της διαμονής των προσφύγων. Αυτό βέβαια με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι η ιστοριογραφική παραγωγή των «Αιγαιατών» προς ιδίαν χρήση σταμάτησε το 1954. Ήδη από τον Μάιο του 1951 είχε ιδρυθεί η Матица на Иселениците οδ Македонија [Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων], η οποία συνέχισε τη δράση της ΕΠ ιδιαίτερα στον πολιτιστικό τομέα. Και αν η κυκλοφορία της εφημερίδας Глас на Erejunтe διακόπηκε το 1954, αντικαταστάθηκε από το μηνιαίο περιοδι­κό Македонија, με πρώτο διευθυντή του τον Χρίστο Αντωνόφσκι, καθώς και το ετήσιο περιοδικό Иселеницки Каленлар.

Η ιστορία της «Αιγαιακής Μακεδονίας» δεν αποτέλεσε όμως αντικείμενο ενα­σχόλησης αποκλειστικά στους κύκλους των πρώην ανταρτών από την Ελλάδα. Πολύ σύντομα εισήχθη ως ιδιαίτερη κατηγορία αναφοράς και μελέτης και στο επίσημο ιστορικό ερευνη­τικό ίδρυμα της ΣΔΜ, το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας. [ ] Την 1η Ιουλίου του 1956, μάλιστα, στην πρώτη ετή­σια συνεδρίαση του ΙΕΕ, ενώπιον κομματικών αξιωματούχων αλλά και επιφανών στελεχών της ακα­δημαϊκής οικογένειας, ο Τοντόρ Σίμοφσκι, πρόσφυγας από την περιοχή του Κιλκίς, ο οποίος το 1952 είχε καταστεί ο πρώτος «Αιγαιάτης» που προσελήφθη στο ΙΕΕ, υποστήριξε πως ένα από τα βασικά καθήκοντα του Ινστιτού­του θα έπρεπε να είναι η συλλογή ιστορικού υλικού όχι μόνο για το μακρινό παρελθόν, αλλά και για τους νέους αγώνες «των Μακεδόνων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», όπου είχαν συμβεί σημαντικά γεγονότα και αγώνες που άξιζε να περιληφθούν στην επίσημη ιστο­ρία για να μην ξεχαστούν47. Η προτροπή του Σίμοφσκι φαίνεται πως έπιασε τόπο, καθώς κατά τα επόμενα χρόνια στο ΙΕΕ εισήλθαν διαδοχικά «Αιγαιάτες» ιστορικοί, με μοναδικό αντικείμενο την καταγραφή της δικής τους ιστορίας. Έτσι, το 1964 προσελήφθη στο Ινστιτούτο ο Ρίστο Ποπλαζάροφ από το Καλοχώρι της Καστοριάς, ο οποίος είχε αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή της Πράγας τέσσερα χρόνια νωρίτερα, και το 1967 ο Κρούστε Μπίτοσκι από το χωριό Γάβρος της Καστοριάς, που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων το 1956. Σε αυτούς προ­στέθηκαν διαδοχικά το 1970 ο Ρίστο Ίλιοφσκι, παιδί του παιδομαζώματος που σπούδασε στη Βουδαπέστη, το 1972 ο Στόγιαν Κισελίνοφσκι, παιδί του παι­δομαζώματος κι αυτός, που σπούδασε στη Ρουμανία, το 1974 ο παλαίμαχος αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Χρίστο Κιριάζοφσκι, το 1976 ο Βασίλ Γιότεφσκι από την Υδρούσσα, που σπούδασε ιστορία στη Βαρσοβία, και το 1977 η Ελευθερία Μπαμπάκοφσκα από την Καρδία Κοζάνης, η οποία σπούδασε ιστο­ρία στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων48. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το 1/4 του συνόλου των επιστημονικών συνεργατών του ΙΕΕ ήλκαν την καταγωγή τους από την Ελλάδα. Αυτοί μάλιστα μονοπωλούσαν το ζήτημα της ερευνητικής ενασχόλησης με θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Το Τμήμα Βαλκανιολογίας, ιδιαιτέρως, στελεχώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του από «Αι­γαιάτες». Διευθυντής του ήταν ο Ράστισλαβ Τερζίοφσκι από τον Περλεπέ, ενώ όλοι ανεξαιρέτως οι επιστημονικοί συνεργάτες κατάγονταν από τη «Μακεδονία του Αιγαίου»: ο Τοντόρ Σίμοφσκι, ο Ρίστο Κιριάζοφσκι, ο Στόγιαν Κισελίνοφσκι και ο Θεόδωρος Παπαναγιώτου49. Ο Τοντόρ Σίμοφσκι, μάλιστα, εντάχθηκε το 1976 στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Гласник [Επιθεώρηση], που εξέδιδε το Ινστιτούτο. Τον ακολούθησε το 1979 ο Ρίστο Ίλιοφσκι και μόλις το 1983 ο Κρούστε Μπίτοσκι. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για τις ιστορικές εξελί­ξεις στην ελληνική Μακεδονία δεν έχει γράψει ακόμη και σήμερα στη FYROM σχεδόν κανένας ιστορικός που να κατάγεται από οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Έτσι, μοιραία, η σχετική ιστοριογραφική παραγωγή ξεχειλίζει από συναισθημα­τικές εξάρσεις, ακρότητες και επιθετικούς υπαινιγμούς εναντίον της Ελλάδας. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η παρατήρηση πως η ιστοριογραφική παραγωγή του αυτοαποκαλούμενου ως «αιγαιατικού λόμπι» επιβλήθηκε, στο πλαίσιο της κομματικής νομιμότητας αλλά και των πολιτικών μεθοδεύσεων, και στην ομο­σπονδιακή γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία.

[ ] Η τρίτομη (Историја на македонцкиот хапод [Ιστορία του μακεδόνικου λαού), που εκδόθηκε πανηγυρικά από το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας το 1969, περιλάμβανε εκτενείς αναφορές στην «Αιγαιακή» Μακεδονία, γραμμένες από τον Χρίστο Αντώνοφσκι, τον Τοντόρ Σίμοφσκι και τον Κρούστε Μπίτοσκι.

Αλλά και μια σειρά βιβλία άλλων «Αιγαιατών» εκδόθηκαν την ίδια περίοδο από το τυπογραφείο του Ινστιτούτου. Η συντριπτική πλειοψηφία τους προερ­χόταν από παλαίμαχους αγωνιστές που είχαν, έστω και καθυστερημένα, ανα­καλύψει την οδό της δικαίωσης μέσα από την ιστοριογραφία50. Την ίδια εποχή οι «Αιγαιάτες» ιστορικοί ήρθαν σε επαφή και με το κοινό των υπολοίπων γι­ουγκοσλαβικών Δημοκρατιών μέσω εκδόσεων στο Βελιγράδι, συμμετοχών σε συλλογικά γιουγκοσλαβικά έργα και τη δημοσίευση άρθρων σε γιουγκοσλαβι­κά περιοδικά51. Άλλωστε, οι Σλαβομακεδόνες «Αιγαιάτες» αγωνιστές μπορούσαν άνετα να καυχηθούν για την αντιστασιακή τους δράση και τη συνεργασία τους με τους Παρτιζάνους του Τίτο, καθώς και την ορθοφροσύνη τους με τη γραμμή του Κ.Κ. Γιουγκοσλα­βίας. Ήταν αρετές σημαντικό­τατες στο πλαίσιο της οικοδό­μησης της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

Τις δεκαετίες που ακολού­θησαν, το σύνθημα της «αλύ­τρωτης Αιγαιακής Μακεδο­νίας» έγινε σημαία της ΛΔΜ. Χρησιμοποιήθηκε δε ανάλογα με τη διεθνή συγκυρία και ως χρήσιμο διπλωματικό όπλο στην ατζέντα των επίσημων ελληνογιουγκοσλαβικών επαφών.

Ήταν η εποχή του «ανύπαρκτου Μακεδονικού», η μακρά περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, που υπαγόρευε στη συμμαχία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου μια προνομιακή μεταχείριση της «απείθαρχης» Γιουγκοσλαβίας, με παράλληλη άσκηση πιέσεων στην επίσημη Ελλάδα να μην ανησυχεί αλλά και να σωπάσει, αφού αυτό επέτασσε το συμφέρον του δυτικού κόσμου.

Τόσο ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής όσο και ο υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ γεύθηκαν τις συνέπειες της στάσης αυτής όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Γιουγκοσλάβοι συνομιλητές τους ανέσυραν αιφνιδιαστικά στο τραπέζι των συζητήσεων το ζή­τημα των «αλύτρωτων μακεδόνικων περιοχών».

Το καλοκαίρι του 1960, αλλεπάλληλα δημοσιεύματα στον σλαβομακεδονικό Τύπο και ιδίως στη Νόβα Μακεντόνια, το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας (ΚΚΜ), επέκριναν την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης έναντι των σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας. Στο ίδιο πνεύμα κυμάνθηκαν εξάλλου και οι δηλώσεις του εκπροσώπου του γιου­γκοσλαβικού υπουργείου των Εξωτερικών, Ντράγκο Κουντς. [ ]

Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούλιο του 1960, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Ευάγγελος Αβέρωφ και Κότσα Πόποβιτς, συναντήθηκαν στη νήσο Μπριόνι. Το Μακεδονικό Ζήτημα βρέθηκε στην κορυφή της ατζέντας των συ­ζητήσεών τους. Ο Πόποβιτς επανέλαβε τη γνωστή γιουγκοσλαβική θέση πως ήταν αδύνατον για το Βελιγράδι να αγνοήσει την ύπαρξη της συγγενούς «μακεδονικής» μειονότητας και να σιωπήσει, όταν η Ελλάδα προέβαινε σε πράξεις προκλητικές εις βάρος της. «Η συγκεκριμένη στάση πηγάζει από τις πάγιες γι­ουγκοσλαβικές πεποιθήσεις», προσέθεσε. Υποστήριξε επίσης ότι η ομοσπον­διακή κυβέρνηση δεν μπορούσε να ελέγξει όλα όσα λέγονταν από τις τοπικές κυβερνήσεις ή αναγράφονταν στον Τύπο, παραδέχθηκε ωστόσο ότι αυτό δεν συνέβαινε στον ίδιο βαθμό σε σύγκριση με την Ελλάδα. Στην απάντησή του ο Αβέρωφ, εμφανώς εκνευρισμένος από τα λεγόμενα του συνομιλητή του, τόνισε ότι το ζήτημα της μειονότητας μπορούσε κυριολεκτικά να ανατινάξει τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις και συνέστησε στον ομόλογό του να είναι πιο προσεκτικός. Επικαλέστηκε μάλιστα, ως παράδειγμα, έγγραφα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΣΔΜ) που μνημόνευαν την ελληνική Μακεδονία ως Μακεδονία του Αιγαίου. Και αναρωτήθηκε: «Τι εννοούν τα Σκόπια με αυτό; Ότι δεν υπάρχει ή ότι δεν πρέπει να υπάρχει ελληνική Μακεδονία; Αυτό θα εσήμαινεν πόλεμον». Παρά τις παραπάνω φραστικές αντεγκλήσεις όμως, η συνάντηση των δύο υπουργών φαίνεται ότι κατέληξε σε συμφωνία κυρίων για την αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να δηλητηριάσουν τις διμερείς σχέσεις.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1960, ο πρωθυπουργός της ΣΔΜ Λάζαρ Κολισέφσκι, σε ομιλία του ενώπιον της Λαϊκής Βουλής της ΣΔΜ, παρουσία και του αντιπρο­έδρου της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης Έντβαρντ Καρντέλι, υπογράμμισε πως η παρουσία «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα συνι­στούσε ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός και πως κανένας δεν μπορούσε να απαγορεύσει στον λαό του να ενδιαφέρεται για την τύχη της52.

Οι αλυτρωτικές εκδηλώσεις όμως στη ΣΔΜ είχαν συνέχεια. Τούτη τη φορά, τη θρυαλλίδα αποτέλεσε η απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός της ΣΔΜ Αλεξάντερ Γκρίλτσκο σε ερώτηση Αμερικανού δημοσιογράφου κατά τη διάρκεια μιας δεξίωσης για τους εκπροσώπους του Τύπου, που έλαβε χώρα στις 14 Νοεμβρίου του 1961, υποστηρίζοντας πως ήταν ανησυχητικά ορισμένα μέτρα που έπαιρνε η Ελλάδα εις βάρος της «μακεδόνικης» μειονότητας. Ισχυρίστηκε επίσης ότι απώτερο στόχο της πολιτικής της Αθήνας αποτελούσε η εξαφάνιση της εθνικής συνείδησης της μειονότητας53, ενώ κατέληξε επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της χώρας του, πως μόνο η αναγνώριση από την Ελλάδα των δικαιωμάτων της μειονότητας θα βοηθούσε στη βελτίωση και την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. [ ]

Την περίοδο αυτή, τα μέτρα που υιοθέτησε η τοπική κυβέρνηση της ΣΔΜ προς εύνοια των προσφύγων από την Ελλάδα ήταν γενναιόδωρα. Έτσι, το 1961 ψηφίστηκε νόμος που αναγνώριζε ως χρόνο υπηρεσίας τη θητεία στις τάξεις του ΝΟΦ και του ΣΝΟΦ. Το μέτρο ίσχυε παλαιότερα μόνο για τη θητεία στον ΔΣΕ, αλλά και αυτό είχε διακοπεί το 1956 χάρη της ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας. Πολλοί εξάλλου από τους πρόσφυγες είχαν παρασημοφορηθεί για τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα, ενώ αρκετοί άλλοι λάμβαναν συντάξεις. [ ]

Έτσι κάπως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε στην ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους Δημοκρατιών της, μεταξύ των οποίων και της ΣΔΜ.
Η ίδρυση της FYROM, τον Σεπτέμβριο του 1991, δεν διέκοψε τους ισχυρισμούς περί «αλύτρωτης αιγαιακής Μακεδονίας». Αντίθετα, είναι πανθομολογούμενο πως τα νέα δεδομένα απελευθέρωσαν μάλλον δυνάμεις παρά τις περιόρισαν, αφού εξέλιπαν και οι τυπικές έστω αναστολές που κατά καιρούς διατηρούσε το Βελιγράδι. Οι χάρτες με την ενιαία Μακεδονία ώς τις παρυφές του Ολύμπου κατέκλυσαν κάθε γωνιά της άρτι συσταθείσας χώρας, εισήλθαν στα σχολι­κά εγχειρίδια, έγιναν καρτ-ποστάλ, ακόμη και γραμματόσημα. Τότε ήταν που η επίσημη Ελλάδα, μουδιασμένη αρχικά, γεμάτη οργή στη συνέχεια, αντίκρισε κατάματα την έκταση του προβλήματος.

Σήμερα, 12 χρόνια μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και κατά παράβασή της, οι αλυτρωτικές εκδηλώσεις που εκπορεύονται από τη FYROM όχι μόνον εξακολουθούν, αλλά έχουν γενικευτεί και εντατικοποιηθεί. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, μπορεί οι σχετικές αναφορές να έχουν απαλει­φθεί από το Σύνταγμα τις γειτονικής χώρας και οι διπλωματικές ισορροπίες να επιβάλλουν μια κομψότερη στάση στα διεθνή φόρουμ, ελάχιστα πράγματα όμως δείχνουν να έχουν διαφοροποιηθεί στην ουσία τους.

Η αλυτρωτική προπαγάνδα στις μέρες μας ελλοχεύει τόσο στον επίσημο κυβερνητικό λόγο, όσο και σε μια σειρά από κυβερνητικές αποφάσεις και δρα­στηριότητες, διακηρύξεις πολιτικών κομμάτων και κρατικών ιδρυμάτων. Καταρ­χήν, και μόνο η πανθομολογούμενη και διαρκής εμμονή στη χρήση του όρου «Αιγαιακή Μακεδονία», ακόμη και στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της FYROM στη συνάντηση, για παράδειγμα, που είχε στα τέλη Δεκεμβρίου του 2006 ο υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Μιλόσοφσκι με αντι­προσωπεία της «Ένωσης Μακεδόνων από την Αιγαιακή Μακεδονία», αποτελεί στοιχείο αλυτρωτισμού.

Η συγκεκριμένη οργάνωση, αλλά και άλλες παρεμφερείς οργανώσεις προ­σφύγων από την Ελλάδα, χρηματοδοτούνται κάθε χρόνο από τα κρατικά Ταμεία της γειτονικής χώρας, όπως άλλωστε μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανατρέχο­ντας στα φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της γείτονος. Ένα από τα αποτελέσματα της χρηματοδότησης αυτής αποτελεί αναμφίβολα και η επανα­κυκλοφορία της εφημερίδας Γκλας να Εγκέιτσιτε, με πλήθος επιθετικών δημοσι­ευμάτων σε βάρος της Ελλάδας, αλλά και της εφημερίδας Νεζάμποραβ (Δεν ξε­χνώ), η οποία δέχεται επίσης γενναία επιχορήγηση από τον κρατικό κορβανά.

Χρηματοδότηση από τα κρατικά ταμεία της FYROM δόθηκε επίσης και για τη διοργάνωση της Τρίτης Συνάντησης των «παιδιών προσφύγων από τη Μακε­δονία του Αιγαίου», που πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια το καλοκαίρι του 2003. Αλλά και το Κοινοβούλιο της FYROM δεν υστερεί σε αλυτρωτικές πρωτοβουλί­ες. Έχει συμπεριλάβει, μάλιστα, στην επίσημη ατζέντα των εορταστικών εκδηλώ­σεων που πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του την επέτειο της ίδρυσης της Εγκέισκα Μπριγκάντα, η οποία συγκροτήθηκε από ακτιβιστές σλαβοφώνους που, όπως ήδη προαναφέρθηκε, εργάσθηκαν εντατικά για την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας και την ένωσή της με την Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Η προβολή της «ενιαίας και αλύτρωτης Μακεδονίας» είναι επίσης έντονη στην επίσημη ιστοσελίδα της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων. Στο ίδιο όμως πλαίσιο εξακολουθούν να κινούνται και τα επίσημα κρατικά ιδρύματα στη γεί­τονα, όπως για παράδειγμα το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας αλλά και η Ακαδη­μία Επιστημών, τα οποία με πολλαπλές εκδόσεις τους «στοιχειοθετούν» τους αναπόσπαστους δεσμούς που συνδέουν τα μακεδονικά εδάφη.
Είναι εξάλλου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρατήρηση πως η διαχρονική συνέχεια της Μεγάλης Μακεδονίας, ως διακριτής γεωγραφικής ενότητας, εμ­φανίζεται μετά το 1998. Έως τότε, η ιστορικότητά της αναγόταν μόνον έως τον 19ο αιώνα, όπως άλλωστε καταφαίνεται από τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του επίσημου Ιστορικού Χάρτη της Μακεδονίας. Έτσι, ενώ στον επίσημο Ιστορικό Χάρτη που κυκλοφόρησε στα Σκόπια το 1992, ως Μακεδονία κατά την προϊ­στορική περίοδο οριζόταν μόνον το έδαφος της σημερινής FYROM, στις αναθεωρημένες επανεκδόσεις του ίδιου άτλαντα το 1998 και το 2006 έχει συμπεριλη­φθεί ολόκληρη η γεωγραφική Μακεδονία.

Χάρτες

Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο της Αρχαιότητας. Στην έκδοση του 1992 δεν γίνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μακεδονία, ενώ στην έκδοση του 1997, Ελλάδα και Μακεδονία παρουσιάζονται ως διαφορετι­κές περιοχές.

Το αυτό ισχύει και για τις αποτυπώσεις της Μακεδονίας στις λοιπές χρονικές περιόδους. Ενώ λοιπόν στην έκδοση του 1992 δεν σημειώνονται τα εθνοτικά και γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας κατά τον Μεσαίωνα, στην έκδοση του 1997 η Μακεδονία εμφανίζεται ως διακριτή ενότητα την εποχή του Μεσαίωνα, ενώ αποτυπώνονται τόσο τα γεωγραφικά όσο και τα εθνοτικά σύνορά της.

Πρόκειται ασφαλώς για μια ριζοσπαστικοποίηση της αλυτρωτικής ιδεο­λογίας της FYROM μετά το 1998, σε πείσμα της υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, που μόλις είχε προηγηθεί. Αποτελεί μία εν εξελίξει προσπάθεια κατά καιρούς «υποδουλώθηκε και απελευθερώθηκε, αλλά συνεχίζει σήμερα την έν­δοξη ιστορία της με όχημα την FYROM».

Καθίστανται μάλιστα άκρως αποκαλυπτικές οι οδηγίες προς τους υποψηφί­ους για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που εξέδωσε το υπουρ­γείο Παιδείας στη FYROM, με τις οποίες οι νεαροί μαθητές καλούνται, μεταξύ άλλων, να απαντήσουν σε ερωτήματα σχετικά με την υποδούλωση των «Μα­κεδόνων» στα γειτονικά κράτη και τον αγώνα τους για απελευθέρωση και ένω­ση με τη μητέρα-πατρίδα. Το δεδομένο αυτό, η διαπαιδαγώγηση δηλαδή των σημερινών μαθητών της γείτονος με αλυτρωτικά οράματα που χάνονται βαθιά στην προϊστορία και την αρχαιότητα, αποτελεί ίσως την πλέον ζοφερή όψη της σημερινής πραγματικότητας, που δεν επιτρέπει αισιόδοξες σκέψεις για το μέλ­λον. Εάν δηλαδή η ιδεολογία της «μακεδόνικης εθνικής ταυτότητας», η οποία όμως διέθετε ένα σαφέστατο σλαβικό υπόβαθρο και η οποία εμποτίζεται εδώ και έξι δεκαετίες στους κατοίκους της FYROM, έχει προκαλέσει τόσους τριγμούς και αναταράξεις στο βαλκανικό εποικοδόμημα, η σημερινή γαλούχηση των νε­αρών βλαστών της γείτονος με το ιδεολόγημα της καταγωγής από τον Μέγα Αλέξανδρο δεν είναι μόνο γραφική, αλλά εμπερικλείει και κινδύνους.

Η «καταπιεσμένη μακεδόνικη μειονότητα»

Η ενότητα του «αλύτρωτου αλλά ενιαίου μακεδόνικου χώρου» συνδέεται άρ­ρηκτα με την ύπαρξη στις γειτονικές χώρες «μακεδόνικης μειονότητας», η οποία μάλιστα καταπιέζεται. Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθη­κε, στην ιδρυτική διάσκεψη του ΑΣΝΟΜ, και έκτοτε εξακολουθεί αναλλοίωτο να διαποτίζει τον πολιτικό λόγο και την κρατική πολιτική. Το ενδιαφέρον για την τύχη της «μακεδόνικης μειονότητας» στις γειτονικές χώρες εξέφρασε άλλωστε και ο ίδιος ο πρόεδρος της FYROM σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο, στις 21 Δεκεμβρίου του 2006. Επίσης, η αναφορά στις «μακεδόνικες μειονότητες» και η εκδήλωση σχετικού ενδιαφέροντος περιέχεται και στους προγραμματικούς στόχους του υπουργείου Πολιτισμού για την περίοδο 2004-2008, ενισχύεται με την έκδοση σχετικών μελετών, ενώ αποτελεί και δημόσια εκπεφρασμένη αρχή στην επίσημη διακήρυξη του κυβερνώντος κόμματος του ВМРО. Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό πως η πολιτική ηγεσία της FYROM συμμετέχει ανελλιπώς σε όλες τις επετειακές εκδηλώσεις που οργανώνουν οι προσφυγικές οργανώσεις, εκφωνώντας συχνά εμπρηστικούς λόγους. Έτσι, ο τότε πρόεδρος της FYROM Κίρο Γκλιγκόρωφ συμμετείχε στη «Β΄ Συνάντηση των παιδιών-φυγάδων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», που πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια το 1998, ο πρω­θυπουργός Γκρούεφσκι έλαβε μέρος στην «26η Συνάντηση Μακεδόνων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», που πραγματοποιήθηκε στο Τύρνοβο το 2006, ο τότε πρωθυπουργός Τσερβένκοφσκι τίμησε με την παρουσία του τη «15η Συνά­ντηση Μακεδόνων από τη Μακεδονία του Αιγαίου» στο Τύρνοβο το 1995, ενώ ο τότε υπουργός των Εξωτερικών Καζούλε παρευρέθη στην «22η Συνάντηση Μακεδόνων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», που διοργανώθηκε στο Τύρνοβο το 2002.

Τα σύμβολα και η οικειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος

Η μετονομασία του αεροδρομίου της πόλης των Σκοπίων σε αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» αποτελεί πτυχή μόνο μιας σύνθετης πραγματικότητας. Οι συνεχείς εκδόσεις γραμματοσήμων με τις μορφές του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, αλλά και η ξεκάθαρη οικειοποίηση των συμβόλων στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας προδίδουν την ανάγκη των γειτόνων μας να επανα­τοποθετηθούν στον ιστορικό και γεωγραφικό χώρο. Στα σχολικά εγχειρίδια, μάλιστα, η διδασκαλία της διακριτής διαφοροποίη­σης των αρχαίων Μακεδόνων από τους λοιπούς Έλληνες συνιστά απαρέγκλι­τη αρχή.

Επίλογος

Τα προαναφερθέντα δεδομένα αποτελούν αψευδείς μάρτυρες της αλυτρωτικής συμπεριφοράς εις βάρος της Ελλάδας, που αναπτύσσουν κρατικοί φο­ρείς και ιδρύματα στη γειτονική χώρα. Η Ενδιάμεση Συμφωνία στο άρθρο 4 αναφέρει πως κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεν θα προβάλει ή υποστηρίξει αξιώσεις σε οποιοδήποτε τμήμα της επικράτειας του άλλου μέρους, ή αξιώσεις για μεταβολή της υπάρχουσας μεθορίου. Νομίζω πως η ερμηνεία της παραπάνω διάταξης είναι οφθαλμοφανής, όπως εξίσου οφθαλμοφανής είναι και η καταπάτησή της.

Είναι δεδομένο, λοιπόν, πως τα τελευταία χρόνια μόνο, σε επίπεδο διεθνών επαφών η FYROM προσπάθησε να απαλύνει τις εντυπώσεις για τις αλυτρωτικές βλέψεις της εναντίον της Ελλάδας. Όμως είναι επίσης αληθές πως, πίσω από τη διεθνή βιτρίνα, ουσιαστικά τίποτε δεν έχει μεταβληθεί ούτε στον επίσημο πολιτικό λόγο ούτε και μεταξύ των φορέων διαμόρφωσης κρατικής πολιτικής. Οι προγραμματικοί στόχοι του ΑΣΝΟΜ τηρούνται απαρέγκλιτα για σχεδόν έξι δεκαετίες, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Επιπλέον, η μετεξέλιξη και η ριζοσπαστικοποίηση της αλυτρωτικής ιδεολογίας στη γείτονα μέσω της γενικευμένης πλέ­ον οικειοποίησης του ιστορικού παρελθόντος και η σύνδεσή της με την εκπαι­δευτική διαδικασία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αισιόδοξες εκτιμήσεις. Παράλληλα, οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας και το ντόμινο της διεθνούς αναγνώρισης από διάφορες χώρες παρεμπόδισαν την ανάδειξη μιας πιο με­τριοπαθούς και συνετής πολιτικής στη γειτονική χώρα. Οι παρατηρήσεις αυτές ασφαλώς και δεν υποδηλώνουν ούτε ικανοποίηση αλλά ούτε και αισιοδοξία για τις μελλοντικές εξελίξεις. Το μόνο που μπορεί να προστεθεί εν κατακλείδι είναι πως τέτοιου είδους αλυτρωτικές συμπεριφορές και πρακτικές δεν ανταπο­κρίνονται ούτε στους στοιχειώδεις κανόνες καλής γειτονίας, ούτε στηρίζονται σε διεθνείς συμβάσεις, και ασφαλώς δεν βοηθούν στην εξεύρεση οριστικών και εποικοδομητικών λύσεων στα προβλήματα που ενυπάρχουν στις διμερείς σχέ­σεις της FYROM με την Ελλάδα.
Σημειώσεις:

1. Ο Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

2. Το ΑΣΝΟΜ ήταν η πολιτική πτέρυγα του ένοπλου ανταρτικού κομμουνιστικού κινήματος που έδρασε την περίοδο της γερμανικής και βουλγαρικής Κατοχής στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία.

3. Public Record Office, War Office, στο εξής PRO/WO 204/9677, Απόρρητη Έκθεση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στο Βελιγράδι, 14 Νοεμβρίου 1944, αριθμ. πρωτ. CB-2694.

4. Ιστορικό Αρχείο υπουργείου των Εξωτερικών, στο εξής ΙΑΥΕ 1945, φάκ. 59/2,0 ανώτερος διοικητής του Γραφείου Ειδικής Ασφαλείας της Ανωτάτης Διοίκησης Χωροφυλακής Δυτικής Μακεδονίας, συνταγματάρχης Παναγ. Αναστασόπουλος, «Δελτίον Πληροφοριών», Κοζάνη, 29 Μαΐου 1945, αριθμ. πρωτ. 12/1/6.
5. Records of the U.S. Department of State, στο εξής DS Greece 1945-1949, 868.00/4-3045, reel No.2, Office προς το Υπ. Εξ., Αθήνα, 30 Απριλίου 1945, αριθμ. πρωτ. Εμπ. 1154 πρβλ. και Νέα Αλήθεια, 24 Απριλίου 1945.

6. DS Greece 1945-1949, 868.00/7-2445, reel No. 3, Τηλεγράφημα Kirk προς το State Department, Καζέρτα, 24 Ιουλίου 1945, αριθμ. πρωτ. Εμπ. 3046. Το περιεχόμενο του διαβήματος δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο στις αρχές Σεπτεμβρίου βλ. Μακεδονία, 2 Σεπτεμβρίου 1945.

7. Public Record Office, Foreign Office, στο εξής PRO/FO 371/48389, To διάβημα της Γιουγκοσλαβίας στην Ελλάδα επισυνάπτεται σε αναφορά του Caccia προς το Foreign Office, Αθήνα, 24 Ιουλίου 1945, αριθμ. πρωτ. 373.

8. Αρχείο Χριστόφορου Χαλκιά, «Αποσπάσματα από τον λόγο που εκφώνησε ο Τίτο στα Σκόπια στις 11 Οκτωβρίου 1945» πρβλ. και Μακεδονία, 14 Οκτωβρίου 1945, βλ. και Ελληνικόν Θάρρος, 25 Νοεμβρίου 1945, Ελληνικός Βορράς, 25 Νοεμβρίου 1945, όπου υπάρχει και φωτοτυπία της τελευταίας παραγράφου του λόγου του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, πρβλ. και Αχιλλέας Κύρου, Η συνωμοσία εναντίον της Μακεδονίας 1940-1949 (Αθήνα, 1950), σ. 143.

9. PRO/FO 371/58615, Stevenson προς το Foreign Office, Βελιγράδι, 22 Ιανουαρίου 1946, αριθμ. πρωτ. 125.

10. Ο λόγος του Μπάνε Αντρέγιεφ δημοσιεύθηκε στο Μπίλτεν (Билтен) της 20ης Φεβρουαρίου 1946 βλ. Γεώργιος Μόδης, Σχέδια και Ορέξεις γειτόνων, Θεσσαλονίκη, 1947, σσ. 17-18.

11. PRO/FO 371 /58615, Stevenson προς το Foreign Office, Βελιγράδι, 22 Ιανουαρίου 1946, αριθμ. πρωτ. 124.

12. Αρχείο Χαλκιά.

13. ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 67/2, Αναφορά Δαλιέτου προς Υπ. Εξ., Βελιγράδι, 2 Ιουλίου 1946, αριθμ. πρωτ. 1206.

14. PRO/FO 371/58615, Clutton προς Bevin, Βελιγράδι, 22 Αυγούστου 1946, αριθμ. πρωτ. 310.

15. Αρχείο Χαλκιά.

16. Αρχείο Χαλκιά.
17. ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 67/2, Κρυπτογραφικό Τηλεγράφημα Δαλιέτου προς το Υπ. Εξ., Βελιγράδι, 7 Αυγούστου 1946, αριθμ. πρωτ. 1461 πρβλ. και Αρχείο Χαλκιά πρβλ. και Μόδης, ό.π., σσ. 40-41.

18. ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 1/4, Επιστολή Δαλιέτου προς το Υπ. Εξ., Βελιγράδι, 10 Αυγούστου 1946, αριθμ. πρωτ. 1513 βλ. επίσης και Αρχείο Χαλκιά, ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 1/10, Επιστολή αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Κ. Ιατρού προς το Υπ. Εξ., ΒΣΤ 902, 23 Σεπτεμβρίου 1946, αριθμ. πρωτ. απόρρ. ΓΕΣ/3392203/Α2/ΙΙ πρβλ. και FO 371/58615, Clutton προς Bevin, Βελιγράδι, 22 Αυγούστου 1946, αριθμ. πρωτ. 310.
19. Αρχείο Χαλκιά.

20. Νόβα Μακεντόνια, 22 Σεπτεμβρίου 1946.

21. Αρχείο Χαλκιά.

22. ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 43/4, Πρακτικά της Συνεδρίασης της Πολιτικής και Εδαφικής Επιτροπής για τη Βουλγαρία, 6 Σεπτεμβρίου 1946, ΙΑΥΕ 1946, φάκ. 1 /4, Τηλεγράφημα Δραγούμη προς Υπ. Εξ., Παρίσι, 6 Σεπτεμβρίου 1946, αριθμ. πρωτ. 1426 βλ. και Καθημερινή, 7 Σεπτεμβρίου 1946, Το Βήμα, 7 Σεπτεμβρίου 1946, Το Φως, 7 Σεπτεμβρίου 1946.
23. Λίγες ημέρες αργότερα, την ίδια διαδρομή ακολούθησε και το τάγμα Αριδαίας - Έδεσσας με επικεφαλής τον δάσκαλο, επίσης σνοφίτη, Πάβλε Ρακόφσκι. Βλ. Σπύρος Σφέτας, «Αυτονομιστικές κινήσεις των Σλαβοφώνων κατά το 1944, η στάση του ΚΚΕ και η διαφύλαξη των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων», σσ. 105-124 στα πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Μακεδονία και Θράκη, 1941-1944. Κατοχή - Αντίσταση - Απελευθέρωση, Θεσσαλονίκη, 1998.

24. ΝΟΦ: (Ναρόντνο Οσλομποντίτελνιοτ Φροντ) Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ακτιβιστική οργάνωση των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας, η οποία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών και έδρασε στη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου με σκοπό την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας. ]
25. Μόδης, ό.π., σσ. 12-13.

26. ΙΑΥΕ 1948, φάκ. 52, υποφάκ. 3, Αναφορά του διευθύνοντα το ελληνικό προξενείο Σκοπίων Γραφέα Α1 Π. Γερολυμάτου προς το Υπ. Εξ., Σκόπια, 8 Μαρτίου 1948.

27. Καθημερινή, 15 Ιουνίου 1948.

28. Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη, «Οι διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατικής Ελλάδας μέσα στο 1948: Μία έκθεση του Πέτρου Ρούσου», Αρχειοτάξιο, 2 (Ιούνιος 2000), 8.

29. Για την ίδρυση και τη δράση του ΝΟΦ κλασική παραμένει, από σλαβομακεδονικής πλευράς, η μελέτη του Ристо Кирјазовски, Народно Ослободителниот Фронт и Другите Организации на Македонците ол Erejскa Макелонја (1945-1949) [Το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο και οι άλλες οργανώσεις των Μακεδόνων από τη Μακεδονία του Αιγαίου (1945-1949)], Σκόπια, 1985.

30. Ελευθερία, 4 Μαρτίου 1949.
31. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών καθώς και ο ρόλος των Σλαβομακεδόνων περιγράφονται διεξοδικά στη μελέτη του Ристо Кир]азовски, Макелонците и олносите на KΠJ и КПГ 1945-1949 (Οι Μακεδόνες και οι σχέσεις του ΚΚΓ με το ΚΚΕ 1945-1949], Σκόπια, 1995.

32. Τα σχετικά γεγονότα εξιστορούνται αναλυτικά στα απομνημονεύματα δύο ηγετικών στελεχών των Σλαβομακεδόνων ακτιβιστών, του Наум Перв, Македонците и граганската војна вп Грција [Οι Μακεδόνες και ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα], Σκόπια, 1968 και του Вангел Ajaiювски-Оче, Erejски Бури [Αιγαιακές θύελλες], Σκόπια, 1975.

33. Ολόκληρη η αλληλογραφία καθώς και οι επαφές των φιλογιουγκοσλαβικών στοιχείων με τα πιστά στο ΚΚΕ στελέχη του ΝΟΦ περιέχονται στην έκδοση του Архив на Македонка, ErejcKa Македонка во НОБ 1949, τόμ. 6, Σκόπια, 1983.

34. ΙΑΥΕ 1949, φάκ. 34, υποφάκ. 2, Τηλεγράφημα Μπάιζου προς το Υπ. Εξ., Σκόπια, 28 Ιουλίου 1949, αριθμ. πρωτ. 571.

35. Evangelos Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη, 1964, σ. 185, Ελευθερία, 30 Ιουλίου 1949.

36. Kofos, ό.ττ., σ. 185.

37. ΙΑΥΕ 1949, φάκ. 34, υποφάκ. 2, Αναφορά Μπάιζου προς το Υπ. Εξ., Σκόπια, 7 Αυγούστου 1949, αριθμ. πρωτ. 602/Δ/1.

38. ΙΑΥΕ 1949, φάκ. 34, υποφάκ. 2, Αναφορά Μπάιζου προς το Υπ. Εξ., Σκόπια, 7 Αυγούστου 1949, αριθμ. πρωτ. 589/Δ/1.

39. Ελίζαμπεθ Μπάρκερ: Η Μακεδονία στις διαβαλκανικές σχέσεις και συγκρούσεις, ελληνική μετάφραση Άννα Κολιοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1996, σσ. 209-210.40. Архив на Македонка, фонд 996: «Организациони Извештадо [Οργανωτική έκθεση].

41. Глас на Erejcnre, φύλλο 11,17 Ιουνίου 1951.

42. Глас на Егејсиге, φύλλο 11,17 Ιουνίου 1951.
43. Глас на Егејсиге, φύλλο 19, Φεβρουάριος 1952.

44. Глас на Егејсиге, φύλλο 22, Μάιος 1952.

45. Глас на Егејсиге, φύλλο 11,17 Ιουνίου 1951.

46. Глас на Егејсиге, φύλλο 36, Ιούλιος 1953.

47. «Годишно Собрание на Институтот за Национална Исторкуа», [Η ετήσια Συνέλευση του Ινστιτούτου Εθνικής Ιστορίας], Гласник, 1/1 (1957), 339.

48. Владо Ивановски, ό.ττ., σσ. 46, 93,101, 104, 112-113, 118.
49. Владо Ивановски, ό.π., σ. 30.

50. Βλέπε για παράδειγμα τα βιβλία του Наум Пејов, Македоиците и граѓанската војна во Гpциja, [Οι Μακεδόνες και ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα], Σκόπια, 1968, του Вангел Ајановски-Оче, Етејски Бури, [Αιγαιακές θύελλες], Σκόπια, 1975 και του Тодор Симовски, Населените места во Eгejскa Македонија, [Τα κατοικημένα μέρη στη Μακεδονία του Αιγαίου], τόμ. 1, Σκόπια, 1978.
51. Крсте Битоски, «Отпорот на Македонците против асимилаторските стремежи на грчката вооружена пропаганда (1878-1908)», [Η αντίσταση των Μακεδόνων ενάντια στην αφομοιωτική προσπάθεια της ελληνικής ένοπλης προπαγάνδας], Југословенски историски часопис, 4 (Βελιγράδι, 1969), 125-128 και Ристо Поплазаров, «Некои моменти од борбата на Македонците против грчката и бугарската црковно-просветна доминација во втората половина на XIX век (до 1888)» [Μερικές στιγμές από τον αγώνα των Μακεδόνων ενάντια στην ελληνική και τη βουλγαρική θρησκευτική και εκπαιδευτική κυριαρχία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως το 1888], Југослобенцки историски часопис, 4 (Βελιγράδι, 1969), 103-110, του ιδίου «Македонски историографија за историјата на македонскиот народ во XIX и почетокот на XX век», [Η μακεδονική ιστοριογραφία για την ιστορία του μακεδονικού λαού τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα], The Historiography of Jugoslavia 1965-1975 (Βελιγράδι, 1975), 298-323, του ιδίου «Македонски доброволци во Српскотурската BOJHa во 1876 год.», Јѕвословенски историски часопис, [Μακεδόνες εθελοντές στον Σερβοτουρκικό Πόλεμο του 1876], 1 -2 (Βελιγράδι, 1976).

52. Νόβα Μακεντόνια, 6 Οκτωβρίου 1960.

53. Καθημερινή, 15 Νοεμβρίου 1961.



Άρδην τ. 67

Δεν υπάρχουν σχόλια

Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.

Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε

Από το Blogger.