Οι Έλληνες στρατιωτικοί είναι στα τουρκικά μπουντρούμια και οι πολιτικοί μας …πλακώνονται
Η Ουάσιγκτον, θα πρέπει πρώτα να καταφέρει να μιλήσει με το καθεστώς Ερντογάν για να λύσει τα δικά τους ζητήματα και μετά να ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά. Εξάλλου η παρέμβαση των Αμερικανών γίνεται πάντοτε με λογική ίσων αποστάσεων και αυτό εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις καθώς αυτή είναι η πλευρά που αμφισβητεί και διεκδικεί.
Του Νίκου Μελέτη
Την πλήρη αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας ακόμη και να διαπιστώσει την πραγματική απειλή για την χώρα, και να διαμορφώσει στρατηγική αντιμετώπισης της, ανέδειξε η συζήτηση στη Βουλή.
Ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ότι η Τουρκία επιδιώκει με κάθε τρόπο και αφορμή, την κλιμάκωση της έντασης ακόμη και σε θερμή κρίση, έχοντας πεισθεί ότι ο στρουθοκαμηλισμός της ελληνικής πλευράς θα την βοηθήσει να επιτύχει τους στόχους και επιδιώξεις της, χωρίς καν να χρειασθεί να υλοποιήσει τις απειλές της. Όσο για την Κύπρο όλοι αντιλαμβάνονται ότι η κρίση είναι προ των πυλών…
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως θα πρέπει να αντιληφθεί ότι οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και τον ίδιο, το δόγμα ότι για όλα και για την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών ευθύνεται η κυβέρνηση. Και αυτό το «δόγμα» θα το βρει ο ίδιος μπροστά του όταν έρθει η ώρα να κυβερνήσει.
Ούτε φυσικά η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι ότι όλα είναι υπό έλεγχο και όλα γίνονται με τον σωστό τρόπο στα ελληνοτουρκικά…
Η αντιπαράθεση του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα με τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας εξαντλήθηκε σε έναν ανταγωνισμό για το ποιος από τους δυο ήταν πιο υποχωρητικός στον κ. Γιλντιρίμ και με την μια πλευρά να δηλώνει ότι το επεισόδιο στον Έβρο με την αιχμαλωσία ουσιαστικά των δυο Ελλήνων στρατιωτικών είναι «σύνηθες» και την άλλη να εγκαλεί τον πρωθυπουργό γιατί δεν προέβη σε μια κίνηση καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία, το τηλεφώνημα δηλαδή στον πρόεδρο της Τουρκίας, κ. Ταγίπ Ερντογάν.
Η αδυναμία που αναδεικνύεται είναι ότι προκειμένου να προβληθεί το πολιτικό πρόσημό που επιδιώκει η κάθε πλευρά, κοντεύουμε να αμφισβητούμε ακόμη και την πραγματικότητα. Και αυτό αποτελεί μια ολέθρια παγίδα σε ότι αφορά την διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων όπως τα ελληνοτουρκικά.
Η υπόθεση των δυο στρατιωτικών δεν είναι ένα σύνηθες περιστατικό. Και αν αυτό μπορούσε να το ισχυρισθεί κάποιος την πρώτη ώρα από την σύλληψη τους, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να το υποστηρίζει οκτώ ημέρες μετά.
Και σε αντίθεση με άλλους «ομήρους» που κρατά για τα παζάρια του με άλλες χώρες ο κ. Ερντογάν, οι δυο Έλληνες δεν είναι απλοί πολίτες, δημοσιογράφοι, κληρικοί η τουρίστες. Είναι Έλληνες στρατιωτικοί, στην στολή τους έχουν το Εθνόσημο και με αυτή την ιδιότητα συνελήφθησαν.
Ο κ. Τσίπρας κατηγόρησε τον Κώστα Σημίτη ότι μετά τα Ίμια περίμενε την μεσολάβηση των Αμερικανών και τους ευχαρίστησε, ενώ ο ίδιος μετά τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού πήρε τηλέφωνο τον κ. Γιλντιρίμ. Και λοιπόν; Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την ταυτόχρονη αποχώρηση των σκαφών τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού λιμενικού από την περιοχή των Ιμίων, σε μια κίνηση απεμπλοκής που απλώς επιβεβαιώνει το καθεστώς που επιβλήθηκε επί κυβέρνησης Σημίτη και με την μεσολάβηση του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.
Ο κ. Μητσοτάκης αν και όλοι αντιλαμβάνονται και προφανώς και ο ίδιος, ότι ένα τηλεφώνημα προς τον κ. Ερντογάν μάλλον θα δυσκόλευε τα πράγματα, επέλεξε να ασκήσει κριτική στον κ. Τσίπρα ειδικά γι αυτό. Όμως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ενώ από την μια ομιλεί για σύνηθες περιστατικό που δεν χρειάζεται να αναδειχθεί σε μείζον θέμα , πριν τρεις ημέρες το έθεσε στον ίδιο τον ΓΓ του ΟΗΕ. Προφανώς συνεπώς δεν είναι ένα σύνηθες επεισόδιο, εξάλλου αν ήταν τέτοιο οι δύο στρατιωτικοί θα ήταν πίσω στα σπίτια τους ήδη.
Για την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά δεν ευθύνεται φυσικά η κυβέρνηση, ούτε οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, που χρησιμοποίησαν όλες τα ίδια εργαλεία για την αντιμετώπιση της Τουρκίας: τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενίοτε τον παρεμβατικό ρόλο που είχε στην Τουρκία η Ουάσιγκτον και τις προσωπικές σχέσεις. Από το ζεϊμπέκικο, μέχρι τις κουμπαριές και τις μέχρι πρόσφατες φιλίες και την ανταλλαγή γραβατών.
Δυστυχώς τα εργαλεία αυτά αποδεικνύονται όλο και πιο ανίσχυρα και αναποτελεσματικά.
Η Ουάσιγκτον, θα πρέπει πρώτα να καταφέρει να μιλήσει με το καθεστώς Ερντογάν για να λύσει τα δικά τους ζητήματα και μετά να ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά. Εξάλλου η παρέμβαση των Αμερικανών γίνεται πάντοτε με λογική ίσων αποστάσεων και αυτό εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις καθώς αυτή είναι η πλευρά που αμφισβητεί και διεκδικεί.
Η τουρκική ηγεσία παρά τις επίσημες δηλώσεις δεν ενδιαφέρεται πια για την ένταξη της στην Ε.Ε. και αντιθέτως θεωρεί προσβλητική για το μέγεθος της χώρας, που την εκλαμβάνουν πλέον ως περιφερειακή δύναμη, να υποβάλλεται σε «εξετάσεις» με όρους που θέτουν χώρες όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο.
Σε ότι αφορά τις προσωπικές σχέσεις δυστυχώς έχει αποδεχθεί ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία, που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαπροσωπικές επαφές μεταξύ των ηγετών.
Ειδικά μάλιστα στην παρούσα φάση η υπόθεση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, διέλυσε κάθε έστω και συμβολικό δεσμό υπήρχε μεταξύ του Ερντογάν και της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση αρκετές φορές τις τελευταίες ημέρες από την ανάγκη προβολής κάποιας θετικής είδησης αναφέρθηκαν στην «πιο ισχυρή δήλωση της Ε.Ε.» που κατάφερε να αποσπάσει ποτέ ελληνική κυβέρνηση.
Όμως αυτή δεν ήταν παρά η προφορική δήλωση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ με την οποία εν ονόματι των 28 εξέφρασε «αλληλεγγύη στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και κάλεσε επειγόντως την Τουρκία να τερματίσει αυτές τις δραστηριότητες (παράνομες παραβιάσεις σε Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο), συμπληρώνοντας ότι αυτές οι πράξεις έρχονται σε αντίθεση με τις σχέσεις καλής γειτονίας και ομαλοποίησης των σχέσεων με όλα τα κράτη μέλη».
Αναφέρθηκαν μάλιστα σε αντιδιαστολή οι αποφάσεις της Ε.Ε. μετά τα Ίμια. Οι συγκρίσεις βέβαια είναι εντελώς ανόμοιων πραγμάτων, αλλά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το 1996 υπήρξε η επιλογή της Αθήνας για διασύνδεση των ελληνοτουρκικών με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με αιχμή είτε την εγκατάλειψη της θεωρίας των γκρίζων ζωνών είτε την παραπομπή στην Χάγη. Μια επιλογή που έγινε επίσημη θέση της Ε.Ε. στο Ελσίνκι το 1999 και εγκαταλείφθηκε το 2005 από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Όσο για την ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων», για το ποιος είχε την ελληνική σημαία στην συνάντηση με τον Γιλντιριμ και τον Ερντογάν και η αμφισβήτηση για το εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ελληνικότητα των Ιμίων στην συνομιλία του με τον Τούρκο ομόλογο του αλλά και η άκομψη επιμονή στην αποκάλυψη του περιεχομένου της τηλεφωνικής επικοινωνίας Τσίπρα-Ερντογαν μετά την διαφυγή των οκτώ στην Αλεξανδρούπολη, επιβεβαίωσαν απλώς το συμπέρασμα που έχει ήδη εξαχθεί: ότι δεν είναι μόνο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που μας λείπει…
MIgnatiou
[left-side] Την πλήρη αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας ακόμη και να διαπιστώσει την πραγματική απειλή για την χώρα, και να διαμορφώσει στρατηγική αντιμετώπισης της, ανέδειξε η συζήτηση στη Βουλή.
Ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ότι η Τουρκία επιδιώκει με κάθε τρόπο και αφορμή, την κλιμάκωση της έντασης ακόμη και σε θερμή κρίση, έχοντας πεισθεί ότι ο στρουθοκαμηλισμός της ελληνικής πλευράς θα την βοηθήσει να επιτύχει τους στόχους και επιδιώξεις της, χωρίς καν να χρειασθεί να υλοποιήσει τις απειλές της. Όσο για την Κύπρο όλοι αντιλαμβάνονται ότι η κρίση είναι προ των πυλών…
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως θα πρέπει να αντιληφθεί ότι οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και τον ίδιο, το δόγμα ότι για όλα και για την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών ευθύνεται η κυβέρνηση. Και αυτό το «δόγμα» θα το βρει ο ίδιος μπροστά του όταν έρθει η ώρα να κυβερνήσει.
Ούτε φυσικά η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι ότι όλα είναι υπό έλεγχο και όλα γίνονται με τον σωστό τρόπο στα ελληνοτουρκικά…
Η αντιπαράθεση του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα με τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας εξαντλήθηκε σε έναν ανταγωνισμό για το ποιος από τους δυο ήταν πιο υποχωρητικός στον κ. Γιλντιρίμ και με την μια πλευρά να δηλώνει ότι το επεισόδιο στον Έβρο με την αιχμαλωσία ουσιαστικά των δυο Ελλήνων στρατιωτικών είναι «σύνηθες» και την άλλη να εγκαλεί τον πρωθυπουργό γιατί δεν προέβη σε μια κίνηση καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία, το τηλεφώνημα δηλαδή στον πρόεδρο της Τουρκίας, κ. Ταγίπ Ερντογάν.
Η αδυναμία που αναδεικνύεται είναι ότι προκειμένου να προβληθεί το πολιτικό πρόσημό που επιδιώκει η κάθε πλευρά, κοντεύουμε να αμφισβητούμε ακόμη και την πραγματικότητα. Και αυτό αποτελεί μια ολέθρια παγίδα σε ότι αφορά την διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων όπως τα ελληνοτουρκικά.
Η υπόθεση των δυο στρατιωτικών δεν είναι ένα σύνηθες περιστατικό. Και αν αυτό μπορούσε να το ισχυρισθεί κάποιος την πρώτη ώρα από την σύλληψη τους, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να το υποστηρίζει οκτώ ημέρες μετά.
Και σε αντίθεση με άλλους «ομήρους» που κρατά για τα παζάρια του με άλλες χώρες ο κ. Ερντογάν, οι δυο Έλληνες δεν είναι απλοί πολίτες, δημοσιογράφοι, κληρικοί η τουρίστες. Είναι Έλληνες στρατιωτικοί, στην στολή τους έχουν το Εθνόσημο και με αυτή την ιδιότητα συνελήφθησαν.
Ο κ. Τσίπρας κατηγόρησε τον Κώστα Σημίτη ότι μετά τα Ίμια περίμενε την μεσολάβηση των Αμερικανών και τους ευχαρίστησε, ενώ ο ίδιος μετά τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού πήρε τηλέφωνο τον κ. Γιλντιρίμ. Και λοιπόν; Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την ταυτόχρονη αποχώρηση των σκαφών τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού λιμενικού από την περιοχή των Ιμίων, σε μια κίνηση απεμπλοκής που απλώς επιβεβαιώνει το καθεστώς που επιβλήθηκε επί κυβέρνησης Σημίτη και με την μεσολάβηση του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.
Ο κ. Μητσοτάκης αν και όλοι αντιλαμβάνονται και προφανώς και ο ίδιος, ότι ένα τηλεφώνημα προς τον κ. Ερντογάν μάλλον θα δυσκόλευε τα πράγματα, επέλεξε να ασκήσει κριτική στον κ. Τσίπρα ειδικά γι αυτό. Όμως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ενώ από την μια ομιλεί για σύνηθες περιστατικό που δεν χρειάζεται να αναδειχθεί σε μείζον θέμα , πριν τρεις ημέρες το έθεσε στον ίδιο τον ΓΓ του ΟΗΕ. Προφανώς συνεπώς δεν είναι ένα σύνηθες επεισόδιο, εξάλλου αν ήταν τέτοιο οι δύο στρατιωτικοί θα ήταν πίσω στα σπίτια τους ήδη.
Για την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά δεν ευθύνεται φυσικά η κυβέρνηση, ούτε οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, που χρησιμοποίησαν όλες τα ίδια εργαλεία για την αντιμετώπιση της Τουρκίας: τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενίοτε τον παρεμβατικό ρόλο που είχε στην Τουρκία η Ουάσιγκτον και τις προσωπικές σχέσεις. Από το ζεϊμπέκικο, μέχρι τις κουμπαριές και τις μέχρι πρόσφατες φιλίες και την ανταλλαγή γραβατών.
Δυστυχώς τα εργαλεία αυτά αποδεικνύονται όλο και πιο ανίσχυρα και αναποτελεσματικά.
Η Ουάσιγκτον, θα πρέπει πρώτα να καταφέρει να μιλήσει με το καθεστώς Ερντογάν για να λύσει τα δικά τους ζητήματα και μετά να ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά. Εξάλλου η παρέμβαση των Αμερικανών γίνεται πάντοτε με λογική ίσων αποστάσεων και αυτό εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις καθώς αυτή είναι η πλευρά που αμφισβητεί και διεκδικεί.
Η τουρκική ηγεσία παρά τις επίσημες δηλώσεις δεν ενδιαφέρεται πια για την ένταξη της στην Ε.Ε. και αντιθέτως θεωρεί προσβλητική για το μέγεθος της χώρας, που την εκλαμβάνουν πλέον ως περιφερειακή δύναμη, να υποβάλλεται σε «εξετάσεις» με όρους που θέτουν χώρες όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο.
Σε ότι αφορά τις προσωπικές σχέσεις δυστυχώς έχει αποδεχθεί ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία, που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαπροσωπικές επαφές μεταξύ των ηγετών.
Ειδικά μάλιστα στην παρούσα φάση η υπόθεση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, διέλυσε κάθε έστω και συμβολικό δεσμό υπήρχε μεταξύ του Ερντογάν και της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση αρκετές φορές τις τελευταίες ημέρες από την ανάγκη προβολής κάποιας θετικής είδησης αναφέρθηκαν στην «πιο ισχυρή δήλωση της Ε.Ε.» που κατάφερε να αποσπάσει ποτέ ελληνική κυβέρνηση.
Όμως αυτή δεν ήταν παρά η προφορική δήλωση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ με την οποία εν ονόματι των 28 εξέφρασε «αλληλεγγύη στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και κάλεσε επειγόντως την Τουρκία να τερματίσει αυτές τις δραστηριότητες (παράνομες παραβιάσεις σε Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο), συμπληρώνοντας ότι αυτές οι πράξεις έρχονται σε αντίθεση με τις σχέσεις καλής γειτονίας και ομαλοποίησης των σχέσεων με όλα τα κράτη μέλη».
Αναφέρθηκαν μάλιστα σε αντιδιαστολή οι αποφάσεις της Ε.Ε. μετά τα Ίμια. Οι συγκρίσεις βέβαια είναι εντελώς ανόμοιων πραγμάτων, αλλά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το 1996 υπήρξε η επιλογή της Αθήνας για διασύνδεση των ελληνοτουρκικών με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με αιχμή είτε την εγκατάλειψη της θεωρίας των γκρίζων ζωνών είτε την παραπομπή στην Χάγη. Μια επιλογή που έγινε επίσημη θέση της Ε.Ε. στο Ελσίνκι το 1999 και εγκαταλείφθηκε το 2005 από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Όσο για την ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων», για το ποιος είχε την ελληνική σημαία στην συνάντηση με τον Γιλντιριμ και τον Ερντογάν και η αμφισβήτηση για το εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ελληνικότητα των Ιμίων στην συνομιλία του με τον Τούρκο ομόλογο του αλλά και η άκομψη επιμονή στην αποκάλυψη του περιεχομένου της τηλεφωνικής επικοινωνίας Τσίπρα-Ερντογαν μετά την διαφυγή των οκτώ στην Αλεξανδρούπολη, επιβεβαίωσαν απλώς το συμπέρασμα που έχει ήδη εξαχθεί: ότι δεν είναι μόνο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που μας λείπει…
MIgnatiou
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε