Αμερικανικά ραντάρ στο Αιγαίο με σφραγίδα Κογκρέσου
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ
Τις εξαιρετικά στενές αμυντικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον αναδεικνύει ένα έργο το οποίο βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης και έχει δώσει ουσιαστικές λύσεις στις επιχειρησιακές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων.
Με χρηματοδότηση περίπου 20 εκατ. δολαρίων, που εγκρίθηκε σταδιακά από το Κογκρέσο, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν ένα υπερσύγχρονο σύστημα επιτήρησης, το οποίο έχει τοποθετηθεί σε σταθμούς που χρησιμοποιούνταν ήδη από το πολεμικό ναυτικό γι’ αυτόν τον σκοπό, σε νησιά αλλά και στην ηπειρωτική χώρα.
Το σύγχρονο σύστημα (Mari-time Domain Awareness) χρησιμοποιείται για την ωφέλεια τόσο του Π.Ν. όσο και των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και έχει σκοπό την ακριβή παρακολούθηση οποιασδήποτε κίνησης συμβαίνει στο Αιγαίο, αλλά και πέρα από αυτό.
Το σύστημα δίνει εικόνα σε πραγματικό χρόνο στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ). Μέχρι πρότινος, το Π.Ν. είχε αρκετά «τυφλά» σημεία στο Κεντρικό και Βόρειο Αιγαίο, ωστόσο με το νέο, τελευταίας τεχνολογίας, σύστημα υπάρχει καθαρή εικόνα από τη Λήμνο μέχρι και τα νότια της Κρήτης, όπου πλέον η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει πιθανές απειλές, λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου και των περιοχών που έχουν οριοθετηθεί με βάση αυτό.
Πρόκειται για μια συνέργεια που προέκυψε σχεδόν φυσικά, καθώς εξυπηρετεί πάγιους σχεδιασμούς των Αμερικανών να έχουν καθαρή εικόνα από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο αύξησης της ναυτικής παρουσίας αρκετών δυνάμεων στην περιοχή και, βεβαίως, την ελληνική ανάγκη να εκσυγχρονίσει το τακτικό σύστημα επιτήρησης των πλόων στην επιφάνεια του Αιγαίου και να αποκτήσει νότια της Κρήτης μια αξιόπιστη λύση.
Για την Αθήνα, θα ήταν ιδανική η επέκταση αυτού του συστήματος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν είναι προγραμματισμένο. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα αμερικανικής επένδυσης σε ελληνική στρατιωτική υποδομή δεν θα είναι και το τελευταίο, ιδιαίτερα μετά την κύρωση της τροποποίησης του παραρτήματος της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) από τη Βουλή των Ελλήνων. Υπενθυμίζεται πως με τη νέα MDCA, οι ΗΠΑ θα επενδύσουν στην αεροπορική και ναυτική βάση της Σούδας, στην αεροπορική βάση Λάρισας, στη βάση της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο, αλλά και «σε άλλες εγκαταστάσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων», κάτι που βεβαίως δεν έχει προσδιοριστεί. Στην ίδια συμφωνία γίνεται ρητή αναφορά για «ανεμπόδιστη πρόσβαση και χρήση» στο λιμάνι Αλεξανδρούπολης, αλλά και «σε άλλες τοποθεσίες» που, βεβαίως, δεν προσδιορίζονται, καθώς θα προκύπτουν κατά περίπτωση.
Οι εγκαταστάσεις στη Σούδα, στη Λάρισα και στο Στεφανοβίκειο έχουν αυτή τη στιγμή προτεραιότητα για τις αμερικανικές δυνάμεις, αν και, όπως αποκάλυψε η «Κ», πριν από λίγες ημέρες βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης αξιωματούχοι που κατόπτευσαν σημεία έξω από την πόλη, προκειμένου να διαπιστώσουν αν αυτά μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιο σταθμό εφοδιασμού, ώστε κατά τη μετακίνηση δυνάμεων από τον Βορρά προς τον Νότο, και αντιστρόφως, να υπάρχει η δυνατότητα κάποιας μονιμότερης υποστήριξης. Πρόκειται, πάντως, για σχέδια που αυτή τη στιγμή απέχουν από την υλοποίηση, καθώς το τείχος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Μεξικό απορροφά τους πόρους που υπάρχουν για διάφορα έργα μικρής ή και μεσαίας εμβέλειας που σχεδίαζε το αμερικανικό Πεντάγωνο για τοποθεσίες στο εξωτερικό, προφανώς και στην Ελλάδα.
Σε Καβάλα, Αλεξανδρούπολη
Αντιθέτως, φαίνεται ότι υπάρχει κάποια δυναμική για προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων σε διάφορους τομείς μέσω της νεοσύστατης υπηρεσίας χρηματοδότησης έργων στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να έχουν στρατηγικό χαρακτήρα για τις ΗΠΑ, η επονομαζόμενη DFC (Development Finance Corporation). Την προηγούμενη εβδομάδα, στελέχη της DFC βρέθηκαν στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη, όπου και διαβουλεύθηκαν με τις τοπικές αρχές για τις δυνατότητες επενδύσεων που υπάρχουν στις περιοχές τους. Το αμερικανικό ενδιαφέρον σε αυτή την περιοχή είναι εστιασμένο σε συνέργειες οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους την ενέργεια, ευρύτερα του διακηρυγμένου στόχου δημιουργίας ενός πλωτού κέντρου επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη.
Τα στελέχη της DFC έχουν ήδη αναχωρήσει για τις ΗΠΑ και υπολογίζεται ότι, ανάλογα με το κλίμα και τη διάθεση που υπάρχει στην Ουάσιγκτον, ότι μέχρι τον Απρίλιο ή τον Μάιο θα υπάρχει μια σαφής εικόνα για το αν μπορεί να κατατεθεί κάποια συγκεκριμένη πρόταση για επενδυτικό σχέδιο σε αυτές τις περιοχές. Η DFC αποτελεί ένα σχήμα το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατηγικά αμερικανικά πρότζεκτ, τα οποία δεν μπορούσαν μέχρι πρότινος να χρηματοδοτηθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα, που, ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να λάβει κάτι που θεωρείται αναπτυξιακή βοήθεια.
Πηγή: Καθημερινή
Οταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο μήνα στην Ουάσιγκτον υπογράμμισε ότι η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ «είναι η καλύτερη που υπήρξε ποτέ. Αλλά μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερη». Πέρα από τη λεπτότητα της διπλωματίας, η δήλωση αυτή αντανακλά πραγματικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών των ηγετών των δύο χωρών, καθώς και πολιτικών από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα για την εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας. Επίσης, τα λόγια αυτά επισημαίνουν το μεγάλο περιθώριο που υπάρχει για ακόμη στενότερη συνεργασία, ειδικά στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας.
Εμείς εργαζόμαστε στο πρόγραμμα πολιτικών μελετών του Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής (JINSA). Το Ινστιτούτο μόλις δημοσιοποίησε μια νέα έκθεση, η οποία προτείνει τρόπους για την εμβάθυνση των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας. Αμερικανοί και Ελληνες ίσως αισθάνονται κάπως έκπληκτοι όταν ακούνε μια συζήτηση περί στενών δεσμών. Η Ελλάδα είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η ισχυρή δέσμευση της χώρας μας, των ΗΠΑ, για την υπεράσπιση του ελεύθερου κόσμου κατά τη δεκαετία του 1940, αλλά οι σχέσεις μας ήταν μάλλον ψυχρές κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στη συνέχεια οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή. Μέχρι πρόσφατα, κάθε φορά που οι Αμερικανοί υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, αλλά και οι Αμερικανοί πολίτες, έστρεφαν την προσοχή τους στην Ανατολική Μεσόγειο, θεωρούσαν την Τουρκία –και όχι την Ελλάδα– ως κύριο πυλώνα της σταθερότητας.
Τώρα όλα αυτά αλλάζουν μαζί με τη γεωπολιτική της περιοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο εν μέσω των ανακαλύψεων σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων και της πιθανότητας να εντοπιστούν πολύ περισσότερα. Αλλά η παρέμβαση της Τουρκίας στην περιοχή έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό. Αυτή η απειλή από την Τουρκία θα ενισχυθεί καθώς οι αμερικανικές εταιρείες θα συμμετέχουν ακόμη περισσότερο στην ενεργειακή εξερεύνηση γύρω από την Κρήτη και την Κύπρο. Οι παράνομες τακτικές εκφοβισμού της Αγκυρας δείχνουν το μεγαλύτερο πρόβλημα της αυξανόμενης εχθρότητας της Τουρκίας υπό τον πρόεδρο Ερντογάν προς το ΝΑΤΟ και τη Δύση. Η επίθεση απέναντι σε Αμερικανούς συμμάχους στη Συρία, οι αγορές προηγμένων ρωσικών συστημάτων αεράμυνας και οι απειλές για την εκδίωξη των αμερικανικών δυνάμεων από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ πείθουν την Ουάσιγκτον ότι δεν μπορεί να εμπιστευθεί την Αγκυρα να στηρίζει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ – ακόμη και όταν οι ΗΠΑ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι στο μέλλον μπορεί να είναι πιο φιλικές απέναντι στους Τούρκους ηγέτες. Η Αμερική ανησυχεί επίσης για την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων της ρωσικής και της ιρανικής διείσδυσης στη Συρία και της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» («Belt and Road») της Κίνας σε ολόκληρη την περιοχή.
Στα πρόσφατα ταξίδια μας στη χώρα, οι Ελληνες ηγέτες υπογράμμισαν την προθυμία τους να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των εξελισσόμενων προκλήσεων και ευκαιριών. Πράγματι, βλέπουμε την Ελλάδα ως τη χώρα της περιοχής όπου μπορεί να εστιαστεί η ισχύ της συνεργασίας με τις ΗΠΑ και να προωθηθεί η περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη. Η φιλοδοξία της Ελλάδας να γίνει διπλωματικός και οικονομικός κόμβος που συνδέει την Ευρώπη με το Ισραήλ, την Κύπρο και την Αίγυπτο ευθυγραμμίζεται με την επιθυμία της Αμερικής να αναλάβουν οι σύμμαχοί της μεγαλύτερες ευθύνες. Σε έναν περαιτέρω συγχρονισμό με τις προσδοκίες των ΗΠΑ, η Αθήνα ήδη αφιερώνει τις μεγαλύτερες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ από οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, πλην των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεδομένης της στρατηγικής κατεύθυνσης της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν, η Ελλάδα διαμορφώνει με την πολιτική της μια ισχυρή βάση για να καταστεί το νέο νοτιοανατολικό προπύργιο της Συμμαχίας.
Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα υπάρχει περιθώριο για περισσότερο επωφελή αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών μας. Μεγαλύτερη αμυντική βοήθεια από την Ουάσιγκτον μπορεί να συμβάλει ώστε η Αθήνα να καλύψει πιο αποτελεσματικά τις αμυντικές ανάγκες της, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενίσχυση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η βοήθεια αυτή, αν δαπανηθεί στην αναβάθμιση των αμερικανικών αμυντικών εξοπλισμών, μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να αναβαθμίσει τον ελληνικό στόλο των F-16, να προμηθευθεί drones και πλοία με δυνατότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής, καθώς και να ενισχύσει τις δυνατότητες παράκτιας άμυνας και περιπολίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να διερευνήσουν επιλογές για να ενισχύσουν τη δική τους στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα. Αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στον κόλπο της Σούδας, αλλά η βάση λειτουργεί επί του παρόντος στον μέγιστο βαθμό, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να επεκταθεί για να εξυπηρετήσει τις αυξημένες επισκέψεις αμερικανικών πλοίων καθώς και άλλες δραστηριότητες – συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μελλοντικών σχεδίων για στάση πλοίων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων. Μαζί με περισσότερες κοινές ασκήσεις και πιθανή συμπαραγωγή στα ελληνικά ναυπηγεία, οι κινήσεις αυτές θα διευκολύνουν επίσης την ενσωμάτωση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων σε ομάδες κρούσης που συνοδεύουν αμερικανικά αεροπλανοφόρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ουάσιγκτον πρέπει επιπλέον να εξετάσει μια νέα παρουσία στο διαρκώς εξελισσόμενο κέντρο της Αλεξανδρούπολης, να συμβάλει στην εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη και να ενισχύσει την αποτρεπτική δύναμη του ΝΑΤΟ στα Ανατολικά Βαλκάνια. Μεταξύ των επιπρόσθετων επιλογών, η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ θα μπορούσε να αυξήσει την ανάπτυξη, την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις αεροσκαφών ανεφοδιασμού καυσίμων και drones στη Λάρισα και ο αμερικανικός στρατός θα μπορούσε να αυξήσει τις εντός Ελλάδος εκπαιδευτικές δραστηριότητές του.
Πέρα από αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα θα μπορούσαν να συνεργαστούν για τη μετεγκατάσταση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ που αναπτύσσονται επί του παρόντος στην Τουρκία, εάν αυτό καταστεί αναγκαίο. Κάτι τέτοιο, εφόσον θα εξασφάλιζε αξιόπιστη πρόσβαση για τις δυνάμεις αυτές, θα δημιουργούσε συνθήκες πίεσης για να αλλάξει δυνητικά η συμπεριφορά της Αγκυρας. Η Αμερική και η Ελλάδα έχουν σίγουρα προχωρήσει πολύ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το διαρκώς αυξανόμενο υψηλό ρίσκο και η αβεβαιότητα που περιβάλλει το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου προσφέρουν μια πραγματική ευκαιρία για περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας.
* Ο κ. Τόμας Τρασκ είναι υποπτέραρχος ε.α. της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ (USAF) και πρώην υποδιοικητής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων. Σήμερα υπηρετεί στο Πρόγραμμα Πολιτικής Ανατολικής Μεσογείου του Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής (JINSA), όπου ο Τζόναθαν Ρουχ είναι διευθυντής Εξωτερικής Πολιτικής.
Πηγή: Καθημερινή
Τις εξαιρετικά στενές αμυντικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον αναδεικνύει ένα έργο το οποίο βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης και έχει δώσει ουσιαστικές λύσεις στις επιχειρησιακές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων.
Με χρηματοδότηση περίπου 20 εκατ. δολαρίων, που εγκρίθηκε σταδιακά από το Κογκρέσο, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν ένα υπερσύγχρονο σύστημα επιτήρησης, το οποίο έχει τοποθετηθεί σε σταθμούς που χρησιμοποιούνταν ήδη από το πολεμικό ναυτικό γι’ αυτόν τον σκοπό, σε νησιά αλλά και στην ηπειρωτική χώρα.
Το σύγχρονο σύστημα (Mari-time Domain Awareness) χρησιμοποιείται για την ωφέλεια τόσο του Π.Ν. όσο και των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και έχει σκοπό την ακριβή παρακολούθηση οποιασδήποτε κίνησης συμβαίνει στο Αιγαίο, αλλά και πέρα από αυτό.
Το σύστημα δίνει εικόνα σε πραγματικό χρόνο στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ). Μέχρι πρότινος, το Π.Ν. είχε αρκετά «τυφλά» σημεία στο Κεντρικό και Βόρειο Αιγαίο, ωστόσο με το νέο, τελευταίας τεχνολογίας, σύστημα υπάρχει καθαρή εικόνα από τη Λήμνο μέχρι και τα νότια της Κρήτης, όπου πλέον η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει πιθανές απειλές, λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου και των περιοχών που έχουν οριοθετηθεί με βάση αυτό.
Πρόκειται για μια συνέργεια που προέκυψε σχεδόν φυσικά, καθώς εξυπηρετεί πάγιους σχεδιασμούς των Αμερικανών να έχουν καθαρή εικόνα από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο αύξησης της ναυτικής παρουσίας αρκετών δυνάμεων στην περιοχή και, βεβαίως, την ελληνική ανάγκη να εκσυγχρονίσει το τακτικό σύστημα επιτήρησης των πλόων στην επιφάνεια του Αιγαίου και να αποκτήσει νότια της Κρήτης μια αξιόπιστη λύση.
Για την Αθήνα, θα ήταν ιδανική η επέκταση αυτού του συστήματος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν είναι προγραμματισμένο. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα αμερικανικής επένδυσης σε ελληνική στρατιωτική υποδομή δεν θα είναι και το τελευταίο, ιδιαίτερα μετά την κύρωση της τροποποίησης του παραρτήματος της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) από τη Βουλή των Ελλήνων. Υπενθυμίζεται πως με τη νέα MDCA, οι ΗΠΑ θα επενδύσουν στην αεροπορική και ναυτική βάση της Σούδας, στην αεροπορική βάση Λάρισας, στη βάση της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο, αλλά και «σε άλλες εγκαταστάσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων», κάτι που βεβαίως δεν έχει προσδιοριστεί. Στην ίδια συμφωνία γίνεται ρητή αναφορά για «ανεμπόδιστη πρόσβαση και χρήση» στο λιμάνι Αλεξανδρούπολης, αλλά και «σε άλλες τοποθεσίες» που, βεβαίως, δεν προσδιορίζονται, καθώς θα προκύπτουν κατά περίπτωση.
Οι εγκαταστάσεις στη Σούδα, στη Λάρισα και στο Στεφανοβίκειο έχουν αυτή τη στιγμή προτεραιότητα για τις αμερικανικές δυνάμεις, αν και, όπως αποκάλυψε η «Κ», πριν από λίγες ημέρες βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης αξιωματούχοι που κατόπτευσαν σημεία έξω από την πόλη, προκειμένου να διαπιστώσουν αν αυτά μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιο σταθμό εφοδιασμού, ώστε κατά τη μετακίνηση δυνάμεων από τον Βορρά προς τον Νότο, και αντιστρόφως, να υπάρχει η δυνατότητα κάποιας μονιμότερης υποστήριξης. Πρόκειται, πάντως, για σχέδια που αυτή τη στιγμή απέχουν από την υλοποίηση, καθώς το τείχος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Μεξικό απορροφά τους πόρους που υπάρχουν για διάφορα έργα μικρής ή και μεσαίας εμβέλειας που σχεδίαζε το αμερικανικό Πεντάγωνο για τοποθεσίες στο εξωτερικό, προφανώς και στην Ελλάδα.
Σε Καβάλα, Αλεξανδρούπολη
Αντιθέτως, φαίνεται ότι υπάρχει κάποια δυναμική για προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων σε διάφορους τομείς μέσω της νεοσύστατης υπηρεσίας χρηματοδότησης έργων στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να έχουν στρατηγικό χαρακτήρα για τις ΗΠΑ, η επονομαζόμενη DFC (Development Finance Corporation). Την προηγούμενη εβδομάδα, στελέχη της DFC βρέθηκαν στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη, όπου και διαβουλεύθηκαν με τις τοπικές αρχές για τις δυνατότητες επενδύσεων που υπάρχουν στις περιοχές τους. Το αμερικανικό ενδιαφέρον σε αυτή την περιοχή είναι εστιασμένο σε συνέργειες οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους την ενέργεια, ευρύτερα του διακηρυγμένου στόχου δημιουργίας ενός πλωτού κέντρου επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη.
Τα στελέχη της DFC έχουν ήδη αναχωρήσει για τις ΗΠΑ και υπολογίζεται ότι, ανάλογα με το κλίμα και τη διάθεση που υπάρχει στην Ουάσιγκτον, ότι μέχρι τον Απρίλιο ή τον Μάιο θα υπάρχει μια σαφής εικόνα για το αν μπορεί να κατατεθεί κάποια συγκεκριμένη πρόταση για επενδυτικό σχέδιο σε αυτές τις περιοχές. Η DFC αποτελεί ένα σχήμα το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατηγικά αμερικανικά πρότζεκτ, τα οποία δεν μπορούσαν μέχρι πρότινος να χρηματοδοτηθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα, που, ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να λάβει κάτι που θεωρείται αναπτυξιακή βοήθεια.
Πηγή: Καθημερινή
Τόμας Τρασκ, υποπτέραρχος ε.α. USAF: Η μεγάλη ευκαιρία της συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ
Οταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο μήνα στην Ουάσιγκτον υπογράμμισε ότι η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ «είναι η καλύτερη που υπήρξε ποτέ. Αλλά μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερη». Πέρα από τη λεπτότητα της διπλωματίας, η δήλωση αυτή αντανακλά πραγματικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών των ηγετών των δύο χωρών, καθώς και πολιτικών από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα για την εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας. Επίσης, τα λόγια αυτά επισημαίνουν το μεγάλο περιθώριο που υπάρχει για ακόμη στενότερη συνεργασία, ειδικά στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας.
Εμείς εργαζόμαστε στο πρόγραμμα πολιτικών μελετών του Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής (JINSA). Το Ινστιτούτο μόλις δημοσιοποίησε μια νέα έκθεση, η οποία προτείνει τρόπους για την εμβάθυνση των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας. Αμερικανοί και Ελληνες ίσως αισθάνονται κάπως έκπληκτοι όταν ακούνε μια συζήτηση περί στενών δεσμών. Η Ελλάδα είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η ισχυρή δέσμευση της χώρας μας, των ΗΠΑ, για την υπεράσπιση του ελεύθερου κόσμου κατά τη δεκαετία του 1940, αλλά οι σχέσεις μας ήταν μάλλον ψυχρές κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στη συνέχεια οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή. Μέχρι πρόσφατα, κάθε φορά που οι Αμερικανοί υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, αλλά και οι Αμερικανοί πολίτες, έστρεφαν την προσοχή τους στην Ανατολική Μεσόγειο, θεωρούσαν την Τουρκία –και όχι την Ελλάδα– ως κύριο πυλώνα της σταθερότητας.
Τώρα όλα αυτά αλλάζουν μαζί με τη γεωπολιτική της περιοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο εν μέσω των ανακαλύψεων σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων και της πιθανότητας να εντοπιστούν πολύ περισσότερα. Αλλά η παρέμβαση της Τουρκίας στην περιοχή έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό. Αυτή η απειλή από την Τουρκία θα ενισχυθεί καθώς οι αμερικανικές εταιρείες θα συμμετέχουν ακόμη περισσότερο στην ενεργειακή εξερεύνηση γύρω από την Κρήτη και την Κύπρο. Οι παράνομες τακτικές εκφοβισμού της Αγκυρας δείχνουν το μεγαλύτερο πρόβλημα της αυξανόμενης εχθρότητας της Τουρκίας υπό τον πρόεδρο Ερντογάν προς το ΝΑΤΟ και τη Δύση. Η επίθεση απέναντι σε Αμερικανούς συμμάχους στη Συρία, οι αγορές προηγμένων ρωσικών συστημάτων αεράμυνας και οι απειλές για την εκδίωξη των αμερικανικών δυνάμεων από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ πείθουν την Ουάσιγκτον ότι δεν μπορεί να εμπιστευθεί την Αγκυρα να στηρίζει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ – ακόμη και όταν οι ΗΠΑ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι στο μέλλον μπορεί να είναι πιο φιλικές απέναντι στους Τούρκους ηγέτες. Η Αμερική ανησυχεί επίσης για την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων της ρωσικής και της ιρανικής διείσδυσης στη Συρία και της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» («Belt and Road») της Κίνας σε ολόκληρη την περιοχή.
Στα πρόσφατα ταξίδια μας στη χώρα, οι Ελληνες ηγέτες υπογράμμισαν την προθυμία τους να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των εξελισσόμενων προκλήσεων και ευκαιριών. Πράγματι, βλέπουμε την Ελλάδα ως τη χώρα της περιοχής όπου μπορεί να εστιαστεί η ισχύ της συνεργασίας με τις ΗΠΑ και να προωθηθεί η περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη. Η φιλοδοξία της Ελλάδας να γίνει διπλωματικός και οικονομικός κόμβος που συνδέει την Ευρώπη με το Ισραήλ, την Κύπρο και την Αίγυπτο ευθυγραμμίζεται με την επιθυμία της Αμερικής να αναλάβουν οι σύμμαχοί της μεγαλύτερες ευθύνες. Σε έναν περαιτέρω συγχρονισμό με τις προσδοκίες των ΗΠΑ, η Αθήνα ήδη αφιερώνει τις μεγαλύτερες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ από οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, πλην των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεδομένης της στρατηγικής κατεύθυνσης της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν, η Ελλάδα διαμορφώνει με την πολιτική της μια ισχυρή βάση για να καταστεί το νέο νοτιοανατολικό προπύργιο της Συμμαχίας.
Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα υπάρχει περιθώριο για περισσότερο επωφελή αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών μας. Μεγαλύτερη αμυντική βοήθεια από την Ουάσιγκτον μπορεί να συμβάλει ώστε η Αθήνα να καλύψει πιο αποτελεσματικά τις αμυντικές ανάγκες της, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενίσχυση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η βοήθεια αυτή, αν δαπανηθεί στην αναβάθμιση των αμερικανικών αμυντικών εξοπλισμών, μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να αναβαθμίσει τον ελληνικό στόλο των F-16, να προμηθευθεί drones και πλοία με δυνατότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής, καθώς και να ενισχύσει τις δυνατότητες παράκτιας άμυνας και περιπολίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να διερευνήσουν επιλογές για να ενισχύσουν τη δική τους στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα. Αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στον κόλπο της Σούδας, αλλά η βάση λειτουργεί επί του παρόντος στον μέγιστο βαθμό, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να επεκταθεί για να εξυπηρετήσει τις αυξημένες επισκέψεις αμερικανικών πλοίων καθώς και άλλες δραστηριότητες – συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μελλοντικών σχεδίων για στάση πλοίων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων. Μαζί με περισσότερες κοινές ασκήσεις και πιθανή συμπαραγωγή στα ελληνικά ναυπηγεία, οι κινήσεις αυτές θα διευκολύνουν επίσης την ενσωμάτωση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων σε ομάδες κρούσης που συνοδεύουν αμερικανικά αεροπλανοφόρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ουάσιγκτον πρέπει επιπλέον να εξετάσει μια νέα παρουσία στο διαρκώς εξελισσόμενο κέντρο της Αλεξανδρούπολης, να συμβάλει στην εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη και να ενισχύσει την αποτρεπτική δύναμη του ΝΑΤΟ στα Ανατολικά Βαλκάνια. Μεταξύ των επιπρόσθετων επιλογών, η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ θα μπορούσε να αυξήσει την ανάπτυξη, την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις αεροσκαφών ανεφοδιασμού καυσίμων και drones στη Λάρισα και ο αμερικανικός στρατός θα μπορούσε να αυξήσει τις εντός Ελλάδος εκπαιδευτικές δραστηριότητές του.
Πέρα από αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα θα μπορούσαν να συνεργαστούν για τη μετεγκατάσταση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ που αναπτύσσονται επί του παρόντος στην Τουρκία, εάν αυτό καταστεί αναγκαίο. Κάτι τέτοιο, εφόσον θα εξασφάλιζε αξιόπιστη πρόσβαση για τις δυνάμεις αυτές, θα δημιουργούσε συνθήκες πίεσης για να αλλάξει δυνητικά η συμπεριφορά της Αγκυρας. Η Αμερική και η Ελλάδα έχουν σίγουρα προχωρήσει πολύ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το διαρκώς αυξανόμενο υψηλό ρίσκο και η αβεβαιότητα που περιβάλλει το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου προσφέρουν μια πραγματική ευκαιρία για περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας.
* Ο κ. Τόμας Τρασκ είναι υποπτέραρχος ε.α. της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ (USAF) και πρώην υποδιοικητής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων. Σήμερα υπηρετεί στο Πρόγραμμα Πολιτικής Ανατολικής Μεσογείου του Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής (JINSA), όπου ο Τζόναθαν Ρουχ είναι διευθυντής Εξωτερικής Πολιτικής.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε