Και τώρα ο... Μπάιντεν
Τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης των Δημοκρατικών θα πρέπει να προσαρμοστεί στη διεθνή πραγματικότητα και να επιλέξει ως πρώτο σύμμαχο την Ε.Ε.
Το 1950 άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή η πολιτική της Containment των Η.Π.Α. εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με την απόφαση-ντοκουμέντο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας NSC-68 της 14ης Απριλίου. Αναλυτικότερα, το ντοκουμέντο στηρίζεται στις παρακάτω υποθέσεις εργασίας:
Τα Αμερικανικά συμφέροντα είναι παγκόσμια και συνεπώς κάθε περιοχή του κόσμου είναι κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η Σοβιετική Ένωση είναι μια επεκτατική δύναμη και συνεπώς αποτελεί απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η ισορροπία ισχύος έχει μετατοπιστεί τόσο πολύ προς τη Σοβιετική Ένωση, ώστε δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή καμία περαιτέρω απώλεια, ιδιαίτερα μετά την αλλαγή στην Κίνα το 1949 και την προσχώρησή της στον κομμουνισμό.
Το αμερικανικό εθνικό εισόδημα το 1949 ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Σοβιετικής Ένωσης.
Τελικός στόχος της πολιτικής Containment ήταν η περικύκλωση και ο περιορισμός της Σοβιετικής Ένωσης και η διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού”1, όπως έγινε τέσσερις δεκαετίες αργότερα το 1989 σε μια περίοδο που ιστορικά χαρακτηρίστηκε ως η εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ο πόλεμος της Κορέας 1950-1952 σήμανε την άμεση πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ της πανίσχυρης Αμερικής και της επαναστατικής Κίνας του Μαο Τσε Τουνγκ και οδήγησε στα παρακάτω συμπεράσματα:
Εάν και όταν η Κίνα απειληθεί ευθέως στα ζωτικά της συμφέροντα, τότε αυτή η χώρα θα απαντήσει στην πρόκληση και θα πολεμήσει ανεξάρτητα από τις συνέπειες μιας τέτοιας σύγκρουσης.
Η θέση του τότε πανίσχυρου στρατηγού Μακ Άρθουρ ότι δεν υπάρχει αντικατάστατο στη νίκη και συνεπώς θα πρέπει η Αμερική να χρησιμοποιήσει και τα πυρηνικά της όπλα, οδήγησε τον Πρόεδρο Τρούμαν στην απομάκρυνσή του και επέλεξε την μακροχρόνια πολιτική της Containment στην αντιπαράθεση της Δύσης με τον κομμουνισμό.
Αυτή όμως η διαχρονική επιλογή όλων των Αμερικανών προέδρων έως το 1989, οδήγησε την Αμερική στην εμπλοκή στης στον πόλεμο του Βιετνάμ με οδυνηρό αποτέλεσμα για τις Η.Π.Α., αφού παρά την εκστρατεία το 1968 600.000 στρατιωτών και ένα τεράστιο οικονομικό κόστος 2 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα, το 1975 οι συμμαχικές δυνάμεις των Η.Π.Α. ηττήθηκαν ολοσχερώς από τις επαναστατικές δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Βιετνάμ.2
Μετά το 1989, η πολιτική της Containment φαίνεται να συνεχίζεται έως σήμερα εναντίον της μετα-Σοβιετικής Ρωσίας και της Κίνας, αφού η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν αναγνώρισε στη Ρωσία σφαίρα επιρροής σε χώρες που ήταν κάποτε μέρη της Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Ουκρανία και η Γεωργία. Τα γεγονότα στο Κίεβο που ανέτρεψαν τον φιλορώσο πρόεδρο Γιανουκόβιτς στις 21 Νοεμβρίου 2013 και η κρίση στην Κριμαία το 2014, καθώς και το δημοψήφισμα στις 16 Μαρτίου 2014 που οδήγησε στην επανένταξη της Κριμαίας στη Ρωσία3, επέφεραν κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Η.Π.Α. προς τη Ρωσία. Από τότε οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία βρίσκονται σε αντιπαλότητα όπως την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Όμως, ο ρεαλισμός της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α., που εκφράστηκε από την επίσκεψη του Νίξον στο Πεκίνο το 1973 που τερμάτισε την εμπόλεμη εχθρότητα από τον Πόλεμο της Κορέας, έχει υποχωρήσει σημαντικά, αφού η Κίνα συνεχίζει να διεκδικεί την εθνική της ολοκλήρωση με την ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν (Φορμόζα).
Στη συνάντησή του ο Μάο Τσε Τουνγκ με τον Πρόεδρο Νίξον στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 1972, διαβεβαίωσε τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι η Κίνα δεν θα χρησιμοποιούσε βία εναντίον της Ταϊβάν. “Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτή για ένα διάστημα και ας επιτευχθεί αυτό μετά από 100 χρόνια”.4
Με την ανασυγκρότηση της μετα-Σοβιετικής Ρωσίας και την άνοδο της Κίνας ως ισχυρή οικονομική και στρατιωτική δύναμη ανοίγει ο εικοστός πρώτος αιώνας στο πεδίο των ισχυρών ανταγωνισμών στις διεθνείς σχέσεις της εποχής μας, όπου η αμερικανική εξωτερική πολιτική θεωρεί ότι απειλείται η πακόσμια ηγεμονία της που έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο στον κόσμο κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Οι πόλεμοι των Η.Π.Α. στο Ιράκ και το Αφγανιστάν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα, μπορούν να θεωρηθούν ως η τελευταία προσπάθεια της Δύσης να ελέγξει την Ευρωασία Οικουμένη που όπως έβλεπε ο Nicholas J. Spykman στα βιβλία του America’s Strategy in World Politics και Τhe United States and the Balance of Power (1942), Geography of Peace (1944), όπως και ο Sir Halford J. Mackinder στο βιβλίο του Democratic Ideals and Reality (1962). Όποιος ελέγχει την Ευρωασία, δηλαδή τα κρίσιμα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ελέγχει τον κόσμο, ισχυρίζονταν οι παραπάνω ιστορικοί αναλυτές.5
“Πρόσβαση στο πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου και η ασφάλεια φιλικά προσκείμενων προς τις Η.Π.Α. κρατών-κλειδιά στην περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα ασφάλειας των Η.Π.Α.”.6
Όμως αυτοί οι δύο πόλεμοι στη Μέση Ανατολή αποκάλυψαν την αδυναμία της υπερδύναμης να ελέγξει την Ευρωασία Οικουμένη, ενώ η Αραβική Άνοιξη που ακολούθησε με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και τη Λιβύη, απέδειξε πόσο ανίσχυρο ήταν το εγχείρημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να φέρει φιλοδυτικά δημοκρατικά καθεστώτα σε αυτές τις κρίσιμες Αραβικές χώρες, όπου ακόμη υπάρχει ζωντανός ο αραβικός εθνικισμός από την εποχή του Καμάλ Νάσερ στην Αίγυπτο και του Ασάντ στη Συρία.
Εδώ η σημερινή Ρωσία κληρονόμησε ισχυρά στρατηγικά ερείσματα στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Λιβύη από την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτές είναι πραγματικότητες που δεν μπορεί να αγνοήσει η μελλοντική εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α.
Έτσι, η μελλοντική εξωτερική πολιτική της νέας διακυβέρνησης των Η.Π.Α. από το 2021 και μετά, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της ότι κάθε πολιτική Ανάσχαισης εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας είναι πλέον ανέφικτη και εφόσον επιχειρηθεί θα προκαλέσει την περαιτέρω σύσφιξη των Ρωσο-Κινεζικών σχέσεων, που παρά τις όποιες διαφορές τους στο παρελθόν, δεν είναι δυνατόν να διαρραγούν, αφού η Κινεζική Επανάσταση είναι το γνησιότερο τέκνο της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 και οι δύο πυρηνικές δυνάμεις έχουν κοινά οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα που τα ενισχύει η γεωγραφία και η ιστορία. Οι δύο αυτές δυνάμεις έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι αποφασισμένες να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Έτσι η αμερικανική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης των Δημοκρατικών θα πρέπει να προσαρμοστεί στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα και να επιλέξει ως πρώτο σύμμαχο την Ευρωπαϊκή Ένωση και μαζί να διασφαλίσουν τα Δυτικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο ώστε η Ε.Ε. να κατοχυρώσει με βάση το διεθνές δίκαιο τα εξωτερικά της θαλάσσια σύνορα που να αποτελέσουν μαζί με το Ισραήλ το άμεσο μέγιστο βάθος της ευρωπαϊκής και Δυτικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα αποκτήσει συγκεκριμένα όρια άμεσου συμφέροντος αφού εδώ τα κράτη της περιοχής, Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ αποτελούν παραδείγματα δημοκρατικών καθεστώτων που εναρμονίζονται με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αξίες για τη δημοκρατία και την ελευθερία των πολιτών.
Από την ίδρυσή του το 1949, το ΝΑΤΟ αποτέλεσε το εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που το χρησιμοποίησε ώστε να υλοποιήσει την πολιτική Ανάσχεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Η Τουρκία αποτελούσε προπύργιο του ΝΑΤΟ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και χρησιμοποίησε την ανοχή του ΝΑΤΟ προκειμένου να αλώσει την Κύπρο το 1974.
Όμως το ΝΑΤΟ όπως είναι σήμερα, εκτός από τα δυτικά δημοκρατικά κράτη, έχει και την μουσουλμανική και νεο-Οθωμανική Τουρκία που παλεύει να γίνει μια ισχυρή μουσουλμανική δύναμη με μια επιθετική, επεκτατική και αποσταθεροποιητική πολιτική για την περιοχή από τον Καύκασο, τη Λιβύη, τη Σομαλία και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία σήμερα είναι ξεκάθαρα μια ασιατική δύναμη που θέλει να επιβληθεί στρατιωτικά στην Ανατολική Μεσόγειο και να εκτοπίσει τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα και προετοιμάζεται να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ εφόσον δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη συναίνεσή του για την ιμπεριαλιστική της πολιτική της Γαλάζιας Πατρίδας.
Συνεπώς, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να οδηγήσει πλέον την Τουρκία στο δίλημμα ή συνεργασία με τη Δύση και μετατροπή σε μια σύγχρονη δημοκρατία ή να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ.
Η σημερινή τουρκική εκρεμμότητα θα πρέπει σύντομα να λάβει τέλος, ώστε οι λαοί της Τουρκίας να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Όσο παραμένει η αμφίσημη κατάσταση μεταξύ ενός επεκτατικού καθεστώτος και μιας αυταρχικής νεο-Οθωμανικής διακυβέρνησης, η Τουρκία θα αποτελεί απειλή για τη Δύση.
Όσο για τη μελλοντική εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών στις Η.Π.Α., θα πρέπει επίσης να κλείσει το χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και ρεαλισμού στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ώστε αυτή η πολιτική να αποκτήσει συνέπεια και αξιοπιστία.
Η ισορροπία μεταξύ ιδεολογικών στόχων και ρεαλιστικής άσκησης της πολιτικής θα πρέπει να αντανακλά την προσπάθεια συμφιλίωσης του διχασμένου αμερικανικού έθνους ώστε η ολοκλήρωση της πολιτικής δημοκρατίας να συμβαδίζει με το κοινωνικό κράτος και την ισότητα των πολιτών. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να γεφυρωθούν οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και να βγουν από την φτωχοποίηση η μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Συμπερασματικά, η Αμερική, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της πολιτική, θα πρέπει επιτέλους να επανέλθει στην εποχή του Φραγκλίνου Ρούσβελτ και του New Deal. Μόνο έτσι θα συμβάλλει στην παγκόσμια ειρήνη και θα εξασφαλίσει το μέλλον του πλανήτη στην πυρηνική και διαστημική εποχή.
Η εξωτερική πολιτική του Ρούσβελτ προβλέπονταν να στηρίζεται στην ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των νικητών - και να μην παρασυρθεί σε μια αυτοκρατορική πορεία - που θα καθιστούσε τη νικήτρια Αμερική παράδειγμα συνεργσίας και ειρηνικής άμιλλας για τις προσεχείς δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Επιστρέφοντας από τη Γιάλτα κατέστησε σαφές ότι “πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του συστήματος μονομερούς δράσης, των σφαιρών επιρροής, της ισορροπίας ισχύος και όλων των άλλων μεθόδων που είχαν δοκιμαστεί για αιώνες και που πάντα αποτύγχαναν. Προτείνουμε να τα αντικαταστήσουμε όλα αυτά με έναν παγκόσμιο οργανισμό όπου θα έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν όλα τα έθνη που αγαπούν την ειρήνη. Είμαι αισιόδοξος ότι το Κογκρέσσο και ο αμερικανικός λαός θα δεχθούν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης ως την απαρχή ενός μόνιμου οικοδομήματος για την ειρήνη”.7 Δυστυχώς μετά τον θάνατο του χαρισματικού Προέδρου Ρούσβελτ, στη διακυβέρνηση των Η.Π.Α. τον διαδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος Χάρι Τρούμαν από το Μιζούρι, που η κυβέρνησή του χρησιμοποίησε το πυρηνικό όπλο δύο φορές εναντίον της Ιαπωνίας και άρχισε την πολιτική Ανάσχαισης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και την πολιτική του Μακαρθισμού στις Η.Π.Α.
Στα τελευταία δέκα χρόνια έχει πλέον αναβαθμιστεί η στρατηγική αξία του ελληνικού χώρου στην Ανατολική Μεσόγειο και η εφαρμογή των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου στις θαλάσσιες ζώνες καθιστά ακόμη πιο στρατηγική την αξία της Ελλάδας, που αποδεικνύεται ο πιο αξιόπιστος εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συμφερόντων των Η.Π.Α. στην περιοχή.
Συνεπώς η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει την καθοδήγηση της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Η.Π.Α., ώστε να λάβουν ξεκάθαρη θέση υπέρ των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, και να μην αρχίσουν μια πολιτική συμβιβασμού με την Τουρκία να της δοθούν ανταλλάγματα σε βάρος της Ελλάδας προκειμένου να την διατηρήσουν στο ΝΑΤΟ και να συνεχίσουν τη χρηματοδότησή της από την Ε.Ε. Έτσι ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, θα πρέπει να δεχθούν αυτή τη νέα πραγματικότητα τώρα που η Τουρκία έχει πια χαράξει μια πορεία εκτός ΝΑΤΟ και εκτός Ευρώπης.
Το ίδιο ισχύει και για την επιρροή που θα πρέπει να ασκεί η ελληνική εξωτερική πολιτική προς εκείνη των Η.Π.Α., όπως κάνει το Ισραήλ για τα δικά του συμφέροντα. Τυχόν πειραματισμοί από νεοφώτιστα ακαδημαϊκά στελέχη και φιλόδοξες ασκήσεις διπλωματίας από μη έμπειρα στελέχη με ελλειπή ιστορική και πολιτική γνώση στα θέματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής ασφάλειας στην περιοχή και με αντι-ρωσικές προκαταλήψεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, δεν θα αποβούν προς όφελος της Ελλάδας και των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου.
Συνεπώς τόσο στην άμυνα όσο και στην εξωτερική πολιτική, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί ισχυρός πόλος άσκησης πολιτικών που εξασφαλίζουν πρωτίστως τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
1 Andrew J. Bacevich, Αμερικανική Αυτοκρατορία, Πραγματικότητες και Συνέπειες της Αμερικανικής Διπλωματίας, εκδόσεις Harvard, 2002, ελληνική έκδοση Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2008, επιστημονική επιμέλεια και προλεγόμενα Ηλίας Θερμός, σελίδες ΧΙΧ, ΧΧ.
2 Όπως παραπάνω, σελ. ΧΧΙ.
3 Η Κριμαία ήταν επαρχία της Ρωσίας και δόθηκε διοικητικά στην Ουκρανία το 1954 όταν ο Ουκρανικής καταγωγής Νικίτα Χρουστσόφ ήταν Γενικός Γραμματέας της Σοβιετικής Ένωσης. Η πλειοψηφία των κατοίκων της Κριμαίας είναι Ρώσοι.
4 Ηλίας Θερμός, Οι Επαναστάσεις στον Εικοστό Αιώνα, Ρωσία, Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, εκδόσεις Σιδέρη, 2015, σελ. 218.
5 Αμερικανική Ηγεμονία, εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2008, σελ. ΧΧΙΙΙ, επιμέλεια και προλεγόμενα Ηλίας Θερμός.
6 Όπως παραπάνω, από το άρθρο του Καθ. Μάριου Ευρυβιάδη, “Μέση Ανατολή: Η Στρατηγική των Η.Π.Α. και τα Ελληνικά Συμφέροντα Ασφάλειας”, Ο Ελληνισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2000, σελ. 34.
7 Ηλίας Θερμός, Αποστολή Περικλής, εκδόσεις Καστανιώτη, 2016, σελ. 15, Henry Kissinger, Diplomacy, Simon & Schuster, New York, 1964, σελ. 416.
Ηλίας Θερμός
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας - Εδρα Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση και Εξωτερική Πολιτική
HuffingtonPost
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε