Τα «γεράκια» του Τζο Μπάιντεν που μπαίνουν στη νέα κυβέρνηση
Όλα δείχνουν ότι οι επιλογές του Τζο Μπάιντεν θα σηματοδοτήσουν την επιστροφή σε μια λογική ένοπλου παρεμβατισμού των ΗΠΑ
Παναγιώτης Σωτήρης
Με τον Ντόναλντ Τραμπ να αρνείται να παραδεχτεί την ήττα του αλλά και ταυτόχρονα να συνειδητοποιεί ότι λίγοι είναι αυτοί που μοιράζονται την εκτίμησή του για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, ο Τζο Μπάιντεν ετοιμάζεται να διαμορφώσει το υπουργικό του συμβούλιο.
Και εάν κάποιες από τις επιλογές του αφορούν πολύ περισσότερο των εσωτερικών των ΗΠΑ, αυτές που αφορούν τους υπευθύνους της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας της μεγαλύτερης υπερδύναμης απασχολούν το σύνολο του πλανήτη.
Στο επίκεντρο τίθενται έτσι οι πιθανές επιλογές του για τις κρίσιμες θέσεις του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Άμυνας και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας.
Και όλα δείχνουν ότι οι επιλογές του θα σηματοδοτούν την απομάκρυνση από την εποχή Τραμπ, που είχε ως χαρακτηριστικό της την προσπάθεια για απεγκλωβισμό των ΗΠΑ από παρατεταμένους και πολυδάπανους πολέμους στο εξωτερικό, και την επιστροφή σε έναν επιθετικό ένοπλο παρεμβατισμό που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτέλεσε βασικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής από τον 11η Σεπτεμβρίου και μετά, συμπεριλαμβανομένης της εποχής του Μπαράκ Ομπάμα.
Μάλιστα, ειδικά η δεύτερη θητεία του Ομπάμα είχε ιδιαίτερη σημασία μια που σημαδεύτηκε από μια πιο επιθετική στάση που αποτυπώθηκε στο πώς αντιμετωπίστηκε η «Αραβική Άνοιξη» ως ευκαιρία για «αλλαγές καθεστώτος» σε χώρες όπως η Λιβύη ή η Συρία, με αποτελέσματα που είναι ορατά και σήμερα, αλλά και στην κλιμάκωση αυτού που συνηθίσαμε να λέμε «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» με κρίσιμη καμπή την ουκρανική κρίση και όλη την αλυσίδα κυρώσεων που ακολούθησε την εκ νέου ένταξη της Κριμαίας στα όρια της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η επιστροφή της Σούζαν Ράις
Ένα όνομα που έχει ακουστεί πολύ για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών είναι αυτό της Σούζαν Ράις. Με σπουδές στην Οξφόρδη και βραβευμένη διδακτορική διατριβή, το 1997 θα είναι η νεότερη βοηθός υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ (με αντικείμενο τις αφρικανικές υποθέσεις), και επί προεδρία Μπαράκ Ομπάμα θα αναλάβει σημαντικές θέσεις: Πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ από το 2009-2013 και Εθνική Σύμβουλός Ασφαλείας από το 2013-2017.
Κατά τη διάρκεια της θητείας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ράις υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος της «σκληρής» γραμμής απέναντι στον Συνταγματάρχη Καντάφι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης που επέμειναν σε μια πιο ήπια κατεύθυνση. Μάλιστα, σε μια από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας το 2011 θα υποστηρίξει ότι οι οπαδοί του Καντάφι ήταν υπεύθυνοι για εκτεταμένες αγριότητες, συμπεριλαμβανομένης και εκτεταμένης χρήσης σεξουαλικής βίας, τονίζοντας μάλιστα ότι ο Καντάφι τροφοδοτούσε τους στρατιώτες του με χάπια Viagra για να ενθαρρύνει μαζικούς βιασμούς. Η Ράις θα παίξει σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη, που ναι μεν οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Καντάφι και τον θάνατο του ίδιου στα χέρια του όχλου, όμως οδήγησε και σε έναν ιδιαίτερα μακρόχρονο και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η ίδια η Ράις θα κατηγορηθεί επιπλέον ότι προσπάθησε να παραπλανήσει το κοινό κατά την αρχική ενημέρωση για το επίθεση που δέχτηκαν οι διπλωματικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Βεγγάζη, όπου θα χάσει τη ζωή του ανάμεσα σε άλλους και ο αμερικανός πρεσβευτής στη Λιβύη Τζον Κρίστοφερ Στίβενς.
Επιθετική στάση θα κρατήσει και στη συριακή κρίση η Ράις. Μάλιστα, όταν η Ρωσία και η Κίνα θα μπλοκάρουν την έκδοση ενός ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας που θα καλούσε σε άμεση παραίτηση του σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, η Ράις θα τους κατηγορήσει ότι «μπήγουν ένα παλούκι στην καρδιά των προσπαθειών να επιλύσουμε τη σύγκρουση ειρηνικά», προσθέτοντας ότι «εμείς οι Ηνωμένες Πολιτείες στεκόμαστε στο πλευρό του λαού της Συρίας, ενώ η Κίνα και η Ρωσία εμφανώς στο πλευρό του Άσαντ». Ήταν, άλλωστε, η εποχή όπου οι ΗΠΑ ήλπιζαν ότι οι ισλαμιστικές ένοπλες οργανώσεις που είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της κυβέρνησης της Δαμασκού. Βέβαια, αυτό που θα γίνει θα είναι να τροφοδοτήσουν ένα κύμα βίας που θα διαμορφώσει (μαζί με τις ιδιαίτερες συνθήκες στο Ιράκ) την εμφάνιση του φαινομένου του Ισλαμικού Κράτους.
Στη θητεία της ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, η Ράις χειρίστηκε ζητήματα όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και την επιδείνωση των αμερικανορωσικών σχέσεων μετά το 2014, την ουκρανική κρίση και την εκ νέου ένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, σηματοδοτώντας μια αρκετά πιο επιθετική αμερικανική πολιτική. Η γραμμή της, που θα αποτυπωθεί και στην αναθεωρημένη εκδοχή της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ το 2015, θα επικεντρώνει ιδιαίτερα στη δυνατότητα των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεσία και μέσα από εκτεταμένες παρεμβάσεις εκτός συνόρων, με ιδιαίτερη έμφαση στις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις.
Ως προς τη Μέση Ανατολή, η Ράις είναι γνωστή για τη σταθερή της στήριξη στο Ισραήλ, ενώ έχει ασκήσει κριτική στην συμφωνία της κυβέρνησης Τραμπ με τους Ταλιμπάν για την ειρήνευση στο Αφγανιστάν.
Τόνι Μπλίνκεν: ένας παλιός συνεργάτης του Μπάιντεν
Για τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας έχει ακουστεί το όνομα του Τόνι Μπλίνκεν. Άλλωστε από το 2009 έως το 2013 υπηρέτησε ως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν ως αντιπροέδρου των ΗΠΑ.
Ο Μπλίνκεν θεωρείται ότι άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στη Ρωσία μετά την ουκρανική κρίση και τις εξελίξεις σε σχέση με την Κριμαία. Θα είναι ιδιαίτερος ένθερμος υποστηρικτής των κυρώσεων στη Ρωσία και μάλιστα κυρώσεων που να επικεντρώνουν στον στενό κύκλο γύρω από τον ίδιο τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η «γραμμή» του ήταν για τη μέγιστη πίεση στη Ρωσία με οικονομικές κυρώσεις, που θα έχουν πραγματικό κόστος, και με προσπάθεια για απομόνωση της Ρωσίας από την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα.
Μισέλ Φλούρνοϊ: ένα δημοκρατικό «γεράκι» για το υπουργείο Άμυνας
Για το υπουργείο Άμυνας ακούγεται το όνομα της Μισέλ Φλούρνοϊ. Και εδώ έχουμε να κάνουμε μια παλιά γνώριμο των διαδρόμων του Πενταγώνου αλλά και της αμυντικής βιομηχανίας.
Ξεκίνησε ως βοηθός υπουργός Άμυνας με αντικείμενο τη στρατηγική επί κυβερνήσεων Κλίντον. Θα παίξει μάλιστα ρόλο στην τετραετή αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής του 1997 που διατύπωσε την περιβόητη θέση για την ικανότητα των ΗΠΑ να μπορούν να διεξάγουν και να κερδίζουν δύο μείζονες πολεμικές αναμετρήσεις ταυτόχρονα.
Στην πρώτη διακυβέρνηση Ομπάμα θα είναι υφυπουργός Άμυνας με αντικείμενο την πολιτική και θα παίξει ρόλο στο να πειστεί ο αμερικανός πρόεδρος για την ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη.
Παράλληλα, ήδη από το 2007 η Φλούρνοϊ θα είναι εκ των συνιδρυτών του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Στρατηγική (CNAS), ενός think tank που εξειδικεύεται στις μελέτες για αμυντικά θέματα, ειδικοί του οποίου έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στις κυβερνήσεις Ομπάμα. Η βασική γραμμή του επικεντρώνει στην ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης ενίσχυση της αμερικανικής αμυντικής ικανότητας. Μια πρόσφατη έκθεση του CNAS από το 2016, στην οποία η Φλούρνοϊ θα είναι μία εκ των συγγραφέων, θα έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επεκτείνοντας την Αμερικανική Ισχύ» και εκτός των άλλων θα επικεντρώνει και στην ανάγκη για μια ακόμη πιο επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης και της μεγαλύτερης βοήθειας προς την Ουκρανία.
Εκτός από τη συμμετοχή στο CNAS η Φλούρνοϊ θα συνεργαστεί και με μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες που ασχολούνται με τις αμυντικές προμήθειες και γενικά θεωρείται ότι θα στηρίξει την αμυντική βιομηχανία.
Η κληρονομιά του 2002
Μία από τις επιλογές τις οποίες ακόμη προσπαθεί να δικαιολογήσει ο Τζο Μπάιντεν ήταν αυτή που έκανε το 2003 όταν ήταν ένας από τους 77 γερουσιαστές που στήριξαν την απόφαση του Τζορτζ Μπους να κηρύξει τον πόλεμο στο Ιράκ, εξουσιοδοτώντας στις 11 Οκτωβρίου 2002 τον αμερικανό πρόεδρο να προχωρήσει στη χρήση στρατιωτικής ισχύος απέναντι στο Ιράκ, στη βάση των υποτιθέμενων ενδείξεων για «όπλα μαζικής καταστροφής» που τελικά δεν βρέθηκαν ποτέ. Μάλιστα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν τότε επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Παρότι αργότερα θα χαρακτηρίσει ως σφάλμα την ψήφο του τότε, στην μάχη για το Δημοκρατικό χρίσμα οι επικριτές του συχνά θα θυμίσουν την τότε στάση του.
Τώρα θα έχει την ευκαιρία να δείξει τη δική του εξωτερική του πολιτική. Και όλα δείχνουν ότι ενώ μπορεί να αναζητήσει μια πιο συμβιβαστική στάση στο θέμα της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ με απόφαση Τραμπ) ή να ακολουθήσει μια λιγότερο σκληρή ρητορική στα θέματα του ανταγωνισμού με την Κίνα (η Ράις για παράδειγμα θεωρείται ότι υποστηρίζει μια πιο «ρεαλιστική προσέγγιση»), φαίνεται ότι δεν θα ξεφύγει από τα όρια της ιδιαίτερης εκδοχής αυξημένου αμερικανικού παρεμβατισμού που χαρακτήρισαν και πρόσφατες Δημοκρατικές προεδρίες στις ΗΠΑ.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Παναγιώτης Σωτήρης
Με τον Ντόναλντ Τραμπ να αρνείται να παραδεχτεί την ήττα του αλλά και ταυτόχρονα να συνειδητοποιεί ότι λίγοι είναι αυτοί που μοιράζονται την εκτίμησή του για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, ο Τζο Μπάιντεν ετοιμάζεται να διαμορφώσει το υπουργικό του συμβούλιο.
Και εάν κάποιες από τις επιλογές του αφορούν πολύ περισσότερο των εσωτερικών των ΗΠΑ, αυτές που αφορούν τους υπευθύνους της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας της μεγαλύτερης υπερδύναμης απασχολούν το σύνολο του πλανήτη.
Στο επίκεντρο τίθενται έτσι οι πιθανές επιλογές του για τις κρίσιμες θέσεις του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Άμυνας και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας.
Και όλα δείχνουν ότι οι επιλογές του θα σηματοδοτούν την απομάκρυνση από την εποχή Τραμπ, που είχε ως χαρακτηριστικό της την προσπάθεια για απεγκλωβισμό των ΗΠΑ από παρατεταμένους και πολυδάπανους πολέμους στο εξωτερικό, και την επιστροφή σε έναν επιθετικό ένοπλο παρεμβατισμό που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτέλεσε βασικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής από τον 11η Σεπτεμβρίου και μετά, συμπεριλαμβανομένης της εποχής του Μπαράκ Ομπάμα.
Μάλιστα, ειδικά η δεύτερη θητεία του Ομπάμα είχε ιδιαίτερη σημασία μια που σημαδεύτηκε από μια πιο επιθετική στάση που αποτυπώθηκε στο πώς αντιμετωπίστηκε η «Αραβική Άνοιξη» ως ευκαιρία για «αλλαγές καθεστώτος» σε χώρες όπως η Λιβύη ή η Συρία, με αποτελέσματα που είναι ορατά και σήμερα, αλλά και στην κλιμάκωση αυτού που συνηθίσαμε να λέμε «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» με κρίσιμη καμπή την ουκρανική κρίση και όλη την αλυσίδα κυρώσεων που ακολούθησε την εκ νέου ένταξη της Κριμαίας στα όρια της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η επιστροφή της Σούζαν Ράις
Ένα όνομα που έχει ακουστεί πολύ για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών είναι αυτό της Σούζαν Ράις. Με σπουδές στην Οξφόρδη και βραβευμένη διδακτορική διατριβή, το 1997 θα είναι η νεότερη βοηθός υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ (με αντικείμενο τις αφρικανικές υποθέσεις), και επί προεδρία Μπαράκ Ομπάμα θα αναλάβει σημαντικές θέσεις: Πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ από το 2009-2013 και Εθνική Σύμβουλός Ασφαλείας από το 2013-2017.
Κατά τη διάρκεια της θητείας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ράις υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος της «σκληρής» γραμμής απέναντι στον Συνταγματάρχη Καντάφι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης που επέμειναν σε μια πιο ήπια κατεύθυνση. Μάλιστα, σε μια από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας το 2011 θα υποστηρίξει ότι οι οπαδοί του Καντάφι ήταν υπεύθυνοι για εκτεταμένες αγριότητες, συμπεριλαμβανομένης και εκτεταμένης χρήσης σεξουαλικής βίας, τονίζοντας μάλιστα ότι ο Καντάφι τροφοδοτούσε τους στρατιώτες του με χάπια Viagra για να ενθαρρύνει μαζικούς βιασμούς. Η Ράις θα παίξει σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη, που ναι μεν οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Καντάφι και τον θάνατο του ίδιου στα χέρια του όχλου, όμως οδήγησε και σε έναν ιδιαίτερα μακρόχρονο και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η ίδια η Ράις θα κατηγορηθεί επιπλέον ότι προσπάθησε να παραπλανήσει το κοινό κατά την αρχική ενημέρωση για το επίθεση που δέχτηκαν οι διπλωματικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Βεγγάζη, όπου θα χάσει τη ζωή του ανάμεσα σε άλλους και ο αμερικανός πρεσβευτής στη Λιβύη Τζον Κρίστοφερ Στίβενς.
Επιθετική στάση θα κρατήσει και στη συριακή κρίση η Ράις. Μάλιστα, όταν η Ρωσία και η Κίνα θα μπλοκάρουν την έκδοση ενός ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας που θα καλούσε σε άμεση παραίτηση του σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, η Ράις θα τους κατηγορήσει ότι «μπήγουν ένα παλούκι στην καρδιά των προσπαθειών να επιλύσουμε τη σύγκρουση ειρηνικά», προσθέτοντας ότι «εμείς οι Ηνωμένες Πολιτείες στεκόμαστε στο πλευρό του λαού της Συρίας, ενώ η Κίνα και η Ρωσία εμφανώς στο πλευρό του Άσαντ». Ήταν, άλλωστε, η εποχή όπου οι ΗΠΑ ήλπιζαν ότι οι ισλαμιστικές ένοπλες οργανώσεις που είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της κυβέρνησης της Δαμασκού. Βέβαια, αυτό που θα γίνει θα είναι να τροφοδοτήσουν ένα κύμα βίας που θα διαμορφώσει (μαζί με τις ιδιαίτερες συνθήκες στο Ιράκ) την εμφάνιση του φαινομένου του Ισλαμικού Κράτους.
Στη θητεία της ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, η Ράις χειρίστηκε ζητήματα όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και την επιδείνωση των αμερικανορωσικών σχέσεων μετά το 2014, την ουκρανική κρίση και την εκ νέου ένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, σηματοδοτώντας μια αρκετά πιο επιθετική αμερικανική πολιτική. Η γραμμή της, που θα αποτυπωθεί και στην αναθεωρημένη εκδοχή της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ το 2015, θα επικεντρώνει ιδιαίτερα στη δυνατότητα των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεσία και μέσα από εκτεταμένες παρεμβάσεις εκτός συνόρων, με ιδιαίτερη έμφαση στις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις.
Ως προς τη Μέση Ανατολή, η Ράις είναι γνωστή για τη σταθερή της στήριξη στο Ισραήλ, ενώ έχει ασκήσει κριτική στην συμφωνία της κυβέρνησης Τραμπ με τους Ταλιμπάν για την ειρήνευση στο Αφγανιστάν.
Τόνι Μπλίνκεν: ένας παλιός συνεργάτης του Μπάιντεν
Για τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας έχει ακουστεί το όνομα του Τόνι Μπλίνκεν. Άλλωστε από το 2009 έως το 2013 υπηρέτησε ως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν ως αντιπροέδρου των ΗΠΑ.
Ο Μπλίνκεν θεωρείται ότι άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στη Ρωσία μετά την ουκρανική κρίση και τις εξελίξεις σε σχέση με την Κριμαία. Θα είναι ιδιαίτερος ένθερμος υποστηρικτής των κυρώσεων στη Ρωσία και μάλιστα κυρώσεων που να επικεντρώνουν στον στενό κύκλο γύρω από τον ίδιο τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η «γραμμή» του ήταν για τη μέγιστη πίεση στη Ρωσία με οικονομικές κυρώσεις, που θα έχουν πραγματικό κόστος, και με προσπάθεια για απομόνωση της Ρωσίας από την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα.
Μισέλ Φλούρνοϊ: ένα δημοκρατικό «γεράκι» για το υπουργείο Άμυνας
Για το υπουργείο Άμυνας ακούγεται το όνομα της Μισέλ Φλούρνοϊ. Και εδώ έχουμε να κάνουμε μια παλιά γνώριμο των διαδρόμων του Πενταγώνου αλλά και της αμυντικής βιομηχανίας.
Ξεκίνησε ως βοηθός υπουργός Άμυνας με αντικείμενο τη στρατηγική επί κυβερνήσεων Κλίντον. Θα παίξει μάλιστα ρόλο στην τετραετή αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής του 1997 που διατύπωσε την περιβόητη θέση για την ικανότητα των ΗΠΑ να μπορούν να διεξάγουν και να κερδίζουν δύο μείζονες πολεμικές αναμετρήσεις ταυτόχρονα.
Στην πρώτη διακυβέρνηση Ομπάμα θα είναι υφυπουργός Άμυνας με αντικείμενο την πολιτική και θα παίξει ρόλο στο να πειστεί ο αμερικανός πρόεδρος για την ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη.
Παράλληλα, ήδη από το 2007 η Φλούρνοϊ θα είναι εκ των συνιδρυτών του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Στρατηγική (CNAS), ενός think tank που εξειδικεύεται στις μελέτες για αμυντικά θέματα, ειδικοί του οποίου έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στις κυβερνήσεις Ομπάμα. Η βασική γραμμή του επικεντρώνει στην ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης ενίσχυση της αμερικανικής αμυντικής ικανότητας. Μια πρόσφατη έκθεση του CNAS από το 2016, στην οποία η Φλούρνοϊ θα είναι μία εκ των συγγραφέων, θα έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επεκτείνοντας την Αμερικανική Ισχύ» και εκτός των άλλων θα επικεντρώνει και στην ανάγκη για μια ακόμη πιο επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης και της μεγαλύτερης βοήθειας προς την Ουκρανία.
Εκτός από τη συμμετοχή στο CNAS η Φλούρνοϊ θα συνεργαστεί και με μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες που ασχολούνται με τις αμυντικές προμήθειες και γενικά θεωρείται ότι θα στηρίξει την αμυντική βιομηχανία.
Η κληρονομιά του 2002
Μία από τις επιλογές τις οποίες ακόμη προσπαθεί να δικαιολογήσει ο Τζο Μπάιντεν ήταν αυτή που έκανε το 2003 όταν ήταν ένας από τους 77 γερουσιαστές που στήριξαν την απόφαση του Τζορτζ Μπους να κηρύξει τον πόλεμο στο Ιράκ, εξουσιοδοτώντας στις 11 Οκτωβρίου 2002 τον αμερικανό πρόεδρο να προχωρήσει στη χρήση στρατιωτικής ισχύος απέναντι στο Ιράκ, στη βάση των υποτιθέμενων ενδείξεων για «όπλα μαζικής καταστροφής» που τελικά δεν βρέθηκαν ποτέ. Μάλιστα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν τότε επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Παρότι αργότερα θα χαρακτηρίσει ως σφάλμα την ψήφο του τότε, στην μάχη για το Δημοκρατικό χρίσμα οι επικριτές του συχνά θα θυμίσουν την τότε στάση του.
Τώρα θα έχει την ευκαιρία να δείξει τη δική του εξωτερική του πολιτική. Και όλα δείχνουν ότι ενώ μπορεί να αναζητήσει μια πιο συμβιβαστική στάση στο θέμα της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ με απόφαση Τραμπ) ή να ακολουθήσει μια λιγότερο σκληρή ρητορική στα θέματα του ανταγωνισμού με την Κίνα (η Ράις για παράδειγμα θεωρείται ότι υποστηρίζει μια πιο «ρεαλιστική προσέγγιση»), φαίνεται ότι δεν θα ξεφύγει από τα όρια της ιδιαίτερης εκδοχής αυξημένου αμερικανικού παρεμβατισμού που χαρακτήρισαν και πρόσφατες Δημοκρατικές προεδρίες στις ΗΠΑ.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε