Το Ουκρανικό έδειξε την γύμνια της Ευρώπης
Ιωάννης Βαληνάκης
Shutterstock
Η Ευρώπη ξυπνά απότομα από τον λήθαργο δεκαετιών κατά τις οποίες πίστευε ότι οι διεθνείς αρχές του απαραβίαστου των συνόρων και του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας γίνονταν απολύτως σεβαστές στη Γηραιά Ήπειρο. Βέβαιη ότι η ρύθμιση κάθε διεθνούς διαφοράς μπορούσε να γίνει μόνο δια της διπλωματίας, ήταν επόμενο να αιφνιδιαστεί απόλυτα από τη ρωσική επέμβαση. Όσο αυξάνεται η ένταση, τόσο συνειδητοποιεί ότι η κρίση δεν αφορά απλώς στην Ουκρανία. Αφορά σε απόπειρες βίαιας επαναχάραξης συνόρων με την επίκληση δήθεν ιστορικών αδικιών. Αφορά ουσιαστικά στο είδος του κόσμου στον οποίο θέλουμε όλοι οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, να ζούμε.
Η ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έστειλε τα πρώτα μηνύματα απόσυρσης του πάλαι ποτέ «χωροφύλακα του κόσμου». Όλοι οι ανά τον κόσμο σύμμαχοί τους αισθάνθηκαν ότι οι αμερικανικές εγγυήσεις δεν ήταν πλέον αξιόπιστες, κι ότι η παγκόσμια μονοκρατορία τους έπνεε πλέον τα λοίσθια κλίνοντας ξανά προς τον απομονωτισμό. Οι περισσότερες χώρες επιδόθηκαν σε τολμηρές αναθεωρήσεις της εξωτερικής τους πολιτικής - όχι πάντως η Ευρώπη, ούτε η Ελλάδα.
Παρά τα εκκωφαντικά προμηνύματα επίδειξης ισχύος από τον Πούτιν, η Ευρώπη ήταν έτοιμη να «αγκαλιάσει» κάθε σχετικά ήπια ρωσική δήλωση και να εξαντλήσει κάθε χαραμάδα για διπλωματική διέξοδο. Η συμπεριφορά αυτή αντανακλά τη δομική αδυναμία των δυτικών κοινωνιών απέναντι σε απειλές άσκησης βίας από αποφασιστικούς και επιθετικούς αντιπάλους. Έχοντας ζήσει πολλές δεκαετίες ειρήνης και ασφάλειας, οι Ευρωπαίοι - πλην Ελλήνων και Κυπρίων - τις θεώρησαν δεδομένες. Συνεπώς, καμιά ευρωπαϊκή κοινωνία που κολυμπά στην ευμάρεια δεν είναι πρόθυμη να καταφύγει στα όπλα.
Εδώ και μερικά χρόνια η Ένωση λανθασμένα θεωρεί ότι επηρεάζει σημαντικά τα διεθνή πράγματα. Δυστυχώς, φλυαρεί ακατάσχετα, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στις απόψεις 27 κυριάρχων κρατών που το καθένα εκπροσωπεί συχνά διαφορετικά συμφέροντα. Στην προσπάθεια να υιοθετήσει κοινές θέσεις καταλήγει σε «νερωμένες» διατυπώσεις και θεωρητικές διαβεβαιώσεις. Με αδύναμη κοινή εξωτερική πολιτική και μόνο κατ’όνομα κοινή ασφάλεια, πολλοί στην Ευρώπη δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί την αδυναμία της Ένωσης να επηρεάσει αποφασιστικά τα διεθνή πράγματα. Πριν δέκα ακόμη χρόνια, οι περισσότερες τρίτες χώρες μελετούσαν με προσοχή τα Συμπεράσματα των Συνόδων Κορυφής των 27. Σήμερα τα γενικόλογα αυτά κείμενα συναντούν τη γενική αδιαφορία. Ακόμη και μικρές χώρες δεν πτοούνται από τις ευρωπαϊκές πιέσεις.
Η Ευρώπη χρειάζεται ισχυρούς μοχλούς παρέμβασης στις διεθνείς εξελίξεις αλλά στερείται (ακόμη;) πραγματικής βούλησης να μετεξελιχθεί σε στρατηγικό παράγοντα. Οι γαλλικές προσπάθειες για απόκτηση μιας ανεξάρτητης (αν και συμπληρωματικής προς το ΝΑΤΟ) στρατιωτικής δύναμης - το γνωστό σχέδιο για «στρατηγική αυτονομία» - δεν φαίνεται εύκολο να επικρατήσει αφού οι Ανατολικοευρωπαίοι, και όχι μόνο εκείνοι, εύλογα προτιμούν την ακόμη ισχυρότερη αμερικανική ομπρέλα.
Στο πλαίσιο αυτό και παρά τις σημαντικές αρνητικές της πτυχές, η κρίση δημιούργησε μια σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα: Να αναδείξει έγκαιρα με «έξυπνες» πρωτοβουλίες πόσο παραπλήσια με τη ρωσική είναι η τουρκική επιθετικότητα. Να επιμείνει ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι αδιαίρετη για κάθε κράτος - μέλος απ’όπου κι αν προέρχεται η εξωτερική απειλή. Και να επιδείξει έμπρακτη αλληλεγγύη προς ανατολικοευρωπαίους εταίρους και συμμάχους (πχ. προς τη Βουλγαρία), κάνοντας όμως ταυτόχρονα σαφές όπου δει, ότι αναμένει την ίδια αλληλεγγύη απέναντι στην τουρκική απειλή από τους εταίρους εκείνους που συστηματικά αλληθωρίζουν όταν καλούνται να μας συνδράμουν.
Η ίδια λογική πρέπει να διαπερνά και την ελληνική συμμετοχή σε κυρώσεις. Η ΕΕ εισέρχεται πλέον ταχύτατα στη μεγάλη περιπέτεια της επιβολής κυρώσεων εν μέσω ενεργειακής και οικονομικής κρίσης. Όσο οι κυρώσεις θα διευρύνονται, τόσο δυστυχώς αναμένεται να αναδεικνύεται η έλλειψη εσωτερικής σύμπνοιας, με κάθε κράτος-μέλος να δίνει προτεραιότητα στα στενά εθνικά συμφέροντα.
Παρά τις ευρωπαϊκές μεγαλοστομίες, θα είναι έκπληξη αν οι κυρώσεις αποκτήσουν πραγματικά «δόντια» και ακόμη περισσότερο αν κάμψουν τη ρωσική τάση επαναχάραξης συνόρων με επίκληση δήθεν ιστορικών τίτλων. Η Ευρώπη βρίσκεται αιφνιδιασμένη μπροστά σε μια περιπέτεια ιστορικών διαστάσεων και δεν φαίνεται να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το διακύβευμα, ούτε μοιάζει πρόθυμη να προχωρήσει στις αναγκαίες τομές. Όσο για την Ελλάδα η οποία αντιμετωπίζει τον εξίσου επιθετικό μιμητή του Πούτιν, Ερντογάν, αν κρίνει κανείς από τη σύνθεση των κυβερνητικών συσκέψεων, η στρατηγική διάσταση της κρίσης δεν φαίνεται να την απασχολεί ιδιαίτερα.
* Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, Πρόεδρος του Ευρωπ. Κέντρου Αριστείας /ΕΚΠΑ και πρ. υφυπουργός Εξωτερικών
Shutterstock
Η Ευρώπη ξυπνά απότομα από τον λήθαργο δεκαετιών κατά τις οποίες πίστευε ότι οι διεθνείς αρχές του απαραβίαστου των συνόρων και του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας γίνονταν απολύτως σεβαστές στη Γηραιά Ήπειρο. Βέβαιη ότι η ρύθμιση κάθε διεθνούς διαφοράς μπορούσε να γίνει μόνο δια της διπλωματίας, ήταν επόμενο να αιφνιδιαστεί απόλυτα από τη ρωσική επέμβαση. Όσο αυξάνεται η ένταση, τόσο συνειδητοποιεί ότι η κρίση δεν αφορά απλώς στην Ουκρανία. Αφορά σε απόπειρες βίαιας επαναχάραξης συνόρων με την επίκληση δήθεν ιστορικών αδικιών. Αφορά ουσιαστικά στο είδος του κόσμου στον οποίο θέλουμε όλοι οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, να ζούμε.
Η ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έστειλε τα πρώτα μηνύματα απόσυρσης του πάλαι ποτέ «χωροφύλακα του κόσμου». Όλοι οι ανά τον κόσμο σύμμαχοί τους αισθάνθηκαν ότι οι αμερικανικές εγγυήσεις δεν ήταν πλέον αξιόπιστες, κι ότι η παγκόσμια μονοκρατορία τους έπνεε πλέον τα λοίσθια κλίνοντας ξανά προς τον απομονωτισμό. Οι περισσότερες χώρες επιδόθηκαν σε τολμηρές αναθεωρήσεις της εξωτερικής τους πολιτικής - όχι πάντως η Ευρώπη, ούτε η Ελλάδα.
Παρά τα εκκωφαντικά προμηνύματα επίδειξης ισχύος από τον Πούτιν, η Ευρώπη ήταν έτοιμη να «αγκαλιάσει» κάθε σχετικά ήπια ρωσική δήλωση και να εξαντλήσει κάθε χαραμάδα για διπλωματική διέξοδο. Η συμπεριφορά αυτή αντανακλά τη δομική αδυναμία των δυτικών κοινωνιών απέναντι σε απειλές άσκησης βίας από αποφασιστικούς και επιθετικούς αντιπάλους. Έχοντας ζήσει πολλές δεκαετίες ειρήνης και ασφάλειας, οι Ευρωπαίοι - πλην Ελλήνων και Κυπρίων - τις θεώρησαν δεδομένες. Συνεπώς, καμιά ευρωπαϊκή κοινωνία που κολυμπά στην ευμάρεια δεν είναι πρόθυμη να καταφύγει στα όπλα.
Εδώ και μερικά χρόνια η Ένωση λανθασμένα θεωρεί ότι επηρεάζει σημαντικά τα διεθνή πράγματα. Δυστυχώς, φλυαρεί ακατάσχετα, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στις απόψεις 27 κυριάρχων κρατών που το καθένα εκπροσωπεί συχνά διαφορετικά συμφέροντα. Στην προσπάθεια να υιοθετήσει κοινές θέσεις καταλήγει σε «νερωμένες» διατυπώσεις και θεωρητικές διαβεβαιώσεις. Με αδύναμη κοινή εξωτερική πολιτική και μόνο κατ’όνομα κοινή ασφάλεια, πολλοί στην Ευρώπη δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί την αδυναμία της Ένωσης να επηρεάσει αποφασιστικά τα διεθνή πράγματα. Πριν δέκα ακόμη χρόνια, οι περισσότερες τρίτες χώρες μελετούσαν με προσοχή τα Συμπεράσματα των Συνόδων Κορυφής των 27. Σήμερα τα γενικόλογα αυτά κείμενα συναντούν τη γενική αδιαφορία. Ακόμη και μικρές χώρες δεν πτοούνται από τις ευρωπαϊκές πιέσεις.
Η Ευρώπη χρειάζεται ισχυρούς μοχλούς παρέμβασης στις διεθνείς εξελίξεις αλλά στερείται (ακόμη;) πραγματικής βούλησης να μετεξελιχθεί σε στρατηγικό παράγοντα. Οι γαλλικές προσπάθειες για απόκτηση μιας ανεξάρτητης (αν και συμπληρωματικής προς το ΝΑΤΟ) στρατιωτικής δύναμης - το γνωστό σχέδιο για «στρατηγική αυτονομία» - δεν φαίνεται εύκολο να επικρατήσει αφού οι Ανατολικοευρωπαίοι, και όχι μόνο εκείνοι, εύλογα προτιμούν την ακόμη ισχυρότερη αμερικανική ομπρέλα.
Στο πλαίσιο αυτό και παρά τις σημαντικές αρνητικές της πτυχές, η κρίση δημιούργησε μια σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα: Να αναδείξει έγκαιρα με «έξυπνες» πρωτοβουλίες πόσο παραπλήσια με τη ρωσική είναι η τουρκική επιθετικότητα. Να επιμείνει ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι αδιαίρετη για κάθε κράτος - μέλος απ’όπου κι αν προέρχεται η εξωτερική απειλή. Και να επιδείξει έμπρακτη αλληλεγγύη προς ανατολικοευρωπαίους εταίρους και συμμάχους (πχ. προς τη Βουλγαρία), κάνοντας όμως ταυτόχρονα σαφές όπου δει, ότι αναμένει την ίδια αλληλεγγύη απέναντι στην τουρκική απειλή από τους εταίρους εκείνους που συστηματικά αλληθωρίζουν όταν καλούνται να μας συνδράμουν.
Η ίδια λογική πρέπει να διαπερνά και την ελληνική συμμετοχή σε κυρώσεις. Η ΕΕ εισέρχεται πλέον ταχύτατα στη μεγάλη περιπέτεια της επιβολής κυρώσεων εν μέσω ενεργειακής και οικονομικής κρίσης. Όσο οι κυρώσεις θα διευρύνονται, τόσο δυστυχώς αναμένεται να αναδεικνύεται η έλλειψη εσωτερικής σύμπνοιας, με κάθε κράτος-μέλος να δίνει προτεραιότητα στα στενά εθνικά συμφέροντα.
Παρά τις ευρωπαϊκές μεγαλοστομίες, θα είναι έκπληξη αν οι κυρώσεις αποκτήσουν πραγματικά «δόντια» και ακόμη περισσότερο αν κάμψουν τη ρωσική τάση επαναχάραξης συνόρων με επίκληση δήθεν ιστορικών τίτλων. Η Ευρώπη βρίσκεται αιφνιδιασμένη μπροστά σε μια περιπέτεια ιστορικών διαστάσεων και δεν φαίνεται να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το διακύβευμα, ούτε μοιάζει πρόθυμη να προχωρήσει στις αναγκαίες τομές. Όσο για την Ελλάδα η οποία αντιμετωπίζει τον εξίσου επιθετικό μιμητή του Πούτιν, Ερντογάν, αν κρίνει κανείς από τη σύνθεση των κυβερνητικών συσκέψεων, η στρατηγική διάσταση της κρίσης δεν φαίνεται να την απασχολεί ιδιαίτερα.
* Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, Πρόεδρος του Ευρωπ. Κέντρου Αριστείας /ΕΚΠΑ και πρ. υφυπουργός Εξωτερικών
https://www.liberal.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε