150 χρόνια από τη γέννηση του Παλαμά
Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.
Το 2009 είναι τα 150 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου ποιητή Κωστή Παλαμά. Η γλυκύτατη μορφή του γέροντα με τα άσπρα γένια, τα πυκνά φρύδια, το οξύ βλέμμα και τα μαύρα ρούχα, αντιπροσώπευε τον πατρικό, τον υμνητή, το σοφό, που όμως δεν έχασε το πάθος του. Σήμερα οι νεωτεριστές ποιητές, μελετητές και ορισμένοι…μικροβιολόγοι της ποίησης σνομπάρουν τον Παλαμικό στίχο θεωρώντας ότι το μελοδραματικός ύφος, η μακρηγορία, ο θαυμαστικός τόνος, η πατριδολατρία, ο ρομαντισμός, η υπερκομψότητα, οι σύνθετες λυρικές και φτιαχτές λέξεις σε συνδυασμό με την απόλυτη ομοιοκαταληξία, ξεπεράστηκαν από τη μοντέρνα ποίηση που επιβάλλει τον ελεύθερο στίχο μαζί με τη μουσικότητα, την αινιγματική διατύπωση, την ανατρεπτική οπτική, την υποβολή, την επιγραμματικότητα.
Να μην ξεχνάμε: Το 2009 είναι τα 150 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου ποιητή Κωστή Παλαμά.
Να μην ξεχνάμε εκείνο που έγραψε τον Ολυμπιακό ύμνο :
«Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού...».
Να μην ξεχνάμε τον άνθρωπου που έγραψε το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»:
«Εμείς δεν γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας
μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,
και σαν πολύ ονειρόπληκτη η ψυχή μας».
«Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη, απομεσήμερο, στις δύο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη» έγραψε ο ίδιος σε σημείωμά του που υπάρχει στον Δ΄ τόμο των απάντων του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά.
Οι γονείς του από το Μεσολόγγι. Οικογένεια λογίων. Ο πατέρας του δικαστικός.. Ένας αδερφός και μία αδερφή.
Σε διάστημα 40 ημερών έχασε τον πατέρα του και τη μητέρα του, όταν ήταν εφτά ετών. Καλά-καλά δεν θυμόταν παρά μόνο κάποιες μισοσβησμένες εικόνες των γονιών του.
Ο σχολάρχης θείος του Δημήτρης Παλαμάς, τον πήρε στο Μεσολόγγι. Μεγάλωσε στην πόλη με τους θρύλους για την επανάσταση του 21. Πρόλαβε αγωνιστές να διηγούνται κατορθώματα του αγώνα και της Εξόδου. Πόλη καταθλιπτική γι’ αυτή την τρυφερή ηλικία.
Πριν συμπληρώσει τα εννέα του χρόνια, έγραψε ένα δράμα σε πεζό λόγο, μια κωμωδία και ένα διήγημα για τη σφαγή Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι από Έλληνες ληστές . Τα πρωτόλεια αυτά έργα του τα έχασε, εκτός από το πρώτο του στιχούργημα που, φτασμένος μετά, το χαρακτήριζε «ποίημα για γέλια».
«Σε αγαπώ εφώνησα
κι εσύ μ’ αστράπτον βλέμμα:
«μη –μ’ απεκρίθεις- μη, θνητέ,
τολμήσεις να μιάνεις
δια της παρουσίας σου
τας ώρας τας ωραίας
που τας έζησα στον κόσμον!
Μόνο έρχεσαι εδώ
να μου εκφράσεις έρωτα
και να τας κηλιδώσεις
τας αργυράς σελίδας
του αγνοτάτου βίου μου!»
Ταύτα είπεν η ωραία,
κι’ ενώ έλεγεν αυτά,
ήτον ωραιοτάτη ως η νύμφη Ευρυδίκη.
Και απέστη απ’ εμπρός μου,
ως όναρ στιγμιαίον,
αφήνουσα μ’ αναίσθητον
στου ΄Ερωτος τας χείρας».
Το 1875 γράφτηκε στη Νομική Αθηνών. Αλλά την εγκατέλειψε για το χατίρι της ποίησης. Τη χρονιά αυτή δημοσίευσε το «Γιούλι» στο «Αττικό Ημερολόγιο». Απερίγραπτη η χαρά του : « Έσκυβα στα γράμματα, τυπωμένα, απαρασάλευτα, παρ’ όλη τους τη σιωπή μεγαλοφωνούσαν του κόσμου : Κωνσταντίνος Μ. Παλαμάς».
Το 1876 …απορρίφθηκε στον «Βουτσιναίο διαγωνισμό ποίησης» με το δικαιολογητικό της επιτροπής, ότι τα ποιήματά του ήταν …«λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα». Εκείνη την εποχή στην ποιητική γραφή δέσποζε η καθαρευουσιάνικη μεγαλορρημοσύνη, από την οποία ξέφυγε τα επόμενα χρόνια αγκαλιάζοντας τη δημοτική γλώσσα με την κοινωνική- πατριωτική θεματογραφία.
Συνεργάσθηκε με τα νεωτεριστικά περιοδικά της εποχής «Ραμπαγά» και «Μη Χάνεσαι» γράφοντας σατιρικούς στίχους και χρονογραφήματα. Για πολλά χρόνια εργάσθηκε ως συντάκτης στις εφημερίδες «Ακρόπολις», « Εφημερίς», «Εμπρός». Έγραψε επίσης διηγήματα και πλήθος κριτικών σημειωμάτων.
1887. Παντρεύτηκε τη Μεσολογγίτισσα Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας, που αγαπούσε από μικρή. Απέκτησαν τρία παιδιά.: Τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη, που πέθανε τεσσάρων ετών από μηνιγγίτιδα. Ο θάνατος του παιδιού έγινε το ποίημα «Ο Τάφος»:
«Άφκιαχτο και αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάίδευτο
και σε παραπετάξει!».
1886. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια της πατρίδας μου». Αναγνώριση και καταξίωση.
1895. Η επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων του παρήγγειλε τον ύμνο, που μελοποίησε ο συνθέτης Σπύρος Σαμαράς.
1897. Διορίσθηκε γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών από τον υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, προκαλώντας την οργή των οπαδών της καθαρεύουσας. Βέβαια ο Παλαμάς, ενώ ως ποιητής έγραφε σε …πλέρια δημοτική, ως γραμματέας διακρίθηκε για τον απόλυτο σεβασμό του στην υπερκαθαρεύουσα του πανεπιστημιακού πρωτοκόλλου. Συνολικά εργάσθηκε σ’ αυτή τη θέση τριάντα χρόνια-μια ολόκληρη ζωή.
1901. Κάτω από το σπίτι του στην οδό Ασκληπιού 3, στο κέντρο της Αθήνας, παθιασμένοι καλόγεροι και καθαρευουσιάνοι φοιτητές, στις 20 Νοεμβρίου φώναζαν διαμαρτυρόμενοι για την μετάφραση των ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα: « Κάτω ο Παλαμάς: Ζήτω το ευαγγέλιο! ».Εκείνος τους απάντησε, τον ίδιο χρόνο, με την «Τριλογία του θυμού»:
«Είμαστε οι άνεργοι και οι άχαροι
και της ζωής είμαστε εμείς οι καταλλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβύνουμε είμαστε
τα ωραία και τ’ αληθινά,
τ’ ανθια και τις λαμπάδες!».
Το 1903 με αφορμή την παράσταση της «Ορέστειας» στην καθομιλουμένη, ο καθαρευουσιάνος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Γεώργιος Μιστριώτης ξεσήκωσε τους φοιτητές του κατά του Παλαμά λέγοντας σε μία πυρακτωμένη ομιλία του : «Δεν είναι δίκαιον, δεν είναι εθνικόν, ίνα οι καταπροδίδοντες την ελευθερίαν του έθνους τρέφονται εκ του δημοσίου ταμείου».
Ο υπουργός Παιδείας Απόστολος Αλεξανδρής επέβαλλε στον Παλαμά την ποινή της μηνιαίας απόλυσης επειδή «επιλαθόμενος υπηρεσιακής αυτού ιδιότητος εξήνεγκε τας κοινωνικάς αυτού περί γλώσσης πεποιθήσεις δημοσιογραφικώς, προκλητικήν δεικνύων δι’ αυτάς υπερηφάνειαν, εξεγείρων δε ούτω, επί ζημία της τάξεως τους, τα αντίθετα γλωσσικώς φρονούντας». Τι είχε κάνει; Σε ένα άρθρο του σε εφημερίδα έγραψε : «είμαι στρογγυλά και χτυπητά μαλλιαρός», χρησιμοποιώντας τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό των καθαρευουσιάνων για τους δημοτικιστές σε μια εποχή που είχε χυθεί αίμα στις διαδηλώσεις για το γλωσσικό.
1914. Του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
1926. Εξελέγη ακαδημαϊκός. Μετέπειτα εξελέγη Πρόεδρος της Ακαδημίας.
1936. Ο Βασιλιάς Γεώργιος του απένειμε το παράσημο του ανώτερου ταξιάρχη του βασιλικού τάγματος του Φοίνικα, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνια προσφοράς του στην ποίηση. Μιας ποίησης που τότε έλιωνε σίδερα:(Από την «Ασάλευτη ζωή»)
«Βασανισμένε, ταπεινέ, και λυτρωμένε, και ίσε!
Σε ξέρω, είναι το στόμα σου της αρμονίας κρουνιά,
Θνητέ, αν έγινες Θεός, άνθρωπος πια δεν είσαι,
Γιατί νοείς τ’ αθάνατα και ζεις μαζί μ’ αυτά».
Ο Παλαμάς γεύτηκε τη χαρά της αναγνώρισης από Έλληνες και ξένους. Ο Ρολλάν, ο Μωρουά, ο Τσβάϊχ, ο Ταγκόρ και άλλοι συγγραφείς ήταν μεταξύ των διακηρυγμένων θαυμαστών του.
Έζησε όλες τις περιπέτειες της Ελλάδας: ήττα του 1987, Ά και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, Έπος του 40, Κατοχή.
Και έζησε έχοντας το θαυμασμό των Ελλήνων λογοτεχνών - από το Σπύρο Μελά μέχρι τον Κώστα Βάρναλη.
Δίπλα του πάντα η γυναίκα του Μαρία, που ύμνησε σε πολλά ποιήματά του (και η οποία ανεχόταν τις συχνές ερωτικές του …υπερβάσεις).
Μόλις 18 ημέρες μετά το θάνατοτης αγαπημένης του γυναίκας, ο Παλαμάς πέθανε στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, όπου είχε μετακομίσει, ύστερα από ένα εγκεφαλικό.
Έφυγε 3.20 πριν τα ξημερώματα, ημέρα Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου του 1943.
Στο Α΄ Νεκροταφείο, παρουσία των Γερμανών αξιωματούχων Κατοχής και πλήθος κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός βροντοφώναξε στον επικήδειο, κάνοντας τα μάτια των Ελλήνων να βουρκώσουν :
«Ηχήστε σάλπιγγες
καμπάνες βροντερές
δονείστε σύγκορμη τη χώρα
πέρα ως πέρα.
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα.
Σημαίες της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!».
Ο ποιητής πήρε εμβληματικό χαρακτήρα. Η γλυκύτατη μορφή του γέροντα με τα άσπρα γένια, τα πυκνά φρύδια, το οξύ βλέμμα και τα μαύρα ρούχα, αντιπροσώπευε τον πατρικό, τον υμνητή, το σοφό, που όμως δεν έχασε το πάθος του.
Σήμερα οι νεωτεριστές ποιητές, μελετητές και ορισμένοι…μικροβιολόγοι της ποίησης σνομπάρουν τον Παλαμικό στίχο θεωρώντας ότι το μελοδραματικός ύφος, η μακρηγορία, ο θαυμαστικός τόνος, η πατριδολατρία, ο ρομαντισμός, η υπερκομψότητα, οι σύνθετες λυρικές και φτιαχτές λέξεις σε συνδυασμό με την απόλυτη ομοιοκαταληξία, ξεπεράστηκαν από τη μοντέρνα ποίηση που επιβάλλει τον ελεύθερο στίχο μαζί με τη μουσικότητα, την αινιγματική διατύπωση, την ανατρεπτική οπτική, την υποβολή, την επιγραμματικότητα.
Ναι, αλλά η αποτίμηση του ποιητή πρέπει να γίνεται με βάση το κλίμα της εποχής, αφού ο Παλαμάς στα χρόνια που εμφανίσθηκε, αρνήθηκε τα δημοτικο-μελό της λεγόμενης Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, ανοίγοντας ένα νέο δρόμο στην έκφραση και στη θεματολογία. Έγινε ο ποιητής – τραγουδιστής της πατρίδας, αλλά και ο επαναστάτης Γύφτος.
Ο Παλαμάς διετέλεσε ποιητικός εκφραστής της «Μεγάλης Ιδέας», που κατέληξε στη «Μεγάλη Τραγωδία», την οποία εξέφρασε ο Σεφέρης, ενώ ο πλέον Παλαμικός , στα πρώτα του χρόνια, ήταν ο Ρίτσος.
Από τους αμφισβητίες του Παλαμικού στίχου ξεχωρίζει ο Πάνος Καραβίας με τη μελέτη του «Ο Παλαμάς αντιποιητκός» (Αθήνα, 1960, σελ. 89-90): « Θαυμαστής του Έρνεστ Ρενάν, του ρασιοναλισμού και του επιστημονικού υλισμού της μόδας της εποχής του, ο Παλαμάς ήταν άπιστος ορθολογιστής, κι ποίησή του ένα βιαστικό κατασκεύασμα του λογικού, μια εν ψυχρώ σκέψη του νου, που ποτέ δεν ζεστάθηκε σε βαθύ βίωμα». ( Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοταχνίας, σελ 836, εκδόσεις Σταφυλίδη).
Απάντηση από τη συλλογή «Σατιρικά Γυμνάσματα»:
« Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα. Νους , καρδιά, δικά τους.
Δέσαν το νου, την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Να το ρουσφέτι να κι ελληνικούρα,
τ’ αρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.
Η σκέψη νούλα. Η τέχνη πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καρικατούρα.
Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερότων,
εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος
μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων».
Πότε γράφτηκε αυτό; Το 1900 τόσα; Σήμερα; Η…αύριο;
Κώστας Μαρδάς. ΣΤΟ.........ΑΝΑ ΜΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Παρακαλούμε σχολιασμούς επί της ουσίας.
Τα σχόλια σας δεν περνάν από έλεγχο γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα θίγουν κάποιον προσωπικά με βρισιές και συκοφαντίες.
Τέτοιου είδους σχόλια δεν περνάν από έλεγχο, αλλά θα διαγράφονται μετά την δημοσίευση.
Παρακαλούμε να γράφετε σε πεζά και όχι κεφαλαία
-------------------------------------------------------------------------
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τα περιεχόμενα στου άρθρου.
Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα - αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω, φόρμας επικοινωνίας.
Ευχαριστούμε